Ένας από τους βασικότερους δείκτες αποδοτικότητας μιας εταιρείας είναι η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων της (ROE, Return On Equity), ο οποίος προκύπτει από τον παρακάτω τύπο:

Αν πχ μια εταιρεία σημειώσει ετήσια κέρδη 2 εκατ. ευρώ και διαθέτει ίδια κεφάλαια 30 εκατ. ευρώ, τότε ο δείκτης ROE διαμορφώνεται στο 6,67%, που σημαίνει ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση αποδίδει καθαρά κέρδη 6,67 ευρώ στους μετόχους της για κάθε εκατό ευρώ που αυτοί έχουν επενδύσει στην εταιρεία (εφ’ όσον έχουν αγοράσει τις μετοχές στη λογιστική αξία). Είναι προφανές ότι όταν όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, όσο υψηλότερη είναι η τιμή του δείκτη ROE, τόσο προτιμότερη είναι για κάποιον επενδυτή, η τοποθέτησή του στη συγκεκριμένη εταιρεία.
Από ποιο όμως ύψος αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων και πάνω μπορεί να είναι ικανοποιημένος κάποιος επενδυτής; Επειδή δεν υπάρχει μια μονοσήμαντη απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, συχνά η θεωρεία προσπαθεί να ορίσει την ελάχιστα αποδεκτή αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων, ως το άθροισμα των τριών παρακάτω συντελεστών:
· Της απόδοσης σε τοποθετήσεις μηδενικού ρίσκου (Risk Free Rate), όπως πχ τα επιτόκια των τραπεζών, ή τα yields των χρεογράφων που εκδίδει ένα αξιόχρεο κράτος.
· Του κινδύνου της ρευστότητας (Liquidity Risk) που αντιμετωπίζει κάποιος επενδυτής εγκλωβιζόμενος σε μια μακροπρόθεσμης διάρκειας τοποθέτηση, όπως είναι οι μετοχές μιας εταιρείας, ιδίως όταν αυτές δεν διαπραγματεύονται σε κάποια οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά.
· Του ρίσκου της ίδιας της επιχείρησης (Risk Premium), ανάλογα με το αντικείμενο δραστηριότητας της εταιρείας, τη χώρα δραστηριοποίησης, τις επερχόμενες τεχνολογικές αλλαγές, κ.λπ.
Ελάχιστα αποδεκτό ROE = Απόδοση μηδενικού ρίσκου + Κίνδυνος ρευστότητας + Ρίσκο επένδυσης
Είναι προφανές, ότι το ρίσκο της επένδυσης επηρεάζεται κάθε φορά από τον κλάδο και τη χώρα δραστηριοποίησης, καθώς και από έκτακτες συνθήκες που ενδεχομένως να επικρατούν. Έτσι, αν σήμερα το Risk Free Rate είναι 1,5% (απόδοση δεκαετούς κρατικού ομολόγου), και εμείς εκτιμούμε τον κίνδυνο της δικής μας ρευστότητας στο 1% και τον κίνδυνο της επένδυσης στο 4%, τότε είναι βέβαιο ότι θα επιδιώξουμε ROE για τη συγκεκριμένη επένδυση τουλάχιστον 6,5% (1,5%+1%+4%).
Ειδικότερα στις μέρες μας, ο δείκτης αυτός δείχνει το πώς επηρεάζει η πολιτική των πολύ χαμηλών ή και αρνητικών βασικών επιτοκίων που ακολουθούν οι μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες ανά τον κόσμο στην προσέλκυση επενδύσεων, στην αύξηση του ΑΕΠ και στις τιμές των μετοχών. Αν για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ορίζει σε αρνητικό επίπεδο το βασικό της επιτόκιο, αυτό συμβάλλει στο να διατηρείται η απόδοση των δεκαετούς διάρκειας κρατικών ομολόγων σε αρνητικό επίπεδο και των αντίστοιχων ελληνικών τίτλων γύρω στο 1,5% (το υψηλότερο της Ευρωζώνης). Αυτό σημαίνει ότι το Risk Free Rate κυμαίνεται στη Γηραιά Ήπειρο σε πολύ χαμηλά επίπεδα, άρα οι επενδυτές (με βάση τον προαναφερόμενο τύπο) επιλέγουν να τοποθετηθούν και σε επενδύσεις με μικρότερο δείκτη Αποδοτικότητας Ιδίων Κεφαλαίων (ROE) σε σχέση με το παρελθόν όπου τα επιτόκια των κρατικών τίτλων ξεκινούσαν από το 2% ή και το 3% στην Ευρωζώνη. Με τον ίδιο τρόπο, πέρα από τις μετοχές, επηρεάζεται και η αγορά των ακινήτων.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν ορισμένα ακόμη σημεία στα οποία οι υποψήφιοι επενδυτές θα πρέπει να δώσουν τη δέουσα σημασία, όπως τα παρακάτω:
Πρώτον, ο δείκτης της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων έχει στατικό χαρακτήρα, καθώς αναφέρεται στα κέρδη του «σήμερα» και του «χθες», αλλά όχι στις επιδόσεις του «αύριο», οι οποίες είναι κυρίως αυτές που μας ενδιαφέρουν. Για παράδειγμα, η εταιρεία Α’ μπορεί να έχει χαμηλότερο ROE από την Β’ επειδή η πρώτη προχώρησε σε σημαντικές επενδύσεις ενώ η δεύτερη όχι. Αυτό ωστόσο θα επηρεάσει τις μελλοντικές αποδοτικότητες των εταιρειών αυτών, πράγμα που πρέπει να συνεκτιμήσουμε.
Δεύτερον, υπάρχουν κλάδοι που εμφανίζουν -σωστά ή εσφαλμένα- καλύτερες προοπτικές από τους υπόλοιπους, οπότε ο δείκτης ROE δεν θα πρέπει να αποτελεί το μοναδικό κριτήριο επιλογής ή απόρριψης μιας επένδυσης.
Αποδοτικότητα συνολικών κεφαλαίων: Αρκετά συνηθισμένος είναι και ο δείκτης αποδοτικότητας συνολικών κεφαλαίων (ROA, Return On Assets) όπου μετριέται η αποδοτικότητα όχι επί των ιδίων, αλλά επί των συνολικών κεφαλαίων (ιδίων και ξένων, ή πράγμα το ίδιο επί του συνόλου του ενεργητικού). Αν στο προαναφερόμενο παράδειγμα (καθαρά κέρδη 2 εκατ. ευρώ, ίδια κεφάλαια 30 εκατ.), τα ξένα κεφάλαια της εταιρείας είναι 20 εκατ. ευρώ (άρα τα συνολικά κεφάλαια ή το συνολικό ενεργητικό είναι 50 εκατ. ευρώ), τότε:

Αποδοτικότητα επί επενδεδυμένων κεφαλαίων: Ένας επιπλέον δείκτης που χρησιμοποιείται συχνά είναι ο δείκτης αποδοτικότητας επί των επενδεδυμένων κεφαλαίων της εταιρείας (ROIC, Return On Invested Capital). Στόχος αυτού του δείκτη δεν είναι να εξετάσει την αποδοτικότητα από την πλευρά των μετόχων (όπως επιχειρεί να πράξει ο ROE), αλλά από την πλευρά του τρόπου λειτουργίας της ίδιας της επιχείρησης, αδιαφορώντας για παράδειγμα για το δανεισμένη ή όχι είναι η επιχείρηση πράγμα για το οποίο ευθύνονται οι μέτοχοι, ή από το πόσο υψηλά ή χαμηλά είναι τα επιτόκια (εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από τη διοίκηση της επιχείρησης). Αντίθετα, επιχειρεί να αξιολογήσει περισσότερο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της εταιρείας, την ανταγωνιστικότητά της στις αγορές που δραστηριοποιείται, την ποιότητα της διοίκησής της, κ.λπ.

Με τον όρο «λειτουργικά κέρδη» εννοούμε το μέγεθος Κέρδη προ Φόρων και Τόκων (ΕΒΙΤ, Earnings Before Interest and Taxes, δηλαδή το σύνολο των κερδών μιας εταιρείας αν από τα έξοδα αφαιρέσουμε τις επιβαρύνσεις για φόρους και τόκους).
Με τον όρο απασχολούμενα κεφάλαια, θεωρούμε το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων (Equity) και του καθαρού δανεισμού της εταιρείας (Net Debt, δηλαδή σύνολο βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων δανειακών υποχρεώσεων, μείον διαθέσιμα, μείον βραχυπρόθεσμα χρηματοοικονομικά προϊόντα).
Αν για παράδειγμα μια εταιρεία εμφανίζει κέρδη προ φόρων και τόκων 5 εκατ. ευρώ, φόρους ένα εκατ. ευρώ, ίδια κεφάλαια 15 εκατ. ευρώ, βραχυπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις 6 εκατ. ευρώ, μακροπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις 7 εκατ. ευρώ και διαθέσιμα 3 εκατ. ευρώ, τότε:
