Στην εν λόγω υπόθεση το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε σχετικά με το μαχητό τεκμήριο της κοινοποίησης των πράξεων προσδιορισμού φόρου.
Με βάση την υπ’ αριθ. ΠΟΛ 1180/27-9-2018 εγκύκλιο ορίζεται ότι: «με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.5 του Κ.Φ.Δ., εισάγεται μεν τεκμήριο νόμιμης κοινοποίησης σε περίπτωση κοινοποίησης με συστημένη επιστολή, το οποίο όμως, ως μαχητό, ανατρέπεται σε περίπτωση κατά την οποία η κοινοποίηση των πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης λαμβάνει χώρα αποδεδειγμένα, με την προσκόμιση της σχετικής βεβαίωσης παραλαβής από τα ΕΛ.ΤΑ., μετά την πάροδο του δεκαπενθημέρου του άρθρου 5 παρ.5 του Κ.Φ.Δ. Επομένως, σε αυτή την περίπτωση, δεν θίγεται το δικαίωμα του φορολογουμένου να ασκήσει εντός της νόμιμης προθεσμίας προσφυγή (ενδικοφανή ή δικαστική), η οποία αφετηριάζεται από την επομένη της κοινοποίησης και όχι από την επομένη της παρόδου του δεκαπενθημέρου του άρθρου 5 παρ.5 του Κ.Φ.Δ.».
Στο πλαίσιο αυτό, το τεκμήριο νόμιμης κοινοποιήσεως, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις αυτές του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και στην περίπτωση της αποστολής με συστημένη επιστολή είναι 15 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής, έχει μαχητό χαρακτήρα και δεν έχει, πάντως, έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία, από το συνταχθέν αποδεικτικό επιδόσεως της ταχυδρομικής υπηρεσίας, προκύπτει ότι η Πράξη της Φορολογικής Διοικήσεως επιδόθηκε στον προς ον η επίδοση σε συγκεκριμένη ημερομηνία (βλ. ΣτΕ 1115/2021) και δη μεταγενέστερη του δεκαπενθημέρου, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 5 ως χρονικό σημείο συναγωγής του τεκμηρίου.
Ομοίως, εφόσον η επίδοση αμφισβητείται από τον προς ον, ήτοι εφόσον αυτός αμφισβητεί ότι πράγματι παρέλαβε τη συστημένη επιστολή, τότε κατά την αληθή έννοια της ως άνω διατάξεως, ερμηνευόμενης υπό το φως των προαναφερθεισών συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου και της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν εφαρμόζεται το προαναφερθέν τεκμήριο, αλλά η Φορολογική Διοίκηση οφείλει, πλέον, να αποδείξει, με κάθε πρόσφορο τρόπο, την πραγματική παραλαβή της πράξεως από τον προς ον αυτή αφορά ή την πλήρη γνώση του περιεχομένου της από αυτόν (πρβλ. ΣτΕ 2592/2021). Ειδικότερα, στην προκειμένη υπόθεση είχε κριθεί από το δικάσαν Εφετείο, κρίση που επικυρώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ότι για την απόδειξη αφενός της νόμιμης επίδοσης της ατομικής ειδοποίησης με την συστημένη επιστολή των ΕΛ.ΤΑ. και αφετέρου της παραλαβής της δεν αρκεί η απλή εκτυπωμένη σελίδα της ιστοσελίδας των ΕΛ.ΤΑ. (στην οποία αναφέρεται η πορεία της αποστολής και η παράδοση της ως άνω συστημένης επιστολής), δεδομένου ότι αυτή δεν συνοδεύεται από κανένα άλλο στοιχείο (π.χ. ενυπόγραφη απόδειξη) από το οποίο να προκύπτει με ασφάλεια η πραγματική παραλαβή της συστημένης επιστολής.
Ακολουθεί το κείμενο της υπ’ αριθ. 923/2024 απόφασης ΣτΕ (Στ’ Τμ).
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2022 (….)
Για να δικάσει την από 28 Σεπτεμβρίου 2021 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου (Α.Α.Δ.Ε.), το οποίο παρέστη με την …………, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του ... του …, κατοίκου ………… ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 600/2021 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας (…)
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση, η οποία νομίμως ασκήθηκε χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 600/2021 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσιβλήτου, καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά του κεφαλαίου της 270/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου ..., με το οποίο είχε απορριφθεί ανακοπή του κατά της …/22.9.2016 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου περιουσίας του, επιβληθείσας για την ικανοποίηση χρηματικών αξιώσεων φορολογικής φύσεως, που είχαν βεβαιωθεί εις βάρος του.
2. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και ως ήδη ισχύουν, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, ήτοι τόσο του κατά την παράγραφο 4 ελάχιστου ποσού της διαφοράς, όσο και των κατά την παράγραφο 3 ισχυρισμών σχετικά με τη νομολογία. Επομένως, και επί διαφοράς με χρηματικό αντικείμενο που δεν υπολείπεται του νομίμου ορίου, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή (ολικού ή μερικού) απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναφερομένους σε καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμης για την επίλυση της διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί συγκεκριμένου κρίσιμου νομικού ζητήματος έρχονται σε αντίθεση προς τη νομολογία ενός τουλάχιστον από τα τρία ανώτατα δικαστήρια (ΣτΕ, ΑΠ, ΕλΣ) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 1501/2018, 1174/2018, 1641/2017, 394/2017, 2637/2016, 1880/2015, 113/2015,1016/2014 κ.ά).
3. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατόπιν της υπ’ αριθ. πρωτ. …/ 11.12.2014 αιτήσεως του αναιρεσιβλήτου προς τη ΔΟΥ ..., εκδόθηκε η υπ’ αριθ. .../11.12.2014 απόφαση της ίδιας ΔΟΥ, με την οποία υπήχθησαν σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 4305/2014, βεβαιωμένα σε βάρος του και ληξιπρόθεσμα χρέη του, συνολικού ποσού 44.474,45 ευρώ, αφορώντα σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, ειδική εισφορά αλληλεγγύης και έξοδα διοικητικής εκτελέσεως. Μετά την ημερομηνία υπαγωγής του αναιρεσιβλήτου στην παραπάνω ρύθμιση χρεών προέκυψαν νέες οφειλές αυτού, που βεβαιώθηκαν ταμειακά σε βάρος του με τις υπ’ αριθ. .../30.12.2014, .../31.8.2015 και .../20.10.2015 ταμειακές βεβαιώσεις. Ακολούθως και προκειμένου να μην εκπέσει ο αναιρεσίβλητος από την προαναφερόμενη ρύθμιση χρεών, εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ... η υπ’ αριθ. .../19.2.2016 ατομική ειδοποίηση καταβολής-υπερημερίας του άρθρου 47 του ν. 4174/2013, με την οποία εκαλείτο ο αναιρεσίβλητος εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της σε αυτόν, να εξοφλήσει ολοσχερώς ή να υπαγάγει σε πρόγραμμα ρύθμισης το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο των οφειλών του που προέρχεται από τις προαναφερόμενες υπ’ αριθ. .../30.12.2014, .../31.8.2015 και .../20.10.2015 ταμειακές βεβαιώσεις, συνολικού ποσού 27.957,89 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής συνολικού ποσού 1.011,65 ευρώ. Ο αναιρεσίβλητος δεν ανταποκρίθηκε στην ανωτέρω ατομική ειδοποίηση και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. .../18.4.2016 ατομική ειδοποίηση καταβολής-υπερημερίας του άρθρου 47 του ν. 4174/2013, του παραπάνω Προϊσταμένου, με την οποία εκαλείτο να καταβάλει ολοσχερώς ή να υπαγάγει σε πρόγραμμα ρύθμισης, εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης σε αυτόν, το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο των βεβαιωθέντων σε βάρος του με όλες τις προαναφερόμενες έξι (6) ταμειακές βεβαιώσεις χρεών, συνολικού ποσού 55.981,60 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής συνολικού ποσού 9.779,23 ευρώ και συνολικά το ποσό των 65.760,83 ευρώ (55.981,60 + 9.779,23 = 65.760,83). Εξάλλου, σύμφωνα με την εκτυπωμένη ηλεκτρονική σελίδα «ΤΑΧΙS» της ΔΟΥ ..., η ως άνω υπ’ αριθ. .../18.4.2016 ατομική ειδοποίηση απεστάλη στον αναιρεσίβλητο με συστημένη επιστολή των «Ελληνικών Ταχυδρομείων Α.Ε.» (ΕΛΤΑ) στις 18.4.2016 και κοινοποιήθηκε στις 3.5.2016. Περαιτέρω, σύμφωνα με την από 18.4.2016 «Κατάσταση παράδοσης ατελής ή με απόδειξη αλληλογραφίας στο γραφείο ΕΛΤΑ» της ΔΟΥ ... και τη συνημμένη «Διπλότυπη κατάσταση επαναλαμβανόμενης παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών» των ΕΛΤΑ, η ανωτέρω ατομική ειδοποίηση απεστάλη με απλή συστημένη επιστολή με κωδικό αριθμό .... Και, σύμφωνα με την εκτυπωμένη με ημερομηνία 21.11.2017 ηλεκτρονική σελίδα από την ιστοσελίδα των ΕΛΤΑ, στην οποία απεικονίζεται η πορεία αποστολής της εν λόγω συστημένης επιστολής, η επιστολή αυτή παραδόθηκε στις 16.5.2016. Ακολούθως και αφού ο αναιρεσίβλητος δεν ανταποκρίθηκε στην υπ’ αριθ. .../ 18.4.2016 ατομική ειδοποίηση καταβολής-υπερημερίας του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ..., με την υπ’ αριθ. …/22.9.2016 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως ακίνητης περιουσίας την οποία συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής της περιφέρειας του Εφετείου Ευβοίας, ..., επιβλήθηκε κατάσχεση, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του ανωτέρω Προϊσταμένου, σε ακίνητη περιουσία του αναιρεσιβλήτου, για την αναγκαστική είσπραξη οφειλών αυτού προερχόμενων, σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο στην ανωτέρω έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως από 14.9.2016 πίνακα χρεών, από τις περιλαμβανόμενες στην υπ’ αριθ. .../18.4.2016 ατομική ειδοποίηση ταμειακές βεβαιώσεις, συνολικού ποσού 64.810,93 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε κεφάλαιο συνολικού ποσού 53.502,65 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων και λοιπών εξόδων συνολικού ποσού 11.308,28 ευρώ (53.502,65 + 11.308,28 = 64.810,93). Κατά της προαναφερθείσας εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως και των υπ’ αριθ. .../23.8.2013 και .../31.8.2015 ταμειακών βεβαιώσεων του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ... ο αναιρεσίβλητος άσκησε την με ημερομηνία καταθέσεως 20.10.2016 ανακοπή. Με τον πρώτο λόγο, όπως αναπτύχθηκε με το κατατεθέν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 26.2.2018 υπόμνημα, ο αναιρεσίβλητος προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι δεν αποδεικνύεται από έγγραφα στοιχεία πως η υπ’ αριθ. .../ 18.4.2016 ατομική ειδοποίηση καταβολής-υπερημερίας του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ... του παραδόθηκε, καθώς και ότι η διάταξη του άρθρου 5 του ν. 4174/2013 περί πλασματικής επιδόσεως είναι αντισυνταγματική. Περαιτέρω, προέβαλε ότι λόγω της παραπάνω παραλείψεως και του ότι δεν έλαβε γνώση καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο περί του ληξιπροθέσμου των χρεών του και της αιτίας τους, στερήθηκε του συνταγματικού δικαιώματός του να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα πριν την επίσπευση σε βάρος του μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως, με συνέπεια η ανωτέρω έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως να είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα. Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε η ανακοπή στο σύνολό της και ειδικότερα ο προαναφερόμενος λόγος, με την αιτιολογία ότι σε κάθε περίπτωση η υπ’ αριθ. .../18.4.2016 ατομική ειδοποίηση καταβολής-υπερημερίας του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ... απεστάλη στον αναιρεσίβλητο με συστημένη επιστολή των ΕΛΤΑ και παραδόθηκε σε αυτόν στις 16.5.2016, όπως αυτό προκύπτει από την με ημερομηνία 18.4.2016 «Κατάσταση παράδοσης ατελής ή με απόδειξη αλληλογραφίας στο γραφείο ΕΛΤΑ» της ΔΟΥ ... και από την εκτυπωμένη με ημερομηνία 21.11.2017 σελίδα της ιστοσελίδας των ΕΛΤΑ, στην οποία αναφέρεται η πορεία της εν λόγω συστημένης επιστολής, χωρίς ο αναιρεσίβλητος να αμφισβητήσει συγκεκριμένα την ως άνω κοινοποίηση, όπως αυτή προκύπτει από τα παραπάνω έγγραφα. Κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, ο αναιρεσίβλητος άσκησε έφεση, με την οποία επανέλαβε τον (προβληθέντα και με την ανακοπή) λόγο περί μη εγγράφου αποδείξεως της παραδόσεως σε αυτόν της επιστολής. Το δε Δημόσιο, με το από 14.12.2020 υπόμνημά του, προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι προς απόδειξη της «τεκμαιρόμενης» νόμιμης κοινοποιήσεως, συνηγορούν α) το εκτυπωμένο φύλλο από το ΤΑXISNET όπου υπάρχει η ένδειξη ότι η ατομική ειδοποίηση κοινοποιήθηκε με συστημένη επιστολή, β) το φωτοαντίγραφο κατάστασης παράδοσης αλληλογραφίας στο Γραφείο ΕΛΤΑ της 18.4.2016 και η εκτυπωμένη σελίδα από την ιστοσελίδα των ΕΛΤΑ, τα οποία «αποτελούν δημόσια έγγραφα, τα οποία, κατ’ άρθρο 171 ΚΔΔ, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνονται σε αυτά ότι έγιναν από το δημόσιο όργανο ή ενώπιόν του και τα οποία μπορούν να αμφισβητηθούν μόνο με προσβολή τους για πλαστότητα», καθώς και ότι τα στοιχεία αυτά «με τη μέχρι σήμερα διαμορφωθείσα νομολογία αρκούν για την απόδειξη της τεκμαιρόμενης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 5 ΚΦΔ νόμιμης κοινοποίησης». Το δικάσαν διοικητικό εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη ήδη απόφαση, δέχθηκε τα εξής: “[…] η ατομική ειδοποίηση καταβολής οφειλών του άρθρου 47 του ΚΦΔ, αποσκοπεί στο να γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη το χρέος του και η αιτία του, ούτως ώστε να δυνηθεί αυτός πριν από τη λήψη σε βάρος του μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως η κατάσχεση κινητών ή ακινήτων, είτε να στραφεί με τα ένδικα μέσα που προβλέπει ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ανακοπή και αίτηση αναστολής εκτελέσεως) κατά της πράξης αυτής της ατομικής ειδοποίησης, η οποία αποτελεί τη μόνη εκτελεστή πράξη, η οποία εκδίδεται κατά το στάδιο που προηγείται της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης προκειμένου να εισπραχθεί η οφειλή κατά τις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα, είτε να προβεί εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της ατομικής ειδοποίησης σε καταβολή ή σε ρύθμιση του χρέους του. Δεδομένου τούτου και του ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η μη κοινοποίηση ή η μη νόμιμη κοινοποίηση της ατομικής ειδοπoιήσεως του άρθρου 47 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας στον οφειλέτη, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα είτε να [απολέσει] ο τελευταίος στάδιο δικονομικής προστασίας πριν από τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης σε βάρος του, είτε τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του, χωρίς προηγουμένως να του έχει δοθεί η δυνατότητα να εξοφλήσει ή να ρυθμίσει το χρέος του, οδηγεί σε ακύρωση της πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης που έπεται της ατομικής ειδοποίησης [...]. Περαιτέρω, κατά την έννοια των προαναφερόμενων δικονομικών διατάξεων του ΚΔΔ και του άρθρου 5 παρ. 2β΄ και 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ερμηνευομένων εν συνδυασμώ, υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, προκειμένου να διασφαλισθούν τα ως άνω δικαιώματα σε έννομη προστασία του φορολογουμένου, απαιτείται πραγματική και όχι πλασματική επίδοση της ατομικής ειδοποίησης σε αυτόν [...]». Με βάση δε τα ανωτέρω, εν συνεχεία, έκρινε ως εξής: “[…] α) προκειμένου να διασφαλισθεί το κατοχυρωμένο στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα του εκκαλούντος σε έννομη δικαστική προστασία και να του δοθεί η δυνατότητα να εξοφλήσει ή να ρυθμίσει το χρέος του πριν από την λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, απαιτείται πραγματική επίδοση σε αυτόν της υπ’ αριθ. .../ 18.4.2016 ατομικής ειδοποίησης καταβολής-υπερημερίας του άρθρου 47 του ν. 4174/2013 του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ... και δεν αρκεί η κατά το άρθρο 5 παρ. 5 εδ. α΄ του ν. 4174/2013 πλασματική επίδοση της σε αυτόν με συστημένη επιστολή, η οποία, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, θεωρείται ότι συντελείται νομίμως μετά την παρέλευση δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα της αποστολής της συστημένης επιστολής και β) ότι στην προκειμένη περίπτωση, για την απόδειξη αφενός της νόμιμης επίδοσης της ανωτέρω ατομικής ειδοποίησης, με την με κωδικό αριθμό ... συστημένη επιστολή των ΕΛΤΑ, στον εκκαλούντα και αφετέρου της παραλαβής της από αυτόν στις 16.5.2016, δεν αρκεί η απλή εκτυπωμένη σελίδα με ημερομηνία 21.11.2017 της ιστοσελίδας των ΕΛΤΑ (στην οποία αναφέρεται η πορεία της αποστολής και η παράδοση της ως άνω συστημένης επιστολής), δεδομένου ότι αυτή δεν συνοδεύεται από κανένα άλλο στοιχείο (π.χ. ενυπόγραφη απόδειξη) από το οποίο να προκύπτει με ασφάλεια η πραγματική παραλαβή της συστημένης επιστολής από τον εκκαλούντα, κρίνει ότι η ανωτέρω ατομική ειδοποίηση δεν επιδόθηκε νόμιμα στον εκκαλούντα και για το λόγο αυτό η υπ’ αριθ. …/22.9.2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ευβοίας, ..., η οποία εκδόθηκε για την αναγκαστική είσπραξη των αναφερομένων στην παραπάνω ατομική ειδοποίηση οφειλών του εκκαλούντος, είναι μη νόμιμη [...]».
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, κατατεθείσα (εμπροθέσμως) στις 28.9.2021, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των προμνημονευθεισών (σκέψη 2) διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το δε ποσό της διαφοράς υπερβαίνει, κατά τα προεκτεθέντα, το κατά τις διατάξεις αυτές ελάχιστο όριο των 40.000 ευρώ για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. Με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως το Δημόσιο προβάλλει ότι από τη συνδυαστική ερμηνεία αφενός μεν των διατάξεων του ν. 4174/2013, αφετέρου δε του Χάρτη Υποχρεώσεων προς τους Καταναλωτές (Χ.Υ.Κ.) των ΕΛΤΑ, αλλά και του άρθρου 2 περ. Α.10 του ν. 4053/2012 προκύπτει ότι για τη νόμιμη κοινοποίηση της συστημένης επιστολής και την ενεργοποίηση του σχετικού τεκμηρίου, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 5 του ΚΦΔ, δεν απαιτείται η προσκόμιση από τη φορολογική αρχή σχετικής ενυπόγραφης αποδείξεως παραλαβής προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αυτό, αλλά τα έγγραφα των ΕΛΤΑ και οι σχετικές εγγραφές στο πρωτόκολλο της ΔΟΥ, ως δημόσια έγγραφα, παρέχουν πλήρη απόδειξη, αντίθετη δε ερμηνευτική εκδοχή θα προσέκρουε στη βούληση του νομοθέτη να αντιμετωπίσει τους εκ δόλου αρνούμενους να παραλάβουν φορολογουμένους· το προαναφερθέν δε τεκμήριο είναι μαχητό και, ως εκ τούτου, συνταγματικώς ανεκτό και συμβατό με τις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., δυνάμενο να ανατραπεί, με επίρριψη, όμως, του σχετικού βάρους αποδείξεως στον φορολογούμενο, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει είτε ότι λόγοι ανωτέρας βίας εμπόδισαν την παραλαβή της επιστολής είτε ότι δεν έλαβε χώρα η αποστολή της επιστολής εκ μέρους των οργάνων των ΕΛΤΑ, το δε δικάσαν διοικητικό εφετείο, δεχθέν τα αντίθετα έσφαλε. Για το παραδεκτό του λόγου αυτού, στο πλαίσιο του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το αναιρεσείον προβάλλει, με το εισαγωγικό δικόγραφο, τον ισχυρισμό ότι επί του κρισίμου για την επίλυση της κρινομένης υποθέσεως νομικού ζητήματος, ήτοι για το αν η απόδειξη της παραδόσεως της συστημένης επιστολής προϋποθέτει την πραγματική παραλαβή αυτής από τον παραλήπτη, δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 2, είναι βάσιμος -και ο λόγος αναιρέσεως από της απόψεως αυτής παραδεκτός- δεδομένου ότι κατά τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως δεν υπήρχε νομολογία επιλύουσα το εν λόγω, κρίσιμο για τη διαφορά, νομικό ζήτημα. Κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι η κρινόμενη αίτηση ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά του.
5. Επειδή, ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας [ν. 4174/2013 (Α΄ 170)] ορίζει στο άρθρο 5 [όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 8 του άρθρου 39 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287)], το οποίο φέρει τον τίτλο «Κοινοποίηση πράξεων”: «1. Η κοινοποίηση πράξεων που εκδίδει, σύμφωνα με τον Κώδικα, η Φορολογική Διοίκηση προς φορολογούμενο ή άλλο πρόσωπο, γίνεται εγγράφως ή ηλεκτρονικώς. 2. Εάν η πράξη αφορά φυσικό πρόσωπο, η κοινοποίηση συντελείται εφόσον: α) κοινοποιηθεί ηλεκτρονικά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 3979/2011 ή στο λογαριασμό του εν λόγω προσώπου ή του νομίμου αντιπροσώπου του ή του φορολογικού εκπροσώπου του στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, την οποία ακολουθεί ηλεκτρονική ειδοποίηση στη δηλωθείσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του, β) αποσταλεί με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα ταχυδρομική διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου, ή γ) επιδοθεί στο εν λόγω πρόσωπο, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μόνο εφόσον δεν είναι δυνατή η επίδοση με άλλον τρόπο. Η κοινοποίηση σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατά το προηγούμενο εδάφιο, θεωρείται νόμιμη, εφόσον γίνει στην τελευταία δηλωθείσα στη Φορολογική Διοίκηση διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου. 3. Εάν η πράξη αφορά νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, η κοινοποίηση συντελείται εφόσον: α) κοινοποιηθεί ηλεκτρονικά σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 3979/2011 ή στο λογαριασμό του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας ή του νομίμου εκπροσώπου ή του φορολογικού εκπροσώπου τους στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, την οποία ακολουθεί ηλεκτρονική ειδοποίηση στη δηλωθείσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του, ή β) παραδοθεί στην έδρα ή εγκατάσταση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας στην Ελλάδα, με υπογεγραμμένη απόδειξη παραλαβής από υπάλληλο ή νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, ή γ) αποσταλεί με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα ταχυδρομική διεύθυνση της έδρας ή της εγκατάστασης του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, ή δ) επιδοθεί κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μόνο εφόσον δεν είναι δυνατή η επίδοση με άλλον τρόπο. Η κοινοποίηση σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας κατά το προηγούμενο εδάφιο θεωρείται νόμιμη, εφόσον γίνει στην τελευταία δηλωθείσα στη Φορολογική Διοίκηση διεύθυνση της έδρας ή της εγκατάστασης του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας ή της κατοικίας του τελευταίου δηλωθέντα στη Φορολογική Διοίκηση νόμιμου ή φορολογικού εκπροσώπου. Η νομιμότητα της κοινοποίησης δεν θίγεται στην περίπτωση παραίτησης των προσώπων του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον κατά το χρόνο της κοινοποίησης, δεν είχε γνωστοποιηθεί στη φορολογική διοίκηση ο διορισμός νέου νομίμου ή φορολογικού εκπροσώπου. 4. [...]. 5. Πράξη που αποστέλλεται με συστημένη επιστολή θεωρείται ότι έχει νομίμως κοινοποιηθεί μετά την παρέλευση δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα αποστολής, εάν η ταχυδρομική διεύθυνση του παραλήπτη κατά τα ανωτέρω βρίσκεται στην Ελλάδα. Σε περίπτωση που η ταχυδρομική διεύθυνση είναι εκτός Ελλάδας, η πράξη θεωρείται ότι έχει κοινοποιηθεί νομίμως μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την ημέρα αποστολής της συστημένης επιστολής. Σε περίπτωση που η επιστολή δεν παραδοθεί και δεν κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο ή στον εκπρόσωπό του για οποιονδήποτε λόγο, η Φορολογική Διοίκηση ζητά από την ταχυδρομική υπηρεσία την επιστροφή αυτής με συνοδευτικό κείμενο, στο οποίο περιλαμβάνονται οι ακόλουθες πληροφορίες: α) η ημερομηνία, κατά την οποία η συστημένη επιστολή προσκομίσθηκε και παρουσιάστηκε στην ως άνω διεύθυνση και β) ο λόγος για τη μη κοινοποίηση ή τη μη βεβαίωση της κοινοποίησης. Η Φορολογική Διοίκηση μεριμνά, προκειμένου αντίγραφο της συστημένης επιστολής να βρίσκεται στη διάθεση της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης και να μπορεί αυτή να παραδοθεί στον φορολογούμενο ή εκπρόσωπό του οποιαδήποτε στιγμή και αδαπάνως. 6. [...]. 7. [...]». Κατά τα διαλαμβανόμενα δε στην αιτιολογική έκθεση του νόμου «με το άρθρο 5 σκοπείται κατ’ αρχήν η εξοικονόμηση ανθρώπινων και οικονομικών πόρων, δοθέντος μάλιστα, ότι παρά την συγχώνευση πολλών Δ.Ο.Υ παρατηρείται έλλειψη προσωπικού, εξαιτίας ίσως των πολυάριθμων συνταξιοδοτήσεων σε συνδυασμό με τις μετατάξεις και τα αντικίνητρα που θεσπίστηκαν με τις διατάξεις του ν. 4024/2011 “Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015”. Αυξήθηκε συνεπώς δυσανάλογα ο αριθμός των προς επίδοση πράξεων επιβολής φόρου, δασμού, τέλους, εισφοράς ή προστίμου και αντίστροφα μειώθηκε ο ρυθμός επιδόσεων πράξεων των Φορολογικών και Τελωνειακών Αρχών που πρέπει να επιδίδονται με υπαλλήλους της υπηρεσίας, αφού εξάλλου, με τροποποίηση της σχετικής Α.Υ.Ο ΠΟΛ 1188/2011 με την ΔΕΛ Α1139948 ΕΞ 2012 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 2756/11.10.2012), ορίστηκε υποχρεωτική επίδοση με δικαστικούς επιμελητές μόνο όταν το ανά πράξη καταλογισθέν ποσό υπερβαίνει τις 300.000 ευρώ. Επιχειρείται επίσης ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας των υπηρεσιών και η προσαρμογή τους στα τρέχοντα δεδομένα, τη στιγμή που ήδη έχει θεσπιστεί η ηλεκτρονική επίδοση εγγράφων και η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων (άρθ. 49 ν. 4055/2012 σε συνέχεια και των ήδη ισχυουσών διατάξεων του άρθ. 22 του ν. 3979/2011 για την νόμιμη κοινοποίηση εγγράφων ηλεκτρονικά, με χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών), προς την κατεύθυνση της επίσπευσης των σχετικών διαδικασιών, δεδομένου ότι, εξαιτίας των καθυστερήσεων και των σφαλμάτων στις επιδόσεις, υπάρχει αντίκτυπος σε λιμνάζοντα έσοδα που δεν μπορούν να εισπραχθούν, αν δεν βεβαιωθούν ταμειακώς οι σχετικές πράξεις». Εξάλλου, η ΠΟΛ 1180/27.9.2018 του Διοικητή της ΑΑΔΕ [εκδοθείσα, όπως αναγράφεται στο προοίμιό της, με αφορμή ερωτήματα που υπεβλήθησαν ενώπιόν της «προκειμένου να κριθεί το κρίσιμο ζήτημα της εμπρόθεσμης άσκησης προσφυγής (ενδικοφανούς ή δικαστικής, κατά περίπτωση), σε υποθέσεις, για τον χειρισμό των οποίων είχαν δοθεί οδηγίες με την προγενέστερη ΠΟΛ 1207/2017 εγκύκλιο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 του ν. 4174/2013”, και αναρτηθείσα στην ιστοσελίδα της ΑΑΔΕ], ορίζει στην παράγραφο 5 αυτής: “[…] με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5 του Κ.Φ.Δ., εισάγεται μεν τεκμήριο νόμιμης κοινοποίησης σε περίπτωση κοινοποίησης με συστημένη επιστολή, το οποίο όμως, ως μαχητό, ανατρέπεται σε περίπτωση κατά την οποία η κοινοποίηση των πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης λαμβάνει χώρα αποδεδειγμένα, με την προσκόμιση της σχετικής βεβαίωσης παραλαβής από τα ΕΛ.ΤΑ., μετά την πάροδο του δεκαπενθημέρου του άρθρου 5 παρ. 5 του Κ.Φ.Δ. Επομένως, σε αυτή την περίπτωση, δεν θίγεται το δικαίωμα του φορολογουμένου να ασκήσει εντός της νόμιμης προθεσμίας προσφυγή (ενδικοφανή ή δικαστική), η οποία αφετηριάζεται από την επομένη της κοινοποίησης και όχι από την επομένη της παρόδου του δεκαπενθημέρου του άρθρου 5 παρ. 5 του Κ.Φ.Δ.».
6. Επειδή, από τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, την ειδικότερη αρχή της φανερής δράσεως της Διοίκησης, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 3, 66 παρ. 1, 93 παρ. 2 του Συντάγματος (ΣτΕ Ολομ. 3319/2010, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2386/1970, 2638/1973, ΣτΕ 7μ. 1361/2013, 2310/2014, ΣτΕ 1940/1983, 159, 1732/2017 κ.ά.), καθώς και το δικαίωμα για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α.), απορρέει ο κανόνας ότι δυσμενής ατομική διοικητική πράξη μη δημοσιευτέα κατά νόμο, επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι εκείνου στον οποίο αφορά, μόνον από την κοινοποίησή της σε αυτόν ή τουλάχιστον από το χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτός έλαβε γνώση, δίχως, πάντως, η κοινοποίηση να καθίσταται συστατικό στοιχείο της πράξεως (ΣτΕ 616-618/2021, 602/2003 Ολομ., 157/2023 7μ.). Περαιτέρω, διατάξεις από την εφαρμογή των οποίων (δια της εκδόσεως των σχετικών διοικητικών πράξεων), δύνανται να επέλθουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στα πρόσωπα στα οποία αυτές αφορούν, όπως είναι οι προβλέπουσες την επιβολή επιβαρύνσεων υπό τη μορφή φόρων, τελών, εισφορών και οποιασδήποτε φύσεως κυρώσεις καθώς και διατάξεις από την εφαρμογή και τήρηση των οποίων εξαρτάται η έναρξη των διαδικασιών της αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη των ως άνω φόρων, τελών κ.λπ., πρέπει να τελούν σε συμφωνία με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 157/2023) και να ερμηνεύονται υπό το φως των συνταγματικών αυτών αρχών. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω (σκέψη 5), η κοινοποίηση των πράξεων της Φορολογικής Διοικήσεως ρυθμίζεται, ήδη, από πλέγμα διατάξεων του ΚΦΔ, και, εφόσον γίνει νόμιμα, συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την έναρξη προθεσμιών για την άσκηση διοικητικών προσφυγών και ενδίκων βοηθημάτων καθώς και την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος των οφειλετών του Δημοσίου. Ειδικότερα, από τη συστηματική ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΦΔ, ενόψει και των διαληφθέντων στην οικεία αιτιολογική έκθεση, συνάγεται ότι στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού των σχέσεων κράτους πολιτών, εκσυγχρονισµού της λειτουργίας των υπηρεσιών του και προσαρμογής τους στη ραγδαία ταχύτητα των τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά και ενόψει, μεταξύ άλλων, της δυσανάλογης αυξήσεως του αριθμού πράξεων της φορολογικής αρχής, οι οποίες χρήζουν κοινοποιήσεως, καθώς και στο πλαίσιο εξοικονομήσεως ανθρωπίνων και οικονομικών πόρων, ο νομοθέτης θέλησε, από τούδε και στο εξής οι κοινοποιήσεις των πράξεων της Φορολογικής Διοικήσεως να γίνονται πρωτίστως ηλεκτρονικώς [την κατά κανόνα ψηφιακή κοινοποίηση υιοθετεί, πλέον, άλλωστε και ο -μη ισχύων εν προκειμένω- νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (άρθρο 5 παρ. 1 ν. 5104/2024 Α΄ 58)] (πρβλ. ΣτΕ 615/2024 7μ.), ούτως ώστε η Φορολογική Διοίκηση να διευκολυνθεί και να εξυπηρετηθεί ο δημοσίου συμφέροντος σκοπός της επισπεύσεως των διαδικασιών βεβαιώσεως και εισπράξεως των φορολογικών και λοιπών εσόδων (πρβλ. ΣτΕ 157/2023 7μ.). Η ως άνω δε προβλεφθείσα διαδικασία ηλεκτρονικής κοινοποιήσεως, όπως αυτή έχει εξειδικευτεί με σειρά άλλων συναφών διατάξεων, κρίθηκε, ήδη, ως διασφαλίζουσα, κατ’ αρχήν, την ταυτοποίηση και επιβεβαίωση της ταυτότητας του φορολογουμένου, τελούσα, ως εκ τούτου, σε συμφωνία με τη συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου, αλλά και του κατοχυρωμένου στο άρθρο 5Α του Συντάγματος γενικού δικαιώματος πληροφορήσεως του πολίτη αναφορικά με υπάρχουσες υποχρεώσεις του, δυνάμενες να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στην περιουσία του (βλ. ΣτΕ 157/2023 7μ.). Εξάλλου, και η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις δυνατότητα κοινοποιήσεως των πράξεων της Φορολογικής Διοικήσεως στους φορολογουμένους με συστημένη επιστολή, εντασσόμενη στο ως άνω σύστημα διατάξεων (προβλεπόμενη, άλλωστε, και στο -ταυτοσήμου διατυπώσεως- άρθρο 5 του νέου ΚΦΔ και επιτρεπόμενη, κατ’ εξαίρεσιν στις, κατά το άρθρο 83 αυτού ορισθησόμενες περιπτώσεις), εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, ήτοι τον σκοπό της επισπεύσεως των διαδικασιών βεβαιώσεως και εισπράξεως των φορολογικών και λοιπών εσόδων. Κατά τα ήδη δε κριθέντα, αλλά και γενόμενα δεκτά από την ίδια τη Φορολογική Αρχή, με την ανωτέρω εκτεθείσα (σκέψη 5) ΠΟΛ 1180/27.9.2018 του Διοικητού της ΑΑΔΕ, με την οποία, κατά τούτο, αποδίδεται ορθώς το νόημα του νόμου, το τεκμήριο νόμιμης κοινοποιήσεως, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις αυτές και το οποίο έχει μαχητό χαρακτήρα δεν έχει, πάντως, έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία, από το συνταχθέν αποδεικτικό επιδόσεως της ταχυδρομικής υπηρεσίας, προκύπτει ότι η Πράξη της Φορολογικής Διοικήσεως επιδόθηκε στον προς ον η επίδοση σε συγκεκριμένη ημερομηνία (βλ. ΣτΕ 1115/2021) και δη μεταγενέστερη του δεκαπενθημέρου, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 5 ως χρονικό σημείο συναγωγής του τεκμηρίου. Ομοίως, εφόσον η επίδοση αμφισβητείται από τον προς ον, ήτοι εφόσον αυτός αμφισβητεί ότι πράγματι παρέλαβε τη συστημένη επιστολή, τότε κατά την αληθή έννοια της ως άνω διατάξεως, ερμηνευόμενης υπό το φως των προαναφερθεισών συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου και της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν εφαρμόζεται το προαναφερθέν τεκμήριο, αλλά η Φορολογική Διοίκηση οφείλει, πλέον, να αποδείξει, με κάθε πρόσφορο τρόπο, την πραγματική παραλαβή της πράξεως από τον προς ον αυτή αφορά ή την πλήρη γνώση του περιεχομένου της από αυτόν (πρβλ. ΣτΕ 2592/2021). Συνεπώς, εφόσον, εν προκειμένω, ο αναιρεσίβλητος αμφισβήτησε την παραλαβή της επιστολής, η κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου είναι νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το αναιρεσείον πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Εξάλλου, καθ’ ο μέρος ο λόγος αναιρέσεως αναφέρεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του Χ.Υ.Κ. των ΕΛΤΑ και του άρθρου 2 περ. Α.10 του ν. 4053/2012, ανεξαρτήτως του αν παραδεκτώς προβάλλεται, δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ουδόλως παρέθεσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις, πάντως, είναι απορριπτέος προεχόντως διότι τόσο οι διατάξεις του ν. 4053/2012, αφορώσες στην οργάνωση της ταχυδρομικής αγοράς, σύμφωνα με την Οδηγία 96/67/ΕΚ όσο και οι διατάξεις του Χ.Υ.Κ., διέπουσες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών ήτοι των ΕΛΤΑ και των αποδεκτών των παρεχομένων από αυτά (τα ΕΛΤΑ) ταχυδρομικών υπηρεσιών, δεν εντάσσονται στη νομοθεσία που διέπει τη φορολογική διαδικασία, η οποία και μόνον είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω.
7. Επειδή, μετά την απόρριψη του ως άνω μοναδικού λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
(…)
Το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στην ARTION Α.Ε. (Πουρνάρα 9 Μαρούσι|+30 210 6009062| www.artion.gr).