03/06/21 | Αρχική > Αρθρογραφία > Επώνυμες Σκέψεις

Πώς θα επηρεάσει μια άνοδος των επιτοκίων τις επενδύσεις και την οικονομία

Ένας από τους φόβους των αναλυτών για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας στην μετά covid εποχή, είναι οι επιπτώσεις που θα υπάρξουν σε περίπτωση μιας σημαντικής ανόδου των διεθνών επιτοκίων και από μια γενικότερα σφιχτότερη πολιτική που θα ακολουθήσουν τόσο οι κυβερνήσεις, όσο και οι κεντρικές τράπεζες (κυρίως των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης).

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι το αν είναι λογικό να συμβούν όλα αυτά. Η απάντηση είναι σαφώς θετική. Η διατήρηση των επιτοκίων σε τόσο χαμηλά επίπεδα σε ένα περιβάλλον υπερβάλλουσας ρευστότητας που τροφοδοτείται με χρήμα που τυπώνουν οι κεντρικές τράπεζες και με κράτη τα οποία έχουν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη, δεν συνάδουν με «συνθήκες κανονικότητας». Οι δυνητικές παρενέργειες σε μακροπρόθεσμο διάστημα ενδεχομένως να είναι βαρύτατες. Ήδη, η πολύ μεγάλη αύξηση που παρατηρείται στις τιμές των πρώτων υλών έχει προκαλέσει ανησυχίες για την εμφάνιση σημαντικών πληθωριστικών πιέσεων, όσο και για ενδεχόμενες παρενέργειες στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Ήδη, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ βρίσκεται σε τροχιά ανόδου των επιτοκίων, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση φαίνεται να προσανατολίζεται και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε επόμενη χρονική φάση.

Ένα δεύτερο ερώτημα είναι το πώς όλα αυτά θα μπορούσαν να επηρεάσουν -θεωρητικά τουλάχιστον- την οικονομία και τις επενδύσεις. Έτσι, η άνοδος των επιτοκίων, θα μπορούσε να επιδράσει αρνητικά, καθώς μεταξύ άλλων:

α) Αυξάνει το κόστος του χρήματος και κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να ψαλιδίσει τις επενδύσεις και την αύξηση του ΑΕΠ.

β) Μειώνει τις τρέχουσες τιμές των ομολόγων (κρατικών και εταιρειών) που έχουν ήδη εκδοθεί, όσο και των ακινήτων (υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ τραπεζικών επιτοκίων και αποδόσεων ενοικίου).

γ) Ανεβάζει το κόστος χρηματοδότησης τόσο των κρατών, όσο και των επιχειρήσεων, επηρεάζοντας αρνητικά και το ύψος της κερδοφορίας τους, όταν όλοι οι άλλοι παράγοντες είναι σταθεροί.

δ) Επηρεάζει αρνητικά τις τιμές των μετοχών, όχι μόνο λόγω των επιπτώσεων στο κόστος χρηματοδότησης των εταιρειών και στο ΑΕΠ, αλλά και γιατί ανεβαίνει ο συντελεστής προεξόφλησης των μελλοντικών ταμειακών ροών (τον χρησιμοποιούν οι αναλυτές για να διαμορφώσουν τις «τιμές-στόχους» των μετοχών που διαπραγματεύονται στις χρηματιστηριακές αγορές).

ε) Μια διαφαινόμενη αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων, από τη στιγμή που η ΕΚΤ δεν θα ακολουθήσει άμεσα, πιθανόν να σημάνει μεταφορά επενδυτικών κεφαλαίων από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ.

Από τη θεωρία στην πράξη

Κατά πόσο όμως όλοι αυτοί οι παράγοντες θα μπορούσαν να επηρεάσουν στην πράξη, τόσο την οικονομία, όσο και τις επενδύσεις σε μετοχές και ακίνητα; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με ασφάλεια, καθώς πέρα από τη θεωρητική ορθότητα των όσων αρνητικών επιπτώσεων αναφέρθηκαν παρακάτω, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και άλλοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται:

Πρώτον, μια τυχόν μεγάλη άνοδος των επιτοκίων (έστω κατά 200-300 μονάδες βάσης) δεν θα λάβει χώρα μέσα σε ένα μήνα, αλλά πιθανότατα θα γίνει σταδιακά σε χρονικό διάστημα δύο, τριών, ή και περισσότερων ετών. Επίσης, το δημοσιονομικό «στρίμωγμα» των κρατών της Ευρωζώνης αναμένεται από το 2023 και μετά.

Δεύτερον, η λογική λέει ότι για να προχωρήσουν οι κεντρικές τράπεζες σε αύξηση των επιτοκίων, θα πρέπει να έχει προηγηθεί μια αξιοσημείωτη τόνωση της διεθνούς ζήτησης, η οποία άλλωστε πυροδοτεί και τις πληθωριστικές πιέσεις στα commodities (εμπορεύματα, βασικές πρώτες ύλες). Άρα, οι επιχειρήσεις θα έχουν από τη μια πλευρά να αντιμετωπίσουν αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, αλλά από την άλλη πλευρά η ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους θα έχει τονωθεί κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα.

Υπάρχουν επίσης και τα λεγόμενα κρατικά προγράμματα στήριξης, όπως πχ αυτό του Τζο Μπάιντεν στις ΗΠΑ, ή των πολύ υψηλών Κοινοτικών κονδυλίων που αναμένεται να εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία κατά την επόμενη πενταετία. Επιπλέον, τα συγκεκριμένα κονδύλια όχι μόνο θα δώσουν δουλειές σε πολλές επιχειρήσεις, αλλά θα μπορέσουν -αν χρησιμοποιηθούν σωστά- να ανεβάσουν επίπεδο στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας. Αναμένεται δηλαδή να συνεχιστεί στη χώρα η διαδικασία μεγάλης αναβάθμισης των υποδομών της που έχει ξεκινήσει εδώ και κάποια χώρα και περιλαμβάνει τα οδικά δίκτυα, τον εκσυγχρονισμό των αεροδρομίων, την αναβάθμιση των λιμένων, την ψηφιοποίηση του ελληνικού δημοσίου, την απολιγνιτοποίηση στο μέτωπο της ενέργειας, τη βιώσιμη ανάπτυξη στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, ενδεχομένως τα ναυπηγεία και τόσα άλλα.

Από την άλλη πλευρά, περισσότερο ζημιωμένες από μια αύξηση των επιτοκίων θα είναι οι επιχειρήσεις εκείνες που έχουν υψηλό τραπεζικό δανεισμό και χαμηλή ανταγωνιστικότητα, με αποτέλεσμα το ανοδικό κόστος χρήματος να πλήξει περισσότερο τις ασθενέστερες επιχειρήσεις (θα αντιμετωπίσουν αυξημένο χρηματοοικονομικό κόστος, χωρίς να μπορέσουν να ευνοηθούν σημαντικά από την αυξημένη ζήτηση), παρά τις υγιείς.

Τρίτον, το πρόσθετο κόστος χρηματοδότησης του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν θα είναι μεγάλο, καθώς οι δανειακές ανάγκες του για τα επόμενα οκτώ χρόνια είναι αρκετά περιορισμένες.

Με άλλα λόγια, με εξαίρεση τα ομόλογα, μια αύξηση των επιτοκίων δεν είναι βέβαιο το πώς θα επηρεάσει τελικά τις τιμές των μετοχών. Στην πράξη, η ανησυχία των αναλυτών δεν βασίζεται τόσο σε αυτή καθ’ εαυτή την άνοδο των επιτοκίων, όσο στο γεγονός ότι αυτή αναμένεται σε μια περίοδο όπου οι τιμές των μετοχών στα διεθνή χρηματιστήρια (και κυρίως στις ΗΠΑ) ανεβαίνουν συνεχώς εδώ και πάνω από δέκα χρόνια (στο Χρηματιστήριο της Αθήνας έχει παρατηρηθεί μεγάλη άνοδος τιμών στις μετοχές μόνο κατά την τελευταία πενταετία και αφού κάποιος εξαιρέσει τις τράπεζες και τις εταιρείες κάποιων άλλων επιχειρηματικών κλάδων).

Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι επενδυτές θα πρέπει να εξετάζουν κάθε φορά την τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία των εταιρειών, σε συνδυασμό με τις οικονομικές τους επιδόσεις και τις προοπτικές ανάπτυξής τους κατά τα προσεχή έτη. Οι αισιόδοξοι μάλιστα αναλυτές υποστηρίζουν ότι:

α) Οι τρέχουσες μερισματικές πολλών δεκάδων εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας διαπραγματεύονται με μερισματικές αποδόσεις πολύ υψηλότερες σε σύγκριση με τα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων και τα yields των δεκαετών κρατικών ομολόγων.

β) Στο σενάριο των αυξημένων μελλοντικών επιτοκίων κατά την επόμενη τριετία, αντιπαρατάσσουν το επιχείρημα ότι κατά την ίδια χρονική περίοδο θα έχουν αυξηθεί και τα διανεμόμενα μερίσματα των εταιρειών προς τους μετόχους τους.



comments powered by Disqus
* Παρακαλούμε τα σχόλια να μην είναι σε greeklish. Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.
Επενδύσεις, Επιτόκια, Οικονομία