20/12/19 | Αρχική > Αρθρογραφία > Εργατικά και Πρακτικά

Εθελοντική εργασία

1. Γενικά περί εθελοντικής εργασίας

Βασικό στοιχείο της εν γένει κοινωνικής προσφοράς αποτελεί ο εθελοντισμός ο οποίος συντελείται (πραγματώνεται) κυρίως μέσω των εθελοντών και της εθελοντικής εργασίας.

Διευκρινίζεται ότι ως εθελοντική απασχόληση, νοείται η απασχόληση του φυσικού προσώπου προς τον Φορέα Παροχής Εθελοντικής Απασχόλησης που παρέχεται άνευ ανταλλάγματος.

Φορέας Παροχής Εθελοντικής Απασχόλησης στον οποίο παρέχεται η εθελοντική εργασία, μπορεί να είναι κοινωφελής φορέας, κρατικός φορέας, δημόσιο νομικό πρόσωπο ή Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού.

Εθελοντής, είναι το φυσικό πρόσωπο που παρέχει εθελοντική απασχόληση.

Στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, ως εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 361 του Αστικού Κώδικα, τα μέρη επιλέγουν εάν και με ποιο περιεχόμενο θα συμβληθούν συνάπτοντας προς τούτο σχετική σύμβαση ή ιδιωτικό συμφωνητικό.

Από το Υπουργείο Εργασίας και ειδικότερα από την εργατική νομοθεσία, δεν ρυθμίζονται θέματα εθελοντικής εργασίας.

Σε ανάλογες περιπτώσεις τα δικαστήρια είναι αρμόδια να κρίνουν αν δικαιολογείται εθελοντική - αμισθί εργασία για φιλανθρωπικούς σκοπούς, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα στοιχεία παροχής της εθελοντικής εργασίας των μελών του μη κερδοσκοπικού οργανισμού (στον οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους), όπως αυτά αποτυπώνονται στο καταστατικό του, καθώς και οποιουδήποτε άλλου εθελοντή.

Εξάλλου, οι διατάξεις του καταστατικού του Φορέα Παροχής Εθελοντικής Απασχόλησης, οι σχετικές με την παροχή εθελοντικής εργασίας, δεν θα πρέπει να παραπέμπουν σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας (βάσει καταστατικού κανένας από τους εθελοντές δεν θα αμείβεται ούτε θα συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση εξαρτημένης εργασίας, δεν υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά στην υποχρέωση παρουσίας, ωραρίου κ.λπ.). Επισημαίνεται πάντως ότι το καταστατικό ενός σωματείου ή μιας οργάνωσης αποτελεί ένα στοιχείο που μπορεί να ληφθεί υπόψη της ελεγκτικής καθώς και της δικαστικής κρίσης, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ΄ ανάγκην ότι οι όροι αυτού (του καταστατικού) πιστοποιούν σε κάθε περίπτωση την παροχή εθελοντικής εργασίας.

Εάν υπάρχει πρόθεση παροχής εθελοντικής εργασίας, επιβάλλεται τα συμβαλλόμενα μέρη να συνάψουν σχετικό συμφωνητικό. Ο Επιθεωρητής Εργασίας σε τυχόν έλεγχο κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, στο πλαίσιο της διερεύνησης της παροχής ή μη εξαρτημένης εργασίας, οφείλει να συνεκτιμήσει μια σειρά από στοιχεία όπως:

• τη νομική φύση και δραστηριότητα του αποδεχόμενου την εθελοντική εργασία εργοδότη,

• το είδος και τη διάρκεια της παρεχόμενης εργασίας,

• την τυχόν σύναψη συμφωνητικού,

• το κατά πόσον η προσφερόμενη εργασία αποτελεί το κύριο μέσο βιοπορισμού του εθελοντή,

• τις ιδιαίτερες ικανότητες και δεξιότητες που τυχόν απαιτεί η θέση της εθελοντικής εργασίας,

• το κατά πόσον η προσφερόμενη εργασία συνιστά το επάγγελμα του παρέχοντος αυτή εθελοντή,

• την ύπαρξη συγγενικής ή άλλου είδους σχέσης.

Ευνόητο είναι ότι σε περίπτωση που δεν δικαιολογείται εθελοντική - αμισθί εργασία, σε τυχόν επιτόπιο έλεγχο από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα [Ε.Φ.Κ.Α. -τέως Ι.Κ.Α., Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα Ασφάλισης (Π.Ε.Κ.Α.), Σ.ΕΠ.Ε., Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε.)] είναι δυνατόν να τεθεί θέμα επιβολής των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται για την αδήλωτη - ανασφάλιστη εργασία (το γνωστό πρόστιμο ύψους 10.500,00 €) κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 5 , 6 , 7 και 8 του Ν.4554/2018 περί «Αντιμετώπισης της Αδήλωτης Εργασίας», τα οποία πρόκειται να τροποποιηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65 έως 67 που έχουν συμπεριληφθεί στο πολυνομοσχέδιο «Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις», που κατά το χρόνο που γράφεται το άρθρο αυτό, έχει κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή. Πάντως σε ανάλογες περιπτώσεις σύναψης συμβάσεων εθελοντικής εργασίας καλό είναι να ζητείται για το υπόψη θέμα η άποψη της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας και του οικείου υποκαταστήματος Ε.Φ.Κ.Α..

2. Η εθελοντική εργασία σε αντιδιαστολή με την εξαρτημένη εργασία

Εξαρτημένη εργασία, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υφίσταται όταν ο μισθωτός υποχρεούται να παρέχει την εργασία του ( με βάση τους όρους της σχετικής συμφωνίας που έχει συναφθεί μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού), αυτοπροσώπως για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, έναντι καταβολής μισθού, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού, προσδιορισμού και καταβολής αυτού (του μισθού) και χωρίς περαιτέρω ευθύνη του μισθωτού όσον αφορά την επίτευξη, μέσω της εργασίας του, ορισμένου αποτελέσματος.

Κατά την εκτέλεση της εργασίας του ο μισθωτός υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση έναντι του εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη:

α) να καθορίζει τον τόπο, το χρόνο, τον τρόπο και την έκταση παροχής εργασίας, μέσα στα νόμιμα ή συμβατικά πλαίσια, κατά τρόπο δεσμευτικό για το μισθωτό, δίνοντας τις απαραίτητες εντολές και οδηγίες τις οποίες ο μισθωτός υποχρεούται να ακολουθεί και εκτελεί,

β) να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του μισθωτού προς αυτές και της επιμελούς γενικά εκτέλεσης της εργασίας που του ανατέθηκε.

Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.

Η εξαρτημένη εργασία τεκμηριώνεται με τη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου. Όπου η παραπάνω βούληση ελλείπει, δεν υφίσταται σχέση εξαρτημένης εργασίας αλλά η εργασία παρέχεται με βάση άλλου είδους σχέση, όπως για παράδειγμα λόγω συγγενικού δεσμού, φιλίας, μνηστείας, ηθικού καθήκοντος, για λόγους πολιτικούς, ιδεολογικούς, φιλανθρωπικούς, κ.λπ.. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η σχέση του παρέχοντος εργασία με το δέκτη αυτής δεν θεωρείται, κατ΄ αρχάς, σχέση εξηρτημένης εργασίας με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζονται σε αυτή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και μπορεί υπό προϋποθέσεις να νοηθεί ως σχέση εθελοντικής εργασίας.

3. Η άποψη του Υπουργείου Εργασίας για την εθελοντική εργασία

Στο Έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας 2418/10/93 (που δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση Ασφαλιστικού Δικαίου, 1993, Τόμος 28ος, σελίδες 390-391), αναφέρεται ότι δεν είναι γνήσιες σχέσεις εργασίας αυτές που προκύπτουν από παροχή εργασίας χωρίς αμοιβή δυνάμει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας ή συμφωνίας συναγόμενης από τα πραγματικά περιστατικά, όπως για φιλανθρωπικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς, λόγω φιλίας ή λόγω ρητής υποχρεώσεως, ή οικειοθελώς χωρίς αμοιβή και αναγνωρίζεται υπό προϋποθέσεις η δυνατότητα της οικειοθελούς απασχόλησης χωρίς αμοιβή.

Ειδικότερα στο ανωτέρω έγγραφο αναφέρονται τα εξής:

« 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 651, 652, 653 του Αστικού Κώδικος και 6 του Α.Ν. 765/43, που κυρώθηκε με την αριθμ. 324/46 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του Εισ. ΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση μισθώσεως παροχής εξηρτημένης εργασίας, υφίσταται όταν, κατά τους όρους της περί ταύτης συμφωνίας των συμβαλλομένων, ο εξ΄ αυτών μισθωτός παρέχων για ορισμένο ή αόριστο χρόνο στον έτερο εξ΄ αυτών εργοδότη τη συμφωνηθείσα εργασία, στην οποία και μόνο αποβλέπουν, χωρίς περαιτέρω ευθύνη του παρέχοντος την εργασία προς επίτευξη με αυτήν ορισμένου αποτελέσματος ή έργου, αντί καταβολής υπό του εργοδότου του συμφωνηθέντος ή «εν ελλείψει» συμφωνίας του εθισμένου μισθού, ανεξαρτήτως του τρόπου προσδιορισμού και καταβολής αυτού, υποβάλλεται και τελεί, κατά την εκτέλεσή της, στη νομική και προσωπική εξάρτηση του εργοδότου εκδηλουμένης με το δικαίωμα του τελευταίου να καθορίζει τον τρόπο, τον τόπο, το χρόνο και την έκταση της παροχής της μέσα στα νόμιμα ή συμβατικά όρια, δίνοντας τις αναγκαίες εντολές και οδηγίες κατά τρόπο δεσμευτικό για το μισθωτό, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να υπακούει και να ακολουθεί αυτές, ως και με το δικαίωμα να ασκεί εποπτεία και έλεγχο προς διαπίστωση της συμμορφώσεως του μισθωτού προς αυτές και της επιμελούς εν γένει εκτελέσεως της ανατεθείσης σ΄ αυτόν εργασίας (Ολ. Αρ. Πάγ. 19/87 - Αρ. Παγ. 355/90 - 329/90 - 1984/90 - 1047/92 - 1365/90 - 706/90 - 1026/90 - 868/89 - 333 - 88 - 602/88 - 1855/88 - 1411/88 - 1898/87 - 914/87 - 800/87 - 767/87 - 1822/90 - 1871/88 κ.λπ.).

2. Γίνεται εξάλλου δεκτό, ότι δεν είναι γνήσιες σχέσεις εργασίας αυτές που προκύπτουν από παροχή εργασίας χωρίς αμοιβή δυνάμει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας ή συμφωνίας συναγόμενης από τα πραγματικά περιστατικά, όπως για φιλανθρωπικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς, λόγω φιλίας ή λόγω ρητής υποχρεώσεως, ή οικειοθελώς χωρίς αμοιβή. Έχουν όμως εφαρμογή, και στην περίπτωση αυτή, ορισμένοι κανόνες περί συμβάσεως εργασίας εφόσον δεν αντίκεινται στην ιδιορρυθμία της σχέσεως αλλά τουναντίον ανταποκρίνονται προς το σκοπό και τη φύση της παροχής εργασίας χωρίς αμοιβή (Αγαλλόπουλος: Εργ. Δικ. 1958, σελ. 35 - Τούση, Σταυρόπουλος: Εργ. Δικ. 1967, σελ. 85, 86, 89 Νομ. Πρωτ. Σύρου: 85/88 - 94/88, Εφ. Αθ. 837/89 - Μονομελές Πρωτ. Καλαμάτας 115/85 κ.λπ..)....».


Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο του κ. Πέτρου Ραπανάκη, με τίτλο «Εθελοντική εργασία» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νοεμβρίου 2019 του περιοδικού Epsilon7.



comments powered by Disqus
* Παρακαλούμε τα σχόλια να μην είναι σε greeklish. Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.
Εθελοντική εργασία, Εξαρτημένη εργασία