Εισαγωγικά στοιχεία
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η δήλωση βούλησης θα προέρχεται αποκλειστικά από τον εργοδότη. Μπορεί ασφαλώς να γίνει και από τον εργαζόμενο, η οποία χαρακτηρίζεται συνήθως ως οικειοθελής αποχώρηση ή παραίτηση. Κατά τον νόμο, ο εργαζόμενος που προτίθεται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του υποχρεούται και αυτός, αντιστοίχως με τον εργοδότη, να προειδοποιήσει τον τελευταίο, σε χρόνο ίσο προς τον μισό χρόνο που ορίζεται για τον εργοδότη. `Αλλως, οφείλει αποζημίωση στον εργοδότη, ανεξαρτήτως ζημίας του.
Ο χρόνος προειδοποίησης, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των τριών μηνών, ούτε η τυχόν αποζημίωση δεν θα υπερβαίνει το ποσό των αποδοχών τριών μηνών. Είναι δυνατόν με συμφωνία εργοδότη-εργαζομένου να συντομευτεί η νόμιμη προθεσμία, ήτοι εάν ο εργαζόμενος έχει κατά τον νόμο προθεσμία προειδοποίησης τριών μηνών πριν την απόλυση, μπορεί στη σύμβαση να οριστεί ότι η προθεσμία θα είναι ένας μήνας. Επίσης, μπορεί ο εργοδότης να παραιτηθεί από αυτή τη νόμιμη προθεσμία προειδοποίησής του. `Αρα, στην περίπτωση της οικειοθελούς αποχώρησης οι προθεσμίες μπορούν να συμφωνηθούν διαφορετικά από τις νομοθετικά προβλεπόμενες.
Σκοπός αυτής της προειδοποίησης είναι προφανώς ο εργοδότης να έχει επαρκή χρόνο για να αντικαταστήσει τον αποχωρούντα μισθωτό. Συχνά συμβαίνει να αποχωρήσει - να παραιτηθεί ένας εργαζόμενος ξαφνικά, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια γνωστοποίηση στην επιχείρηση που εργάζεται. Είναι φανερό ότι, αν ο συγκεκριμένος εργαζόμενος κατέχει υπεύθυνη θέση στην επιχείρηση, σίγουρα θα δημιουργηθεί πρόβλημα μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος αντικαταστάτης του.
Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης
Όπως ρητά προβλέπεται (και υπό το προϊσχύσαν καθεστώς προβλεπόταν), ο εργοδότης υποχρεούται να αναγγείλει, στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ κάθε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης εργαζομένου, με ηλεκτρονική υποβολή των προβλεπόμενων στην υπ΄ αρ. 40331 /13-9-2019 Υ.Α. του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων εντύπων. Όπως αντίστοιχα και κάθε περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου. Καθώς, επίσης και κάθε περίπτωση αυτοδίκαιης λύσης της δοκιμαστικής περιόδου (η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1Α του Π.Δ. 80/2022) ή συναινετικής λύσης της σύμβασης εργασίας, όπως η εθελουσία έξοδος ( παρ. 1 του άρθρου 320 του Π.Δ. 80/2022 ).
Ουσιαστικά, ο εργοδότης υποχρεούται να αναγγείλει, στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, κάθε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης εργαζομένου με ηλεκτρονική υποβολή των εντύπων. Η νέα ρύθμιση για την οικειοθελή αποχώρηση εργαζομένου αποσκοπεί - κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 5053/2023 - στην απλοποίηση της διαδικασίας ηλεκτρονικής αναγγελίας στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ της οικειοθελούς αποχώρησης. Επίσης, στην παροχή συνδρομής στις επιχειρήσεις, όσον αφορά στην αποτύπωση της πραγματικής κατάστασης των εργαζομένων που έχουν παραιτηθεί, εξακολουθούν, ωστόσο, να εμφανίζονται ως εργαζόμενοι. Παράλληλα, με τη νέα ρύθμιση ο νομοθέτης (δηλώνει ότι) μεριμνά για την πρόβλεψη ασφαλιστικών δικλίδων, για την αποτροπή της καταστρατήγησής της από τους εργοδότες (Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 5053/2023 επί του άρθρου 23).
H αδικαιολόγητη (αυθαίρετη) αποχή του εργαζομένου από την εργασία για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε συναπτών εργάσιμων ημερών μπορεί να θεωρηθεί ως καταγγελία της σύμβασης από μέρους του. Απαιτείται, ωστόσο, προηγουμένως, να έχει παρέλθει πρόσθετο χρονικό διάστημα πέντε συναπτών εργάσιμων ημερών από την υποχρεωτική όχλησή του από τον εργοδότη του, η οποία:
α) αναρτάται στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ και σωρευτικά - όπως διευκρινίζεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 5053/2021 επί του άρθρου 23 και
β) αποδεικνύεται με κάθε πρόσφορο γραπτό τρόπο.
Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης υποχρεούται την επόμενη εργάσιμη ημέρα της λήξης του διαστήματος των πέντε συναπτών εργάσιμων ημερών αδικαιολόγητης (αυθαίρετης) αποχής του εργαζομένου (που ακολουθεί το διάστημα των πέντε συναπτών εργάσιμων ημερών από την υποχρεωτική όχλησή του από τον εργοδότη) να αναγγείλει την οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, χωρίς να απαιτείται η υπογραφή του εργαζομένου.
Η νέα πρόβλεψη δεν απαιτεί τη σύμπραξη δικαστικού επιμελητή. Οριοθετεί, επίσης, κατά τρόπο περισσότερο συγκεκριμένο και ασφαλή, τα συναφή χρονικά ορόσημα της συντέλεσης της καταγγελίας από μέρους του εργαζομένου, αλλά και της υποχρέωσης αναγγελίας της οικειοθελής αποχώρησης από μέρους του εργοδότη.
Ωστόσο, αθροιστικά, η διαδικασία της οικειοθελούς αποχώρησης απαιτεί την παρέλευση, κατ΄ ελάχιστον, δέκα συναπτών εργάσιμων ημερών. Το διάστημα αυτό αξιολογείται ως, προδήλως, υπερβολικό. Ιδίως, δε, το επιμέρους χρονικό διάστημα των πέντε συναπτών εργάσιμων ημερών που πρέπει να παρέλθει από την υποχρεωτική όχλησή του εργοδότη. Ουδεμία αμφιβολία χωρεί πως η απαίτηση παρέλευσης τόσο μακρού χρονικού διαστήματος δημιουργεί τις προϋποθέσεις για καταχρηστικές συμπεριφορές από μέρους (κακόπιστων) εργαζομένων.
Οι τελευταίοι θα έχουν στη διάθεσή τους ικανοποιητικό χρονικό διάστημα για να μεταβάλουν την τυχόν (σιωπηρή) βούλησή τους για αποχώρηση από την εργασία τους.
Επίσης, για να απομακρύνουν χρονικά την αποχώρησή τους από την εργασία ή απλώς για να ταλαιπωρήσουν (εκδικηθούν) τον εργοδότη τους. Με άλλα λόγια, αδικαιολόγητη απουσία εργαζομένου για εννέα συνεχείς ημέρες δεν λογίζεται ως παραίτηση στην περίπτωση που ακολουθήσει μία και μόνη εργάσιμη. Ακόμα κι αν ακολουθηθεί από ακόμα μία εννιαήμερη (αδικαιολόγητη) απουσία.
Προβληματισμός γεννάται και όσον αφορά τη συμπλήρωση της ημέρας αποχώρησης του εργαζομένου στο προς υποβολή έντυπο Ε5, ορθότερο είναι να δηλώνεται η πρώτη ημέρα αδικαιολόγητης απουσίας του.
Σε περίπτωση επιστροφής του εργαζομένου στην εργασία του, είτε πριν, είτε μετά από τη σχετική όχληση του εργοδότη, ο εργαζόμενος εύλογο είναι να μην αμείβεται, ούτε και να ασφαλίζεται για τις ημέρες της αδικαιολόγητης απουσίας του. Ευκταία, βέβαια, η σχετική πρόβλεψη στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του.
Τέλος, η παραίτηση μπορεί να γίνει ρητά ή σιωπηρά και στην περίπτωση της δεν οφείλεται αποζημίωση, σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εργαζόμενος κατά την αποχώρησή του δικαιούται, εφόσον δεν έχει λάβει την ετήσια άδειά του, αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας και επιδόματος αδείας, καθώς και των πάσης οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών και επιδομάτων του.
Ηλεκτρονική αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού
Με το άρθρο 38 του Ν. 4488/2017 είχε προβλεφθεί η υποχρέωση του εργοδότη να αναγγέλλει ηλεκτρονικά την παραίτηση του εργαζόμενου στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ» το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα αποχώρησης του μισθωτού. Σημαντική διαφοροποίηση είναι η υποχρέωση του εργοδότη να λαμβάνει την υπογραφή του εργαζόμενου στο σχετικό έντυπο με τους ακόλουθους τρόπους:
α) Το έντυπο της αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού θα πρέπει υποχρεωτικά να φέρει τις υπογραφές του εργοδότη και του εργαζόμενου.
β) Σε περίπτωση άρνησης του εργαζόμενου να υπογράψει το έντυπο, θα πρέπει να κοινοποιεί στον εργαζόμενο εξώδικη δήλωση, με την οποία θα τον ενημερώνει ότι έχει χωρήσει οικειοθελής αποχώρησή του και ότι αυτή θα αναγγελθεί στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ».
Στην τελευταία περίπτωση, η εξώδικη δήλωση του εργοδότη επιδίδεται στον εργαζόμενο το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την οικειοθελή του αποχώρηση και η αναγγελία γίνεται την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης. Αν ο εργοδότης δεν τηρήσει εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής των συνοδευτικών εγγράφων, η σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι λύθηκε με άτακτη καταγγελία του εργοδότη.
Ουσιαστικά, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς προβλεπόταν ότι, η ως άνω αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου έπρεπε να συνοδεύεται υποχρεωτικά από ηλεκτρονικά σαρωμένο έντυπο υπογεγραμμένο από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο. Εναλλακτικά, από εξώδικη δήλωση του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, με την οποία τον ενημερώνει ότι έχει χωρήσει οικειοθελής αποχώρησή του και ότι αυτή θα αναγγελθεί στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ». Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εξώδικη δήλωση του εργοδότη έπρεπε να επιδοθεί στον εργαζόμενο το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την οικειοθελή του αποχώρηση. Η εν λόγω διαδικασία δημιουργούσε ερωτηματικά και δυσχέρειες ως προς την εφαρμογή της, ιδίως σε δύο περιπτώσεις σιωπηρής βούλησης του εργαζομένου για διακοπή της εργασιακής σχέσης. Συγκεκριμένα:
α) στην περίπτωση που ο εργαζόμενος αρνούνταν να υπογράψει το έντυπο της οικειοθελούς αποχώρησης (Έντυπο Ε5), καθώς και
β) στην περίπτωση που ο εργαζόμενος έπαυε να προσέρχεται στην εργασία, με αποτέλεσμα ομοίως, να μην υπογράφει το σχετικό έντυπο.
Να σημειωθεί, βέβαια, ότι, η μη προσέλευση του εργαζομένου στην εργασία έπρεπε (και πρέπει) να είναι αδικαιολόγητη. Αυτονοήτως, δικαιολογημένη αποχή του εργαζομένου από τα καθήκοντά του (λ.χ. σε περιπτώσεις άδειας, κύησης, λοχείας, στράτευσης και ασθένειας, υπό την προϋπόθεση της τήρησης των νόμιμων προϋποθέσεων) δεν είναι δυνατό να λογισθεί ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας από μέρους του εργαζομένου.
Στις προαναφερόμενες δύο περιπτώσεις η σύμπραξη δικαστικού επιμελητή ήταν απαραίτητη. Παράλληλα, όμως, ο εργοδότης όφειλε να συμπεράνει με ασφάλεια, τη σιωπηρή καταγγελία εκ μέρους του εργαζομένου. Επίσης, η επίδοση και η αναγγελία εκ μέρους του εργοδότη έπρεπε να λάβουν χώρα εντός ασφυκτικών προθεσμιών.
Την (προδήλως) προβληματική διαδικασία οικειοθελούς αποχώρησης βελτίωσε ο Ν. 5053/2023.
Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, το άρθρο 23 του Ν.5053/2023 , «Διαδικασία υποβολής στο Πληροφοριακό Σύστημα "ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ" των περιπτώσεων λύσης της σύμβασης εργασίας - Τροποποίηση άρθρου 320 Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου», αναφέρει τα ακόλουθα:
«Στο άρθρο 320 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου (Π.Δ.80/2022, ΦΕΚ Α` 222) και στο κωδικοποιηθέν άρθρο 38 του Ν. 4488/2017 (ΦΕΚ Α` 137), περί της αναγγελίας λύσης της σύμβασης εργασίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στην παρ. 1,
αα) η φράση «που προβλέπονται στην υπ` αρ. 40331/13-9-2019 (ΦΕΚ Β` 3520) υπουργική απόφαση» αντικαθίσταται από τη φράση «που προβλέπονται στην υπ` αρ. 40331/13-9-2019 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (ΦΕΚ Β` 3520)»,
αβ) επικαιροποιείται η αναφορά στο πληροφοριακό σύστημα,
αγ) προστίθενται η φράση «ή αυτοδίκαιης λύσης της δοκιμαστικής περιόδου ή συναινετικής λύσης σύμβασης εργασίας, όπως εθελουσία έξοδος,» και η φράση «ή κάθε άλλης περίπτωσης λύσης ή λήξης της σύμβασης εργασίας»,
β) αντικαθίσταται η παρ. 2,
γ) προστίθενται παρ. 3, 4 και 5 και το άρθρο 320 διαμορφώνεται ως εξής:
Άρθρο 320
Αναγγελία λύσης της σύμβασης εργασίας
1. Ο εργοδότης υποχρεούται να αναγγέλλει, με ηλεκτρονική υποβολή των σχετικών εντύπων που προβλέπονται στην υπ` αρ. 40331/13-9-2019 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (ΦΕΚ Β` 3520) στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ» (Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, κάθε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης εργαζομένου ή αυτοδίκαιης λύσης της δοκιμαστικής περιόδου ή συναινετικής λύσης της σύμβασης εργασίας, όπως εθελουσία έξοδος ή καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα αποχώρησης του εργαζομένου ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου ή κάθε άλλης περίπτωσης λύσης ή λήξης της σύμβασης εργασίας.
2. Η αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου συνοδεύεται υποχρεωτικά από ηλεκτρονικά σαρωμένο έντυπο υπογεγραμμένο ιδιοχείρως από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο ή από έγγραφο που φέρει ηλεκτρονική υπογραφή τους ή έγγραφο ψηφιακά βεβαιωμένο και από τους δύο μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr - ΕΨΠ), σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν. 4727/2020 (ΦΕΚ Α` 184), περί της έκδοσης εγγράφων μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης.
3. Η αδικαιολόγητη (αυθαίρετη) αποχή του εργαζομένου από την εργασία για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) συναπτών εργάσιμων ημερών μπορεί να θεωρηθεί ως καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του, εφόσον προηγουμένως έχει παρέλθει επιπλέον χρονικό διάστημα πέντε (5) συναπτών εργάσιμων ημερών από την υποχρεωτική όχλησή του από τον εργοδότη του, η οποία α) αναρτάται στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ και β) αποδεικνύεται με κάθε πρόσφορο γραπτό τρόπο. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης υποχρεούται, την επόμενη εργάσιμη ημέρα της λήξης του διαστήματος του πρώτου εδαφίου, να αναγγείλει την οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, χωρίς να απαιτείται η υπογραφή του εργαζομένου.
4. Αν ο εργοδότης δεν τηρήσει εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης, η σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι λύθηκε με άτακτη καταγγελία του εργοδότη.
5. Οι παρ. 2, 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση επίσχεσης εργασίας.».
Στην περίπτωση δηλαδή, που ο εργαζόμενος ασκήσει το δικαίωμά του να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής του, ωσότου ο εργοδότης εκπληρώσει υποχρέωση που τον βαρύνει (π.χ. καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών). Με βάση ρητή νομοθετική πρόβλεψη (παρ. 5 του άρθρου 320 του Π.Δ. 80/2022, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 5053/2023) οι ρυθμίσεις του νόμου (συγκεκριμένα οι παρ. 2, 3 και 4 της επίμαχης διάταξης) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση επίσχεσης εργασίας.
Προειδοποίηση μισθωτού
Η αποχώρηση του μισθωτού από την αορίστου χρόνου εργασία του χωρίς προειδοποίηση του εργοδότη είναι παράνομη και επιβάλλει στον εργαζόμενο την υποχρέωση να καταβάλλει στον εργοδότη αποζημίωση τις αποδοχές του, που δεν μπορούν να υπερβούν το ποσό που αντιστοιχεί σε αποδοχές τριών μηνών.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του N. 2112/1920, το οποίο αναφέρεται στην προειδοποίηση υπό του υπαλλήλου σε περίπτωση που καταγγέλλεται η σύμβαση εργασίας από αυτόν, αναφέρει ότι: «Υπάλληλος προτιθέμενος να λύσει την υπαλληλική σύμβαση προς εργοδότη, οφείλει ωσαύτως να καταγγείλει ταύτη προ χρόνου ίσου προς το ήμισυ του εν άρθρο 1 δια τον εργοδότη ορισμένου. Ο χρόνος όμως ούτος εν ουδεμία περιπτώσει θέλει υπερβεί τους 3 μήνας, ουδ΄ η αποζημίωσης, εν περιπτώσει παραβάσεως της υποχρεώσεως, προς καταγγελία, το αντιστοιχούν εις τρεις μήνας κατά το άρθρον 3 ποσόν» (Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας έγγραφο με αριθμ. 3720 της 24/05/2008 - Γεν. Δ/νση Εργασίας-Δ/νση Όρων Εργασίας - Τμ. Ατομικής Σύμβασης).
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την υποπαράγραφο ΙΑ.12 του άρθρου 1του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α΄222/12-11-2012), η διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 2112/1920 (ΦΕΚ Α΄ 67), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και το εδάφιο Β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α΄ 115), όπως αυτό τροποποιήθηκε από το εδάφιο β΄ της παρ. 5 του άρθρου 17 του Ν. 3899/2010 (ΦΕΚ Α΄ 212), αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Η καταγγελία σύμβασης εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, δεν δύναται να πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση του εργοδότη, και η οποία θα ισχύει από την επομένη της γνωστοποίησής της προς τον εργαζόμενο με τους εξής όρους:
α) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δώδεκα (12) «συμπληρωμένους» μήνες έως δύο (2) έτη, απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση.
β) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) έτη συμπληρωμένα έως πέντε (5) έτη, απαιτείται προειδοποίηση δύο (2) μηνών πριν την απόλυση.
γ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από πέντε (5) έτη συμπληρωμένα έως δέκα (10) έτη απαιτείται προειδοποίηση τριών (3) μηνών πριν την απόλυση.
δ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα (10) έτη συμπληρωμένα και άνω απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση.
Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο το ήμισυ της κατά το επόμενο εδάφιο του παρόντος αποζημίωσης.».
Από τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν.2112/1920 και σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 3 του ιδίου νόμου, προκύπτει ότι σε περίπτωση καταγγελίας συμβάσεως εκ μέρους του εργαζόμενου χωρίς προειδοποίηση, οφείλει στον εργοδότη ως αποζημίωση τις αποδοχές του χρόνου προειδοποιήσεως, όπου αυτές δεν μπορούν να υπερβούν το ποσό που αντιστοιχεί σε αποδοχές τριών μηνών.
Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης αυτής θα ληφθούν υπόψη οι αποδοχές του τελευταίου εργασιακού μηνός με καθεστώς πλήρους απασχόλησης (παρ. 1 του άρθρου 5 του N. 3198/1955, Α.Π. 1792/1987, Μ.Π. Βέροιας 400/1981, Α.Π. 1189/1993, 1234/1988, 998/1995,192/1969).
Σύμφωνα με το άρθρο 664 του Α.Κ.: «Ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του.».
Η άδεια, το επίδομα αδείας και τα δώρα εορτών αποτελούν μισθολογικές παροχές και επομένως δεν επιτρέπεται συμψηφισμός. Συμψηφισμός επιτρέπεται για μη μισθολογικές παροχές π.χ. προσαύξηση μη χορήγησης αδείας.
Αν ο εργαζόμενος δεν καταβάλλει την αποζημίωση, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα λυθεί η σχέση εργασίας. Η δήλωση του μισθωτού προς τον εργοδότη για λύση της εργασιακής σχέσης δεν υπόκειται σε έγγραφο τύπο και μπορεί να γίνει σιωπηρά ή προφορικά. Η αξίωση δε του εργοδότη για λήψη αποζημίωσης από τον μισθωτό, ο οποίος καταγγέλλει χωρίς προειδοποίηση την σύμβαση εργασίας, δεν υπόκειται στην εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 του Ν.3198/1955 (Α.Π. 192/1969) και μπορεί να προταθεί προς συμψηφισμό με αξίωση του μισθωτού, ακόμα και κατ΄ ένσταση (Α.Π. 1234/1988).
Με το άρθρο 64 του Ν.4808/21, από 1/1/2022 καταργείται κάθε διάκριση μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών αναφορικά με την προθεσμία προμήνυσης και την καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας. Ο Ν.2112/20 (ΦΕΚ Α΄ 67), ο Ν.3198/55 (ΦΕΚ Α΄ 98) και κάθε άλλη διάταξη, που διέπει την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας των υπαλλήλων, εφαρμόζονται και επί των εργατοτεχνιτών. Οπότε, ο νόμος επιτρέπει την προειδοποίηση και για τους εργατοτεχνίτες από 1/1/2022.
Συνέπειες της μη τήρησης των υποχρεώσεων του εργοδότη
Στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν τηρήσει, εμπρόθεσμα, τις υποχρεώσεις αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης, η σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι λύθηκε με άτακτη καταγγελία του εργοδότη (παρ. 4 του άρθρου 320 του Π.Δ.80/2022). Πρόκειται, εν προκειμένω, για τη θέσπιση τεκμηρίου (μαχητού) υπέρ του εργαζομένου.
Ο εργαζόμενος έχει τότε τρεις επιλογές:
α) Να αποδεχθεί (ρητά ή σιωπηρά) ως ορθή τη διαδικασία της παραίτησής του, οπότε και θα επέλθει λύση της εργασιακής σχέσης,
β) να αξιώσει την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, λόγω εκπρόθεσμης καταγγελίας της εργασιακής του σχέσης και
γ) να ασκήσει αγωγή για τις αξιώσεις που απορρέουν από την άκυρη απόλυση (λόγω μη τήρησης των τυπικών προϋποθέσεων της απόλυσης). Να ζητήσει, δηλαδή, μισθούς υπερημερίας και την εκ νέου απασχόλησή του στην εργασία του.
Σε καθεμιά από τις τελευταίες δύο περιπτώσεις ο εργοδότης θα έχει το βάρος να αποδείξει πως η λύση της εργασιακής σχέσης επήλθε λόγω παραίτησης και όχι λόγω απόλυσης.
Εν κατακλείδι
Η παραίτηση/οικειοθελής αποχώρηση εργαζομένου από την εργασία του είναι, πιθανότατα, ο πλέον συνήθης τρόπος διακοπής της εργασιακής σχέσης.
Το πρόσφατο νομοθέτημα απλοποίησε και κατέστησε περισσότερο ορθολογικές τις προϋφιστάμενες συναφείς ρυθμίσεις. Δεν αντιμετώπισε, όμως, προβληματικές καταστάσεις που, σε πρακτικό επίπεδο, είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν, όπως η μακρά, λ.χ., αδικαιολόγητη δεκαήμερη συνεχής απουσία του εργαζομένου από την εργασία του. Η τόσο μακρά διατήρηση μιας τέτοιας σοβαρής εκκρεμότητας σε μια σχέση εργασίας πρόδηλο είναι πως βάλλει, εν τέλει, κατά της ίδιας της επιχείρησης και της βιωσιμότητάς της. Εμμέσως πλην σαφώς, όμως, και κατά των λοιπών εργαζομένων. Μια ολιγοήμερη μόνον, αποδεικνυόμενη ως αδικαιολόγητη απουσία του εργαζομένου, θα ήταν σε κάθε περίπτωση, αρκετή για την λύση της εργασιακής σχέσης.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο του κ. Βασιλείου Παπαβασιλείου που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Οκτωβρίου 2024 του περιοδικού Epsilon7. Στο πλήρες άρθρο, μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά και στη ποινική ρήτρα στην οικειοθελή αποχώρηση.