Οι ελληνικές επιχειρήσεις μετρούν ήδη μια μακρά περίοδο, κατά την οποία λειτουργούν σε περιβάλλον ιδιαίτερα υψηλού ρίσκου.
Βέβαια, ο κίνδυνος αποτελεί σύμφυτο παράγοντα της επιχειρηματικότητας, καθώς θέματα που απασχολούν τις εταιρείες είναι το ποια ανταπόκριση θα έχουν τα προϊόντα τους στους καταναλωτές, πώς θα αντιδράσουν οι ανταγωνιστές τους, αν θα αυξηθούν υπέρμετρα οι τιμές των πρώτων υλών τους, αν θα συνεχίσουν να συνεργάζονται με βασικούς προμηθευτές τους και τόσα άλλα.
Στους «παραδοσιακούς» αυτούς επιχειρηματικούς κινδύνους, ήρθαν κατά την προηγούμενη δεκαετία να προστεθούν και πολλοί άλλοι: Τα εισοδήματα των νοικοκυριών μειώνονταν κατακόρυφα, η βιωσιμότητα των τραπεζών ήταν ιδιαίτερα αμφίβολη, οι καταθέσεις κινδύνευσαν με κούρεμα, η αξιοπιστία του Ελληνικού Δημοσίου είχε φτάσει στο ναδίρ.
Κάποιοι από τους προαναφερθέντες κινδύνους σήμερα έχουν υποχωρήσει, ή έχουν εξαλειφθεί. Για παράδειγμα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν υπερβάλλουσα ρευστότητα (προσπαθούν μάλιστα να πείσουν τους πελάτες τους να μετατρέψουν τις καταθέσεις τους σε επενδυτικά προϊόντα), το Ελληνικό Δημόσιο δανείζεται άνετα με ιστορικά χαμηλό επιτόκιο και κανείς ξένος προμηθευτής δεν θέτει σε κάποια ελληνική επιχείρηση ως εμπόδιο τον λεγόμενο «κίνδυνο της χώρας» (country risk).
Από την άλλη πλευρά βέβαια, ήρθαν να προστεθούν και νέες κατηγορίες κινδύνων, οι οποίες δεν είναι ελληνικές, αλλά αντίθετα έχουν παγκόσμια διάστημα και για το λόγο αυτό ίσως και να είναι δυσκολότερα αντιμετωπίσιμες.
Πρώτα απ’ όλα, υπάρχουν οι τρέχοντες κίνδυνοι που εξαρτώνται από το υγειονομικό μέτωπο και ειδικότερα με το πότε τελικά οι οικονομίες και οι κοινωνίες θα επιστρέψουν στην κανονικότητα, μετά από το πολύπλευρο πλήγμα που δέχονται λόγω της πανδημίας covid-19. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, η ύπαρξη ενός δείκτη δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ κοντά στο 210% και ένα ποσοστό ανεργίας που θα προσεγγίζει το 15% αποτελούν πονοκέφαλο και έτσι οι ελπίδες στρέφονται στα επερχόμενα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι διεθνείς κίνδυνοι όμως δεν σταματούν στο μέτωπο της πανδημίας. Η κυριότερη ίσως αβεβαιότητα είναι το ποιες θα είναι οι παρενέργειες από την μακροχρόνια πολιτική έκδοσης νέου χρήματος και αρνητικών επιτοκίων που ακολουθείται από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα. Πρώτη η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ άρχισε να τυπώνει και να σκορπά «χρήματα με το ελικόπτερο», αλλά και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υιοθετεί ως ένα βαθμό μια πολιτική που κινείται προς την ίδια κατεύθυνση.
Με άλλα λόγια, εδώ και τρία χρόνια τα ευρωπαϊκά επιτόκια είναι μηδενικά ή αρνητικά και όπως φαίνεται η κατάσταση αυτή δεν αναμένεται να διακοπεί στο ορατό μέλλον. Μετά λοιπόν από έναν προβλεπόμενο μακροχρόνιο «παραλογισμό», ποιες θα είναι οι δυσμενείς επιδράσεις στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και πώς οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες θα μπορέσουν να τις διαχειριστούν χωρίς να προκύψουν έντονοι κραδασμοί και μεγάλες κρίσεις; Θα προκύψει υψηλός πληθωρισμός; Οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να λάβουν σκληρά μέτρα δημοσιονομικής φύσεως; Θα βιώσουμε μια πολυετή περίοδο μηδενικής ανάπτυξης;
Μια επίσης πολύ μεγάλη πηγή αβεβαιότητας (τόσο κινδύνων, όσο και ευκαιριών, αλλά σε κάθε περίπτωση απρόβλεπτων σεναρίων) έρχεται από τις ραγδαίες αλλαγές που φέρνουν οι εξελίξεις που σχετίζονται με την τεχνολογία και την προστασία του περιβάλλοντος.
Μερικά από τα ερωτήματα που τίθενται είναι πώς όλα αυτά θα επηρεάσουν για παράδειγμα τα καταστήματα λιανικών πωλήσεων, τη βιομηχανία, τις ασφαλίσεις, τις μεταφορές και τόσες άλλες δραστηριότητες.
Για παράδειγμα, στον ασφαλιστικό κλάδο περίπου το 25% της εγχώριας παραγωγής καταλαμβάνει ο κλάδος αστικής ευθύνης αυτοκινήτων-μοτοσικλετών; Πώς θα επηρεαστεί αυτός όταν σε λίγα χρόνια θα έχουμε οχήματα χωρίς οδηγούς;
Πώς οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να προστατευθούν αποτελεσματικά (άμεσα και έμμεσα) σε ένα περιβάλλον αυξημένων φυσικών καταστροφών λόγω του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής;
Μέχρι ποιου σημείου θα φτάσει η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και πώς αυτό θα μπορούσε να αλλάξει τον αριθμό και τον τρόπο λειτουργίας των καταστημάτων λιανικής πώλησης;
Ποιο θα είναι το μέλλον των διυλιστηρίων πετρελαίου σε δέκα με είκοσι έτη και ποια η μορφή των τόσων χιλιάδων πρατηρίων καυσίμων; Ποια θα είναι η παραγωγική δομή σε νομούς πως ως «κέντρο βάρους» έχουν την παραγωγή λιγνίτη, ή ρυπογόνες βιομηχανίες;
Πώς οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ολοένα και αυστηρότερες απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος;
Πόσο εύκολα θα μπορούσαν να αλλάξουν οι ισορροπίες στους επιχειρηματικούς χάρτες πολλών κλάδων, ανάλογα με το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικότερα κάποιες εταιρείες καταφέρουν να προσαρμοστούν στην ψηφιοποίηση του τρόπου λειτουργίας τους;
Πώς μέσα από όλες αυτές τις αλλαγές θα επηρεαστεί η αγορά ακινήτων και οι επιμέρους κατηγορίες της; (πχ κατοικίες, γραφεία, εμπορικά καταστήματα, αποθηκευτικοί χώροι).
Είναι προφανές πως στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον που διαμορφώνεται χρειάζονται επιχειρήσεις πολύ πιο παραγωγικές, πολύ πιο καινοτόμες και πολύ πιο ευέλικτες. Οι εταιρείες θα πρέπει να δίνουν μεγάλη βάση στη διατήρηση υψηλής ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας. Απαιτείται η σωστή ασφάλιση έναντι πιθανών κινδύνων και η υιοθέτηση προσεκτικών πολιτικών σε ζητήματα προϊοντικής και γεωγραφικής διαφοροποίησης, επιλογής προμηθευτών, πιστωτικής πολιτικής, κ.λπ.
Επιπλέον, μεγάλη σημασία αποκτούν παράγοντες όπως η υιοθέτηση των αρχών της Εταιρικής Διακυβέρνησης, η ευελιξία στον τρόπο λειτουργίας, η συνεχής παρακολούθηση των νέων δεδομένων, η έμφαση στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και γενικότερα η εφαρμογή πολιτικών που αποσκοπούν στη «βιώσιμη ανάπτυξη» της εταιρείας.
Από την άλλη πλευρά, το νέο περιβάλλον δεν φέρνει μόνο αβεβαιότητες, αλλά και ευκαιρίες. Πολύ μεγάλες επενδύσεις γίνονται στην πληροφορική, στις τηλεπικοινωνίες, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε πρώτες ύλες που είναι φιλικές προς το περιβάλλον, σε υποδομές και σε πολλούς άλλους τομείς της οικονομίας.
Επιπλέον, τέτοιου είδους επενδύσεις είναι σήμερα πολύ πιο εύκολο και πολύ πιο φτηνό να χρηματοδοτηθούν καθώς αναμένεται μεγάλο ύψος Κοινοτικών κονδυλίων, όταν παράλληλα υπάρχει τεράστια διεθνής ρευστότητα σε ένα περιβάλλον ιστορικά χαμηλών επιτοκίων.