O τρόπος με τον οποίον τοποθετεί τις αποταμιεύσεις του κάθε λαός διαφέρει ανάλογα με την κουλτούρα που έχει δημιουργήσει και κυρίως ανάλογα με τις εμπειρίες που έχει αποκομίσει από το στενό και ευρύτερο περιβάλλον του.
Για παράδειγμα, ακόμη και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπήρχαν πολλοί Έλληνες που έκρυβαν τα χρήματά τους σε κάποια «γωνιά» του σπιτιού τους, έχοντας βιώσει την πτώχευση αρκετών τραπεζών κατά τα προηγούμενα χρόνια. Ένα παρόμοιο γεγονός το είδαμε να επαναλαμβάνεται την περίοδο 2014-2018, όταν προέκυψε ο κίνδυνος αποχώρησης της χώρας από τη ζώνη του ευρώ (GREXIT). Σήμερα, πάντως, η αξιοπιστία των εγχώριων τραπεζών έχει αποκατασταθεί πλήρως, με αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των αποταμιεύσεων να είναι τοποθετημένο στις τράπεζες.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1990 πολλά νοικοκυριά διατηρούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς σε συνάλλαγμα (είτε εντός Ελλάδας, είτε εκτός αυτής) και κάποια άλλα επένδυαν σε έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου με ρήτρα ξένου νομίσματος, επειδή φοβόταν το ενδεχόμενο της υποτίμησης της δραχμής. Σήμερα, οι υπάρχοντες λογαριασμοί συναλλάγματος είναι πολύ λιγότεροι και αποσκοπούν είτε στη διευκόλυνση των καταθετών που συναλλάσσονται στο συγκεκριμένο νόμισμα, είτε στην επίτευξη κερδών, επειδή πιστεύουν πως το αμερικανικό νόμισμα θα κερδίσει κάποιους πόντους σε βάρος του ευρώ.
Ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ελληνικών αποταμιεύσεων έχει επενδυθεί στα ακίνητα, με τους Έλληνες να βρίσκονται πολύ ψηλά στο λίστα του δείκτη «τετραγωνικά ιδιοκτησίας ανά κάτοικο». Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στο ότι η αγορά ακινήτων -για μια σειρά από λόγους- έχει αποφέρει πολύ σημαντικές αποδόσεις στους κατόχους τους από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα, με ένα διάλλειμα κατά την περίοδο 2009-2017. Θα πρέπει να τονιστεί ότι, στις επενδύσεις οι αποδόσεις του παρελθόντος δεν εγγυώνται τις μελλοντικές.
Τέλος, η πολύ μικρή συμμετοχή των μετοχών στα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων οφείλεται σε μια σειρά από ιστορικούς λόγους, όπως για παράδειγμα στην απουσία πολλών και ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων στη χώρα, στην έλλειψη επαρκούς θεσμικού πλαισίου έως και τη δεκαετία του 1990, στη «φούσκα» της διετίας 1999-2000, στην οικονομική κρίση της δεκαετίας που μας πέρασε, κ.λπ.. Προφανώς, τα πράγματα σχετικά με τις χρηματιστηριακές επενδύσεις είναι σήμερα πολύ πιο βελτιωμένα σε σχέση με το παρελθόν.
Έμμεσες επιδράσεις
Κατά πόσο, όμως, επιδρούν οι αποταμιευτικές μας επιλογές στην πορεία της οικονομίας και έμμεσα στη ζωή τη δική μας και των απογόνων μας;
Για παράδειγμα, πολλά έχουν λεχθεί και γραφεί για τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων που επικρατούν εδώ και χρόνια στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Αρκετοί υποστηρίζουν πως αυτό είναι αποτέλεσμα του τραπεζικού ολιγοπωλίου, δηλαδή του περιορισμένου ανταγωνισμού που επικρατεί στην κλάδο, με την αγορά να ελέγχεται κατά κύριο λόγο από τα τέσσερα συστημικά ιδρύματα. Αν και το επιχείρημα αυτό δεν στερείται λογικής (ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος έχει αναφερθεί πολλές φορές στην ανάγκη τόνωσης του ανταγωνισμού στον κλάδο), μεγαλύτερος ίσως να είναι ο επηρεασμός από μια άλλη αιτία: Από την έντονη προτίμηση των ελληνικών νοικοκυριών σε αποταμιεύσεις πολύ χαμηλού ρίσκου (και κυρίως σε τραπεζικές καταθέσεις), με παράλληλη αποφυγή τοποθετήσεων σε επιλογές που συνεπάγονται κίνδυνο (όπως για παράδειγμα μετοχές), αλλά και στο κομμάτι της ασφάλισης (π.χ. συνταξιοδοτικά συμβόλαια). Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει υπερεπάρκεια ρευστότητας στις τράπεζες (δείκτης χορηγήσεων προς καταθέσεις μεταξύ του 60% και του 70%), με αποτέλεσμα τα πολύ χαμηλά επιτόκια καταθέσεων.
Τί λένε, λοιπόν, τα στοιχεία; Ότι κατά μέσο όρο τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά έχουν τοποθετημένο σε καταθέσεις το 35% των χρηματοοικονομικών τους περιουσιακών τους στοιχείων και τα ελληνικά το 55%. Αντίθετα, οι Έλληνες επιλέγουν σε πολύ μικρό βαθμό τις μετοχές σε σχέση με τους Ευρωπαίους και ακόμη λιγότερο σε σχέση με τους Αμερικανούς. Για παράδειγμα, ενώ τα αμερικανικά νοικοκυριά έχουν τοποθετήσει το 60% των χρηματοοικονομικών τους αποταμιεύσεων σε μετοχές, το ποσοστό αυτό σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ελλάδα είναι το μισό ή και χαμηλότερο.
Προβληματισμός
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον πολλοί Κοινοτικοί αξιωματούχοι θεωρούν πως η τάση των Ευρωπαίων για αποταμιεύσεις χαμηλού ρίσκου κρατάει πίσω την οικονομική ανάπτυξη της Γηραιάς Ηπείρου έναντι των Η.Π.Α., γιατί απλά με τον τρόπο αυτό δεν υπάρχουν τα απαιτούμενα χρήματα για τη χρηματοδότηση μεγάλων επενδύσεων. Αυτή την περίοδο, μάλιστα, εκφράζονται σκέψεις για το πώς θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τις μεγάλες επενδυτικές της ανάγκες (π.χ. πράσινη-ενεργειακή μετάβαση, νέοι τεχνολογικοί τομείς, ενεργειακή απεξάρτηση από το φυσικό αέριο της Ρωσίας και αυξημένες αμυντικές δαπάνες) μέσα από τα περίπου δέκα τρισεκατομμύρια ευρώ που διαθέτουν τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά σε καταθέσεις και μετρητά.
Το θέμα, βέβαια, δεν είναι καινούριο, ούτε τίθεται για πρώτη φορά. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδίδονται κατά καιρούς Οδηγίες που ως στόχο έχουν να αναπτύξουν τις υποδομές και τον ανταγωνισμό μεταξύ των κεφαλαιαγορών των χωρών, ενώ υπάρχουν και κάποιες ασκήσεις επί χάρτου συγκεκριμένων αξιωματούχων για τη μελλοντική δημιουργία μιας ενιαίας κεφαλαιαγοράς. Κανείς, ωστόσο, δεν περιμένει σημαντικές εξελίξεις στο ορατό μέλλον.