Εδώ και δεκαετίες οι επενδυτές επιλέγουν να αγοράσουν ή να πουλήσουν τη μετοχή μιας εταιρείας, εξετάζοντας τις οικονομικές της επιδόσεις (μέσα από τις λογιστικές της καταστάσεις), τις προοπτικές ανάπτυξής της και όλα αυτά συνεκτιμώντας την τρέχουσα τιμή της στον πίνακα του χρηματιστηρίου.
Δείκτες όπως για παράδειγμα το P/E (τιμή προς κέρδη ανά μετοχή), το P/BV (τιμή προς λογιστική αξία ανά μετοχή) και η μερισματική απόδοση (μέρισμα ανά μετοχή προς τρέχουσα τιμή) αποτελούν σημαντικά βοηθήματα, ενώ οι περισσότερο «ψαγμένοι» μελετούν τις εκθέσεις γνωστών επενδυτικών οίκων για κάθε εταιρεία, στα πλαίσια των οποίων παρατίθενται συστάσεις αγοράς, διακράτησης ή πώλησης, καθώς και «τιμές στόχοι» για κάθε μετοχή (τιμή που με βάση τα τρέχοντα θεμελιώδη δεδομένα και συγκεκριμένες παραδοχές, «δικαιούται» να πιάσει η μετοχή μας σε μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα, πχ σε 12 με 18 μήνες).
Τίποτε από αυτά δεν έχει αλλάξει, αλλά στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται με ταχύτατους ρυθμούς, οι επενδυτές θα πρέπει να εξετάζουν πολύ περισσότερα πράγματα αν θέλουν να αυξήσουν τις πιθανότητες για μια σωστή χρηματιστηριακή κίνηση.
Αυτό ωστόσο που φέτος φαίνεται «δια γυμνού οφθαλμού» είναι η πολύ πιο διευρυμένη ενημέρωση στην οποία προχωρούν πολλοί Όμιλοι. Ειδικότερα, μεγάλου μεγέθους εισηγμένες όπως η Μυτιληναίος, η Τιτάν, ο Όμιλος Viohalco, η ΔΕΗ, τα διυλιστήρια (Ελληνικά Πετρέλαια και Motor Oil), τα Πλαστικά Θράκης, αλλά και πολλές άλλες εταιρείες σε γενικές συνελεύσεις, συνεντεύξεις τύπου και conference calls προς τους αναλυτές αφιερώνουν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του χρόνου για την παράθεση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών στα πλαίσια του ESG (Environmental, Social and Governance) που φαίνεται να έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας. Στόχοι για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, ή ακόμη στοιχεία για την εκπαίδευση των εργαζομένων, την ψηφιοποίηση των εργασιών, την εταιρική διακυβέρνηση και τα προγράμματα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης καταλαμβάνουν πλέον ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της όλης ενημέρωσης που προσφέρεται.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι το αν όλη αυτή η κινητικότητα γύρω από τη «βιώσιμη ανάπτυξη» και τις επιδόσεις σε θέματα ESG αποτελεί μια «μόδα που θα περάσει», ή ακόμη αν περιορίζεται σε μια επιφανειακή κίνηση πολλών επιχειρήσεων, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσκαιρα καλή φήμη στο ευρύ κοινό.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η απάντηση στα δύο προαναφερθέντα ερωτήματα είναι «κατηγορηματικά όχι», για τους παρακάτω λόγους:
Πρώτον, λόγω της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής, οι εταιρείες που δεν θα προχωρήσουν τα επόμενα χρόνια σε δραστική μείωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος θα αντιμετωπίσουν ένα τόσο υψηλό κόστος ενέργειας, έτσι ώστε να μην είναι ανταγωνιστικές. Άρα το ποιες κινήσεις προγραμματίζουν από τώρα (πχ διαφοροποίηση προϊοντικής γκάμας, χρήση εναλλακτικών πηγών καυσίμων, μείωση ενεργειακής κατανάλωσης στην παραγωγή, ανακυκλωμένες πρώτες ύλες, ψηφιοποίηση για μικρότερες απώλειες πρώτων υλών και ενέργειας), δεν αποτελούν «ψιλά γράμματα», αλλά αποφασιστικούς παράγοντες για τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα εταιρειών πολλών παραγωγικών (και όχι μόνο) κλάδων.
Δεύτερον, οι τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα με γοργούς ρυθμούς στα μέτωπα της ενέργειας, της τεχνολογίας και της αλλαγής της καταναλωτικής συμπεριφοράς (εξ’ αποστάσεως εργασία, ηλεκτρονικό εμπόριο, ψηφιακό marketing, νέα προϊόντα και υπηρεσίες), καλούν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν πολύ γρήγορα σε μια ταχέως εξελισσόμενη πραγματικότητα, άρα παράγοντες όπως η εκπαίδευση του προσωπικού, η ροπή προς την καινοτομία, η επαγγελματική διοίκηση, η ουσιαστική εταιρική διακυβέρνηση και η ειλικρινής επικοινωνία με την κοινωνία, δεν αποτελούν «πολυτέλεια», αλλά αναγκαιότητα.
Τρίτον, το μεγαλύτερο τμήμα των Κοινοτικών κονδυλίων που αναμένεται να εισρεύσουν στη χώρα κατά τα επόμενα χρόνια (ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης, αγροτικός τομέας), είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένα με την ψηφιοποίηση των εργασιών και τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να έχουν κάθε λόγο να στρέψουν τις επενδύσεις τους και την παραγωγή τους προς τις προαναφερόμενες κατευθύνσεις.
Τέταρτον, γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι εταιρείες που βαθμολογούνται με υψηλό βαθμό στο μέτωπο του ESG (Environmental, Social and Governance), θεωρούνται ως λιγότερο επικίνδυνες να πληγούν από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του εξωτερικού περιβάλλοντος. Με δεδομένο άλλωστε ότι υπάρχει ταχύτατη εξέλιξη στη βαθμολόγηση των εταιρειών ανάλογα με τις ESG επιδόσεις τους, ή στο διαχωρισμό του ποιες επενδύσεις θεωρούνται «πράσινες»:
· Οι τράπεζες και οι αγορές ομολόγων θα δανείζουν πολύ πιο εύκολα και με χαμηλότερα επιτόκια τις εταιρείες που θα έχουν καλές ESG επιδόσεις και προχωρούν σε πράσινες επενδύσεις, από τις υπόλοιπες. Αν πχ οι εταιρείες αυτές επιτυγχάνουν χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης κατά 100 ή 200 μονάδες βάσης, τότε αυτό μπορεί να σημάνει έναν επηρεασμό της καθαρής κερδοφορίας τους από 10% έως και 40% ανάλογα με την επιχείρηση και την κεφαλαιακή της διάρθρωση.
· Οι χρηματιστηριακές αγορές θα θεωρούν τις μετοχές των συγκεκριμένων εταιρειών ως λιγότερο επικίνδυνες, με αποτέλεσμα να προχωρούν κατά προτίμηση σε τέτοιου είδους επενδυτικές τοποθετήσεις (πχ μια μετοχή εταιρείας με καλές επιδόσεις ESG μπορεί να διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο με αρκετά υψηλότερο δείκτη P/E σε σχέση με τις υπόλοιπες). Ήδη, τα funds που επιλέγουν τέτοιου είδους επενδύσεις είναι πολλά και αυξάνονται ραγδαία με την πάροδο του χρόνου.
Με βάση διεθνή δημοσιεύματα, η Ευρώπη είχε συνολικά το 2020 184 δισ. ευρώ εισροές κεφαλαίων προς επενδύσεις ESG και οι ΗΠΑ 50 δισ. δολάρια, αντίστοιχα. Στην Ευρώπη, τα κεφάλαια ESG αντιπροσωπεύουν το 9% των συνολικών επενδεδυμένων κεφαλαίων, ενώ βρισκόταν κάτω από 2% πριν από πέντε χρόνια.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η ανάπτυξη του ESG θα ενταθεί λόγω ενός συνδυασμού ολοένα και πιο αυστηρού ευρωπαϊκού Κανονισμού για διαφάνεια και γνωστοποιήσεις σχετικά με θέματα βιώσιμης ανάπτυξης εκ μέρους των επιχειρήσεων και μιας ισχυρής ατζέντας αειφορίας από την προεδρία Biden στις ΗΠΑ.
ΥΓ: Επειδή η υπόθεση ESG είναι καινούρια στο διεθνές επενδυτικό σκηνικό, οι ελληνικές εταιρείες έχουν την ευκαιρία –μέσα από γρήγορες και ευέλικτες κινήσεις- να προσαρμοστούν γρήγορα και έτσι να αποκτήσουν συγκριτικό πλεονέκτημα στην προσέλκυση δανειακών και ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με τις επιχειρήσεις άλλων χωρών που θεωρούνται περισσότερο αναπτυγμένες.