Εισαγωγή: Όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, το ESG αποτελεί τη συντομογραφία των λέξεων Environmental, Social και Governance, δηλαδή Περιβάλλον, Κοινωνία και Εταιρική Διακυβέρνηση. Η έννοια της περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης έχει αποκτήσει κεντρικό ρόλο τα τελευταία χρόνια όχι μόνο στο ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό σύνολο, αλλά και στη νομοθεσία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη δίνουν ολοένα και μεγαλύτερη προτεραιότητα στις βιώσιμες και ηθικές επιχειρηματικές πρακτικές.
Σύμφωνα με τη θεωρία, το ESG περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα μη χρηματοοικονομικών παραγόντων, οι οποίοι είναι σε θέση να επιδράσουν και να επηρεάσουν την πορεία μιας εταιρείας στο μακροπρόθεσμο χρονικό διάστημα, αλλά και το συνολικό κοινωνικό αποτύπωμα της συγκεκριμένης εταιρείας.
Με την ενσωμάτων των αρχών, της φιλοσοφίας και των πρακτικών του ESG στις διαδικασίες λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων, οι εταιρείες βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση και ξεκινούν από καλύτερη αφετηρία σε ότι αφορά την διαχείριση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν, την προώθηση καινοτομιών και τη δημιουργία διαρκούς αξίας για τους μετόχους, τους εργαζόμενους και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Από τη θεωρία στην πράξη: Ακόμη όμως και όσες επιχειρήσεις αντιτίθενται έντονα στη λογική των ESG κριτηρίων -κάθε μία για τους δικούς της λόγους- έρχεται η καθημερινή πραγματικότητα και βήμα-βήμα τις οδηγεί προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Για παράδειγμα, η πρόσφατη εκτίναξη του ενεργειακού κόστους (ακόμη και μετά τη δραστική φετινή υποχώρησή του σε σύγκριση με τον περυσινό Αύγουστο παραμένει διπλάσιο από τα προ κρίσης επίπεδα) έχει πείσει τις πλείστες των επιχειρήσεων -και ιδιαίτερα οι ενεργοβόρες- ότι θα πρέπει να περιορίσουν την ενεργειακή τους κατανάλωση μέσα από την υλοποίηση σχετικών επενδύσεων. Επιπλέον, ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να αποκτήσουν δικές τους μονάδες παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές προκειμένου να περιορίσουν το ενεργειακό κόστος που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν στο μέλλον.
Ένα δεύτερο μέτωπο πίεσης προέρχεται από τους πελάτες των επιχειρήσεων και γενικότερα από τον προϊοντικό ανταγωνισμό που θα προκύψει μέσα στην επόμενη δεκαετία. Για Παράδειγμα, οι ευρωπαϊκές νηματουργίες λανσάρουν τα πιστοποιημένα προϊόντα «European cotton» (ευρωπαϊκό βαμβάκι, οικολογικός τρόπος παραγωγής, κ.λπ.) ωθώντας τις μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες ενδυμάτων να χρησιμοποιούν τα αντίστοιχα νήματα για τα ρούχα που παράγουν. Επίσης, ελληνική εταιρεία πλαστικών που δραστηριοποιείται στη συσκευασία τροφίμων σχεδιάζει νέα γενιά προϊόντων που όχι μόνο θα απαιτεί μικρότερη ποσότητα πρώτης ύλης (εξοικονόμηση κόστους), αλλά και θα συμβάλλει προκειμένου να επιμηκυνθεί ο χρόνος ζωής-κατανάλωσης των τροφίμων (ένα από τα μεγαλύτερα οικολογικά -και συγχρόνως οικονομικά- προβλήματα είναι ότι πετάγεται περίπου το 30% των παραγόμενων τροφίμων). Αντίστοιχες προκλήσεις υπάρχουν σε πολλές κατηγορίες παραγόμενων προϊόντων, ενώ συχνά για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος χρησιμοποιείται και η τεχνητή νοημοσύνη. Τη στροφή αυτή επιταχύνουν και τα κράτη με την παροχή κινήτρων για την αντικατάσταση ενεργοβόρων συσκευών, ή για την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων (προγράμματα τύπου «Εξοικονομώ»), κ.λπ..
Επίσης, τα στελέχη των τραπεζών πιέζονται έτσι ώστε να υιοθετήσουν τις «βιώσιμες χρηματοδοτήσεις» (δανεισμός επιχειρήσεων που έχουν καλά σκορ στα ESG κριτήρια) και τα θεσμικά χαρτοφυλάκια (πχ ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων) να εστιάζουν στις βιώσιμες επενδύσεις. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις που εκδίδουν «πράσινα» ομόλογα, συνήθως υποχρεώνονται να καταβάλουν χαμηλότερο «κουπόνι» στους ομολογιούχους. Άρα δηλαδή μια επιχείρηση με κακή βαθμολογία στο μέτωπο της «βιωσιμότητας», θα δυσκολεύεται τόσο να δανειστεί, όσο και να διαθέσει μετοχές της σε αμοιβαία κεφάλαια και άλλες κατηγορίες θεσμικών χαρτοφυλακίων.
Από την άλλη πλευρά, μια σειρά κινήτρων θα έρθει να ενισχύσει τις επιχειρήσεις που θα δώσουν έμφαση σε θέματα βιωσιμότητας, όπως για παράδειγμα επιδοτήσεις στη χρηματοδότηση μέσω αναπτυξιακών πόρων, ή ακόμη πολύ χαμηλό κόστος δανεισμού για επενδυτικά προγράμματα που θα ενταχθούν στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Τέλος, έντονο είναι το τελευταίο χρονικό διάστημα το πρόβλημα εξεύρεσης εργαζομένων και ιδιαίτερα εξειδικευμένου προσωπικού. Χωρίς μια πολιτική που θα δίνει έμφαση στο κοινωνικό κομμάτι (μεταξύ των οποίων και στις συνθήκες-αντιμετώπιση-ανέλιξη-ανταμοιβή των εργαζομένων) πολλές εταιρείες θα αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο να ξεμείνουν από επαρκές και αξιόλογο προσωπικό.
Ανάγκη μέτρησης: Με άλλα λόγια, η υιοθέτηση των κριτηρίων ESG δεν αποτελεί απλά και μόνο μια υποχρέωση προς τον πλανήτη και τις επόμενες γενιές, ούτε μόνο μια προσαρμογή στο δρομολογούμενο κανονιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και μια πραγματικότητα για την επιβίωση μιας επιχείρησης σε βάθος χρόνου.
Και αφού λοιπόν είναι έτσι, οι επιχειρήσεις καλούνται σε πρώτη φάση να μετρήσουν τις τρέχουσες επιδόσεις τους στο μέτωπο του ESG και στη συνέχεια να καταβάλλουν συνεχείς, συστηματικές και συντονισμένες προσπάθειες για τις βελτιώνουν.
Και αυτό, γιατί μια καλή βαθμολογία των εταιρειών στα ESG κριτήρια μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε:
- Χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα.
- Δυνατότητα πρόσβασης σε Κοινοτικά κονδύλια και συμμετοχής σε κρατικά αναπτυξιακά κίνητρα, καθώς αυτά συνδέονται πλέον άμεσα με το βασικό κριτήριο της βιώσιμης ανάπτυξης.
- Αναβάθμιση της εμπιστοσύνης από τις κεφαλαιαγορές (υψηλότερη τιμή μετοχής στο χρηματιστήριο, αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου με καλύτερους όρους, άντληση δανειακών κεφαλαίων με χαμηλότερο κόστος μέσα από τις αγορές εταιρικών ομολόγων).
- Βελτίωσης της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας μέσα από την αυξημένη παραγωγικότητα και τα διευρυμένα μερίδια αγοράς.
- Δυνατότητα καλών αποδοχών και κινήτρων στους εργαζόμενους, χρήσιμων προγραμμάτων Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης προς όφελος των τοπικών κοινωνιών.
- Δημιουργία καλής φήμης για τα προϊόντα και την ευρύτερη κοινωνική συνεισφορά της εταιρείας (προγράμματα ΕΚΕ, καταβαλλόμενοι φόροι και ασφαλιστικές εισφορές, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, εκπαίδευση και ασφάλεια εργαζομένων, κ.λπ.).
Όσο και αν αυτά ακούγονται από πολλούς σήμερα ως «πολύ θεωρητικά», όλα δείχνουν πως μέσα σε λίγα χρόνια τα ESG κριτήρια (τα οποία θα βαθμολογούνται) θα εξετάζονται από πιστωτές, επενδυτές με τον ίδιο τρόπο που «σκανάρονται» σήμερα οι λογιστικές επιδόσεις των εταιρειών. Επίσης, ολοένα και πιο απαιτητικοί θα γίνονται και οι πελάτες των εταιρειών στα ESG κριτήρια.
Σύμφωνα με τους γνωρίζοντες, τα ESG κριτήρια δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως μια «γραφειοκρατική διαδικασία», αλλά ως ένα πεδίο στο οποίο οι εγχώριες επιχειρήσεις -και η ελληνική οικονομία γενικότερα- καλούνται να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ενόψει ενός νέου διεθνούς σκηνικού που βρίσκεται υπό διαμόρφωση.