24/01/20 | Αρχική > Αρθρογραφία > Εργατικά και Πρακτικά

Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας

Εισαγωγικά στοιχεία

Η διευθέτηση του συνολικού εργάσιμου χρόνου αποτελεί μια ιδιαίτερα διαδεδομένη πρακτική στον διεθνή ευρωπαϊκό χώρο, που αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Η νέα αυτή πρακτική ευελιξίας του χρόνου εργασίας, εκφράζεται πρωτίστως μέσα από τις προσαρμογές της παρεχόμενης εργασίας στις διακυμάνσεις της δραστηριότητας της επιχείρησης ή της υπηρεσίας, με επιμέρους μεταβολές στη διάρκεια του χρόνου εργασίας, διατηρώντας το μέγεθος της απασχόλησης (Κουζής Ι. Εργασιακές σχέσεις και ευρωπαϊκή ενοποίηση, Μελέτες ΙΝΕ, Αθήνα Ιούνιος 2001, σελ.56).

Η διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου αποτελεί ένα είδος εσωτερικής ευελιξίας είτε μιας επιχείρησης είτε μιας υπηρεσίας και συνδέεται άμεσα με τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας. Ουσιαστικά πρόκειται για μορφή διαφοροποίησης, έναντι της τυπικής έκφρασης που παίρνει ο εργάσιμος χρόνος, η οποία εξειδικεύεται στο σταθερό ημερήσιο και εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας. Ο χρόνος εργασίας υπολογίζεται σε ετήσια συνήθως βάση και κατανέμεται κατά χρονικές περιόδους είτε υπερβαίνοντας είτε όχι το συμβατικό ημερήσιο εβδομαδιαίο ωράριο. Οι διαφοροποιήσεις αυτές ως προς το ωράριο, μεταβάλλουν τον χρόνο της ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας, διατηρώντας ωστόσο τον ίδιο αριθμό ωρών ετήσιας απασχόλησης και το ίδιο επίπεδο αμοιβών.

Με τον όρο «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας εννοείται η κατανομή αυτού κατά τέτοιον τρόπο, ώστε σε ορισμένες χρονικές περιόδους να παρέχεται εργασία και πέραν των νομίμων χρονικών ορίων, ενώ σε άλλες περιόδους να γίνεται αντίστοιχη μείωση των ωρών απασχόλησης, με καταβολή της ίδιας αμοιβής. Ουσιαστικά, το σύστημα της «διευθέτησης», δεν συνιστά τρόπο αύξησης του χρόνου εργασίας, όπως είναι π.χ. η υπερωριακή απασχόληση, αλλά μέσο συμψηφισμού αυξημένων ωρών απασχόλησης μίας περιόδου, με τις λιγότερες ώρες μίας άλλης περιόδου.

Η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας αποτελεί ένα σύστημα κατανομής του χρόνου εργασίας, το οποίο παρά τα οφέλη που μπορεί να προσφέρει στην επιχείρηση και στους εργαζομένους, δεν έχει τύχει ευρείας εφαρμογής.

Με τη χρήση των νέων αυτών πρακτικών διευθέτησης, οι επιχειρήσεις παρουσιάζουν σημαντική εξοικονόμηση κόστους, εφόσον οι δαπάνες για την υπερωριακή απασχόληση δεν καταβάλλονται και ο επιπλέον εργάσιμος χρόνος αναπληρώνεται, με τη χορήγηση ανάλογου μειωμένου ωραρίου.

Αντιθέτως, οι εργοδότες, στην περίπτωση που υφίσταται ανάγκη για παροχή πρόσθετης εργασίας, προσφεύγουν στην υπερεργασία ή στην υπερωριακή απασχόληση.

Ο Νόμος 3986/2011 προβλέπει δύο συστήματα διευθέτησης χρόνου εργασίας, ένα σε εξάμηνη και ένα σε ετήσια βάση. Ειδικότερα, σύμφωνα με το πρώτο σύστημα, η περίοδος αυξημένης απασχόλησης και η αντίστοιχη περίοδος μειωμένης απασχόλησης, δεν μπορούν να υπερβαίνουν τους έξι μήνες ανά έτος. Στο δεύτερο σύστημα, η περίοδος αυξημένης απασχόλησης είναι δυνατή μέχρι οχτώ μήνες και η περίοδος μειωμένης απασχόλησης για το υπόλοιπο διάστημα μέσα στο έτος. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ημερήσια απασχόληση δεν μπορεί να ξεπερνά τις δέκα ώρες, ενώ παράλληλα ο εργοδότης οφείλει να τηρεί τις προβλέψεις της εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την υποχρεωτική ημερήσια και εβδομαδιαία ανάπαυση.

Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 42 του Ν. 3986/2011

Σύμφωνα με το άρθρο 42 του Ν. 3986/2011, ο εργαζόμενος επιτρέπεται για μία χρονική περίοδο (περίοδος αυξημένης απασχόλησης) να εργάζεται ημερησίως περισσότερες ώρες (έως 10 ώρες) και σε άλλη χρονική περίοδο (περίοδος μειωμένης απασχόλησης) να εργάζεται λιγότερες ώρες αντίστοιχα, ή να χορηγείται στον εργαζόμενο ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) ή συνδυασμός μειωμένων ωρών εργασίας και ημερών ανάπαυσης.

Κατά τα διαστήματα αυτά (αυξημένης - μειωμένης απασχόλησης) καταβάλλονται στον εργαζόμενο οι αποδοχές που προβλέπονται για εργασία 40 ωρών την εβδομάδα ή αν το ωράριο είναι μικρότερο των 40 ωρών, αντίστοιχη αμοιβή που προβλέπεται για το εβδομαδιαίο αυτό ωράριο (ανεξάρτητα αν κατά την αυξημένη περίοδο εργάζεται περισσότερες ώρες ενώ κατά την μειωμένη περίοδο αντίστοιχα εργάζεται λιγότερες ώρες η αμοιβή είναι η ίδια, ενώ δεν καταβάλλονται προσαυξήσεις).

Ειδικότερα, ο Ν. 3986/2011, «Μέτρα μεσοπρόθεσμου, Δημ. Κτήματα, εργατικά, φορολογικά», στο άρθρο 42 για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι: «Το άρθρο 41 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α` 101), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 2639/1998 (ΦΕΚ Α` 205), τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του N. 2874/2000 (ΦΕΚ Α` 286) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του N. 3385/2005 (ΦΕΚ Α` 210) και κατόπιν με το άρθρο 7 του N. 3846/2010 (ΦΕΚ Α` 66) αντικαθίσταται ως ακολούθως: 1.α. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, επιτρέπεται για μία χρονική περίοδο (περίοδος αυξημένης απασχόλησης) ο εργαζόμενος να απασχολείται δύο (2) ώρες την ημέρα επιπλέον των οκτώ (8) ωρών, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιπλέον των σαράντα (40) (ή του μικρότερου συμβατικού ωραρίου) ώρες εργασίας την εβδομάδα αφαιρούνται από τις ώρες εργασίας μιας άλλης χρονικής περιόδου (περίοδος μειωμένης απασχόλησης).

Αντί της παραπάνω μειώσεως των ωρών εργασίας, επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) ή συνδυασμός μειωμένων ωρών εργασίας και ημερών αναπαύσεως. Το χρονικό διάστημα των περιόδων αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης δεν υπερβαίνει συνολικά τους έξι (6) μήνες σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών (περίοδος αναφοράς).».

Αν για οποιονδήποτε λόγο, ιδίως εξαιτίας παραίτησης ή απόλυσης του εργαζομένου, δεν εφαρμόζεται ή δεν ολοκληρώνεται η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, έχουν πλήρη εφαρμογή όλες οι προστατευτικές διατάξεις που καθορίζουν τις συνέπειες της υπέρβασης του ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για: α) εποχιακές επιχειρήσεις και β) εργαζομένους με σύμβαση εργασίας διάρκειας μικρότερης του ενός (1) έτους.

Εναλλακτική επιλογή

Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, επιτρέπεται, αντί της κατά την προηγούμενη παράγραφο διευθέτησης, να συμφωνείται ότι, μέχρι διακόσιες πενήντα έξι (256) ώρες εργασίας από το συνολικό χρόνο απασχόλησης εντός ενός (1) ημερολογιακού έτους, κατανέμονται με αυξημένο αριθμό ωρών σε ορισμένες χρονικές περιόδους, που δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις τριάντα δύο (32) εβδομάδες ετησίως και με αντιστοίχως μειωμένο αριθμό ωρών κατά το λοιπό διάστημα του ημερολογιακού έτους.

Κατά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο, αντί μειώσεως των ωρών εργασίας, προς αντιστάθμιση των πρόσθετων ωρών που εργάσθηκε κατά την περίοδο αυξημένου ωραρίου, ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) ή ανάλογη προσαύξηση της ετήσιας άδειας με αποδοχές ή συνδυασμός μειωμένων ωρών και ημερών αναπαύσεως ή ημερών αδείας.

Προϋπόθεση εφαρμογής η ύπαρξη συμφωνίας

Προϋπόθεση εφαρμογής του συστήματος αυτού είναι η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων. Έτσι λοιπόν, η διευθέτηση χρόνου μπορεί να καθορίζεται, με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή με συμφωνία του εργοδότη και του επιχειρησιακού σωματείου που αφορά τα μέλη του ή με συμφωνία με το συμβούλιο εργαζομένων ή με ένωση προσώπων.

Ειδικότερα, για να μπορέσει όμως να οργανωθεί ο χρόνος εργασίας με τον παραπάνω τρόπο, θα πρέπει να καταρτιστεί επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας ή να υπάρχει συμφωνία του εργοδότη με συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση που αφορά τα μέλη της ή συμφωνία του εργοδότη και του συμβουλίου των εργαζομένων ή συμφωνία του εργοδότη και ένωσης προσώπων.

Η ένωση προσώπων μπορεί να συσταθεί από το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) τουλάχιστον των εργαζομένων στην επιχείρηση που απασχολεί πάνω από είκοσι (20) εργαζομένους και δεκαπέντε τοις εκατό (15%) εφόσον ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στην επιχείρηση είναι κατ` ανώτατο αριθμό είκοσι (20) εργαζόμενοι. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του εδαφίου γγ` της παρ. 3 του άρθρου 1 του N. 1264/1982 (ΦΕΚ Α` 79). Η οποία αναφέρει ότι: «γγ) Οι ενώσεις προσώπων, μία για κάθε εκμετάλλευση, επιχείρηση, δημόσια υπηρεσία, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α., συνιστούν δέκα (10) τουλάχιστον εργαζόμενοι με ιδρυτική πράξη την οποία καταθέτουν στο γραμματέα του αρμόδιου Ειρηνοδικείου και κοινοποιούν στον εργοδότη, εφόσον ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων δεν υπερβαίνει τους σαράντα (40) και δεν υπάρχει σωματείο με τους μισούς τουλάχιστο ως μέλη του. Εάν, μετά την τυχόν σύσταση της ένωσης προσώπων, πάψει να συντρέχει μία από τις πιο πάνω προϋποθέσεις, η ένωση προσώπων διαλύεται, χωρίς άλλη διατύπωση. Η ιδρυτική πράξη της ένωσης προσώπων πρέπει να αναφέρει απαραίτητα το σκοπό της, δύο εκπροσώπους της και τη διάρκειά της που δεν υπερβαίνει το εξάμηνο. Για τις ενώσεις προσώπων εκτός από το άρθρο 20 παρ. 1 εδάφ. γ` εφαρμόζονται ανάλογα και οι διατάξεις για τα σωματεία των άρθρων 3 παρ.1α., 7 παρ. 1, 5, 6, 7 και 8 του νόμου αυτού. Για την εκλογή των εκπροσώπων της ένωσης προσώπων επιμελείται τριμελής εφορευτική επιτροπή.».

Επίσης, με επιχειρησιακές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, μπορεί να καθορίζεται άλλο σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κλάδου ή της επιχείρησης. Σύμφωνα με το άρθρο 42 του Ν. 3986/2011 , οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και οι συμφωνίες περί διευθέτησης του χρόνου εργασίας, κατατίθενται στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 1876/1990 , δηλαδή όπως οι Σ.Σ.Ε. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων το άρθρο 5 αναφέρει:

«Εφ` όσον οι συλλογικές διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε συμφωνία, αυτή καταρτίζεται έγγραφα σε τρία πρωτότυπα, τα οποία υπογράφονται από τους αντιπροσώπους των μερών. Στο έγγραφο της συλλογικής σύμβασης εργασίας πρέπει ν` αναφέρονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που συμβλήθηκαν και οι εκπρόσωποί τους, η χρονολογία της κατάρτισης και η έκταση της εφαρμογής της. Το ένα από τα πρωτότυπα κατατίθεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο στην αρμόδια κατά τόπο Επιθεώρηση Εργασίας της Νομαρχίας όπου καταρτίστηκε η συλλογική σύμβαση εργασίας. Ειδικά όμως η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και οι κλαδικές και εθνικές ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας κατατίθενται στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας. Ο αρμόδιος υπάλληλος συντάσσει πράξη κατάθεσης επάνω στο πρωτότυπο έγγραφο, η οποία υπογράφεται από αυτόν και από τον καταθέτη. Σε κάθε Επιθεώρηση Εργασίας της Νομαρχίας και στην αρμόδια κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, τηρείται ειδικό βιβλίο συλλογικών συμβάσεων και διαιτητικών αποφάσεων, όπου καταγράφονται όλα τα βασικά στοιχεία της συλλογικής σύμβασης εργασίας, καθώς και οι προσχωρήσεις, οι επεκτάσεις, οι καταγγελίες και οι συμφωνίες από Μεσολάβηση. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας καταχωρούνται στο βιβλίο αυτό την ίδια μέρα που κατατίθενται. Η υπηρεσία χορηγεί αντίγραφα της συλλογικής σύμβασης εργασίας σε κάθε ενδιαφερόμενο εφ` όσον υποβάλει σχετική αίτηση. Στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης τηρείται γενικό μητρώο, στο οποίο καταχωρίζονται όλες οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας κατά είδος και τα κείμενα αυτά αναρτώνται αυτούσια στο δικτυακό τόπο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α΄ 66/11-05-2010). Ο εργοδότης οφείλει να κοινοποιεί στο Συμβούλιο Εργαζομένων της επιχείρησης κάθε επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. καθώς και κάθε τροποποίησή της.».

Δεν επιτρέπεται η παροχή εργασίας συνεχόμενων ημερών

Όπως ρητά ορίζουν οι παρ. 1 (γ) και 2 (γ) του άρθρου 42 του Ν. 3986/2011 οι κείμενες προστατευτικές διατάξεις για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων έχουν πλήρη εφαρμογή και κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης. Ειδικότερα:

«1.γ. Οι κείμενες προστατευτικές διατάξεις για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων έχουν πλήρη εφαρμογή και κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης. Κατά τη διευθέτηση ο μέσος όρος των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας κατά την περίοδο του εξαμήνου (περίοδος αναφοράς), στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι ώρες της υπερεργασίας και των νόμιμων υπερωριών της περιόδου μειωμένης απασχόλησης, παραμένει στις σαράντα (40) ώρες ή εάν εφαρμόζεται μικρότερο συμβατικό ωράριο, παραμένει στον αριθμό ωρών του μικρότερου αυτού ωραρίου. Οι ώρες εργασίας ανά εβδομάδα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τις σαράντα οκτώ (48) ώρες, κατά μέσο όρο, σε περίοδο έξι (6) μηνών, συμπεριλαμβανομένων και των προαναφερόμενων ωρών υπερεργασίας και νομίμων υπερωριών.

2.γ. Οι κείμενες προστατευτικές διατάξεις για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων πρέπει να τηρούνται και κατά την περίοδο της αυξημένης απασχόλησης. Κατά τη διευθέτηση ο μέσος όρος των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας κατά την περίοδο ενός ημερολογιακού έτους (περίοδος αναφοράς), στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι ώρες της υπερεργασίας και των νόμιμων υπερωριών της περιόδου μειωμένης απασχόλησης, παραμένει στις σαράντα (40) ώρες ή εάν εφαρμόζεται μικρότερο συμβατικό ωράριο, παραμένει στον αριθμό ωρών του μικρότερου αυτού ωραρίου, ενώ με συνυπολογισμό των ανωτέρω ωρών υπερεργασίας και νομίμων υπερωριών, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48) ώρες.

Επομένως, η παροχή εργασίας συνεχόμενες ημέρες (επτά ημέρες την εβδομάδα) δεν επιτρέπεται ούτε κατά το σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας).».

Σε καμία περίπτωση δεν είναι επιτρεπτή η συνεχόμενη εργασία, χωρίς την χορήγηση εβδομαδιαίων αναπαύσεων, ακόμα και αν αφορά συγκεκριμένα περιορισμένο χρονικό διάστημα ή παρέχεται συνεχόμενη εργασία με σκοπό να λάβει ο εργαζόμενος αργότερα συνεχόμενες αναπαύσεις, καθόσον τα συστήματα αυτά της οργάνωσης του χρόνου εργασίας βρίσκονται εκτός του θεσμικού πλαισίου του άρθρου 42 του Ν. 3986/2011 και αντίκεινται σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου που αφορούν την ανάπαυση του μισθωτού (Β.Δ 748/1966 και άρθρο 5 του Π.Δ 88/1999 ).

Τα υπέρ και τα κατά της διευθέτησης του χρόνου εργασίας

Τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της μορφής που θα πάρει η διευθέτηση του χρόνου εργασίας είναι πολυάριθμα.

Τα επιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς υπέρ της διευθέτησης ποικίλλουν, ανάλογα από τον φορέα που τα εκδηλώνει και τα παρουσιάζει και ανάλογα με τη χρονική περίοδο και τις διεθνείς συγκυρίες, οικονομικές, κοινωνικές κ.λπ.. Τα σπουδαιότερα είναι τα εξής:

  • Η διευθέτηση παίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης για σημαντικό ποσοστό ανέργων.
  • Αυξάνει τον ελεύθερο χρόνο του εργαζομένου, συντελώντας παράλληλα στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
  • Η αύξηση του ελεύθερου χρόνου συνεπάγεται και αύξηση της κατανάλωσης, τουτέστιν αύξηση της ζήτησης υπηρεσιών και αγαθών.
  • Συντελεί στον περιορισμό των υπερωριών και κατ΄ επέκταση στη μείωση της συνολικής δαπάνης της επιχείρησης για αμοιβή της εργασίας, που θα επιφέρει μεγαλύτερη κερδοφορία στην επιχείρηση.
  • Επιμηκύνει το χρόνο λειτουργίας των εγκαταστάσεων της επιχείρησης, πράγμα που θα οδηγήσει σε μείωση των αποθεμάτων των έτοιμων προϊόντων της, σε επιτάχυνση της απόσβεσης του πάγιου κεφαλαίου και τελικώς σε αποφυγή επένδυσης πάγιου κεφαλαίου που θα ήταν αναγκαίο χωρίς τη διευθέτηση του χρόνου.

Ωστόσο, πέρα από τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται και είναι υπέρ της διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου, στον αντίποδα, βρίσκονται και τα επιχειρήματα εκείνων των θιασωτών που υπερασπίζονται τη διατήρηση του κεκτημένου εργάσιμου χρόνου, χωρίς περαιτέρω αλλαγές. Τα σημαντικότερα επιχειρήματα που αντιτίθενται στην τροποποίηση του εργάσιμου χρόνου είναι:

  • Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας και η αντίστοιχη αύξηση του ελεύθερου χρόνου μπορεί να συντελέσει στην αύξηση της παραοικονομίας (πολυαπασχόληση, λαθραία και αδήλωτη εργασία κ.λπ.).
  • Η αύξηση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου μέχρι 2 ώρες ανατρέπει τη λογική του οκταώρου.
  • Η μείωση ή κατάργηση των υπερωριών θα μειώσει σοβαρά το εισόδημα των εργαζομένων.
  • Η ευελιξία που θα εισαχθεί μέσω της διευθέτησης θα ευνοήσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης εις βάρος των θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης.
  • Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε ατομική βάση εικάζεται ότι θα υπονομεύσει σταδιακά το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Τα αποτελέσματα στις επιχειρήσεις

Υποστηρίζεται η άποψη ότι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας με τη λήψη της απόφασης να μειωθεί ο εργάσιμος χρόνος, μπορεί μακροπρόθεσμα να έχει θετικές επιπτώσεις. Συγκεκριμένα, για να είναι πετυχημένη μια πολιτική μείωσης του χρόνου εργασίας, θα πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) να πραγματοποιηθεί αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της μεγαλύτερης ευελιξίας του χρόνου εργασίας, β) να αποφευχθεί οποιαδήποτε μείωση των μισθών σε μηνιαία βάση και γ) να διατηρηθεί ή ακόμα και να αυξηθεί ο χρόνος λειτουργίας του εξοπλισμού μιας επιχείρησης.

Αυτό φυσικά μπορεί να καταστεί δυνατό, μόνο εάν αναπτυχθεί περαιτέρω η εργασία κατά βάρδιες. Αν όλα αυτά συμπληρωθούν και από μια παράλληλη σταθερή εισοδηματική πολιτική, χωρίς μεγάλες μεταπτώσεις και λαϊκισμούς, τότε είναι δυνατή η δημιουργία πολλών θέσεων απασχόλησης, με παράλληλη μείωση του χρόνου εργασίας.

Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην οικονομία μιας επιχείρησης, εφόσον αυτή συνοδευτεί από μια γενικότερη αναδιοργάνωση της παραγωγής, αλλά και του όλου περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται η επιχείρηση.

Συμπερασματικά

Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας δεν πηγάζει μονάχα από οικονομικές σκοπιμότητες, αλλά και από τις ανάγκες που αποκτάει ο σύγχρονος άνθρωπος με τον νέο τρόπο ζωής του. Τα υπάρχοντα ωράρια που επί δεκαετίες κυριαρχούν στο εργασιακό στερέωμα, αρχίζουν να δίνουν τη θέση τους σε νέες μορφές του εργάσιμου χρόνου. Φυσικά η διευθέτηση του χρόνου εργασίας προϋποθέτει και το κατάλληλο θεσμικό και νομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορεί αυτή να ευοδωθεί.

Στο πλαίσιο του ελληνικού εργατικού δικαίου δεν θα ήταν δυνατόν, χωρίς νομοθετική παρέμβαση, μέσω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Σ.Σ.Ε.) ή με συμφωνία του εργοδότη και του επιχειρησιακού σωματείου που αφορά τα μέλη του ή με συμφωνία, με το συμβούλιο εργαζομένων ή με ένωση προσώπων ή ακόμα με ατομική συμφωνία, να αυξηθεί ο χρόνος της απασχόλησης πέραν του νομίμου ωραρίου.

Έτσι, στη διάταξη του άρθρου 42 του Ν. 3986/2011 , εμπεριέχονται ρυθμίσεις περί επιτρεπόμενης, υπό την τήρηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, διευθέτησης του χρόνου εργασίας. Ουσιαστικά, το σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας αποτελεί συνολική αποτίμηση της εργασίας σε ευρύτερες χρονικές περιόδους, χωρίς μεταβολή στο ύψος του μισθού.

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο του κ. Βασιλείου Παπαβασιλείου, με τίτλο «Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 2019 του περιοδικού Epsilon7. Το πλήρες κείμενο του άρθρου περιλαμβάνει ανάλυση και για ζητήματα όπως το δικαίωμα άρνησης του εργαζόμενου, την καταβαλλόμενη αμοιβή και τις υπερβάσεις ωραρίου κατά την περίοδο τόσο της αυξημένης όσο και της μειωμένης απασχόλησης.



comments powered by Disqus
* Παρακαλούμε τα σχόλια να μην είναι σε greeklish. Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.
Διευθέτηση χρόνου εργασίας