Κ.Α.Δ. και έδρα e-shop
Από τα πρώτα σημεία αποσαφήνισης, είναι η δραστηριότητα της επιχείρησης, τί εμπορεύεται, τί πουλάει και μπορεί δε η δραστηριότητα της να μην είναι μόνο μία. Επί παραδείγματι, ένα συνοικιακό μίνι μάρκετ έχει δραστηριότητα πώλησης παγωτών, εφημερίδων, τηλεκαρτών, κ.λπ., κάθε μία από τις δραστηριότητες του μίνι μάρκετ, έχει καταγραφεί στο μητρώο της Δ.Ο.Υ., όπου υπάγεται η επιχείρηση, με μόνο διαχωρισμό μιας δραστηριότητας ως κύριας και των λοιπών ως δευτερευουσών. Κάθε, λοιπόν, δραστηριότητα έχει δηλωθεί είτε κατά την έναρξη, είτε αργότερα με μεταβολή στο μητρώο της Δ.Ο.Υ. και έχει ένα κωδικό αριθμό δραστηριότητας, γνωστό ως Κ.Α.Δ.. Οι ενεργοί Κ.Α.Δ. μιας επιχείρησης είναι διαθέσιμοι στην προσωποποιημένη πληροφόρηση της Α.Α.Δ.Ε..
Δεν υπάρχει, όμως, Κ.Α.Δ. που να αναφέρεται ως δραστηριότητα ηλεκτρονικού εμπορίου. Δεν είναι ο Κ.Α.Δ. το στοιχείο που θα διαχωρίσει το φυσικό από το ηλεκτρονικό κατάστημα. Ένα pet shop θα έχει δραστηριότητα εμπορίου ειδών για ζώα συντροφιάς, είτε πουλάει από φυσικό κατάστημα, είτε πουλάει μέσω πλατφόρμας τύπου Skroutz, είτε πουλάει από e-shop δικής της κυριότητας. Το Jumbo έχει τους ίδιους Κ.Α.Δ., λοιπόν, τόσο για τα φυσικά του υποκαταστήματα, όσο και για το ηλεκτρονικό του κατάστημα.
Άρα, ένα φυσικό και ένα ηλεκτρονικό κατάστημα είναι το ίδιο και το αυτό κατάστημα ίδια επιχείρηση.
Επόμενο στοιχείο προς ανάλυση, είναι η έδρα μιας επιχείρησης.
Τονίζεται ξανά, ότι ένα e-shop θα έχει την ίδια αντιμετώπιση με ένα φυσικό κατάστημα. Θα πρέπει να υπάρχει έδρα, ή όπου αυτό είναι δυνατό, έδρα θα μπορεί να γίνεται το σπίτι. Έδρα το σπίτι μπορούν να έχουν μόνο ατομικές επιχειρήσεις, συνήθως παροχής υπηρεσιών, ενώ το λιανικό εμπόριο σπάνια επιτρέπεται να εκτελείται από το σπίτι του εμπόρου. Το σκεπτικό εδώ είναι, πως δεν θα μπορεί να υπάρχει διαφάνεια για το ύψος των αποθεμάτων που υπάρχουν, οπότε και ο δυνητικός έλεγχος δεν θα είναι σωστός και διαφανής. Το δε χοντρικό εμπόριο δεν υπάρχει περίπτωση να υλοποιηθεί από έδρα κατοικία επιχειρηματία.
Επισημαίνεται ότι, πολλές φορές η άνω παράγραφος μπορεί να παρακαμφθεί, π.χ. επιχείρηση εγκατάστασης συναγερμών εγκαθιστά κάμερες με τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών για την εγκατάσταση, αλλά και τιμολόγιο πώλησης για τον εξοπλισμό, με διακίνηση των υλικών από τον προμηθευτή στο χώρο εγκατάστασης.
Εδώ, λοιπόν, νοείται πως ο εν λόγω επιχειρηματίας θα αγοράσει όσα υλικά απαιτεί η εγκατάσταση, ή αν κάνει εμπόριο π.χ. ανταλλακτικών για υφιστάμενες εγκαταστάσεις, είναι λίγες, χωρίς επίπτωση στα αποθέματα, άρα και τον προσδιορισμό του κέρδους κατά τη φορολογία.
Το μόνο σημείο που διακρίνει την φυσική επιχείρηση από την διαδικτυακή της διάσταση είναι η δήλωση στο μητρώο, στο έντυπο Δ211 στο σημείο 3.17, όπου καλείται ο δηλών να τσεκάρει το πεδίο που αναφέρει ότι θα υπάρχει e-shop. Kαι τούτο, προκείμενου να μπορεί να ενεργοποιηθεί το πλαίσιο πώλησης από απόσταση κατά την έννοια του Ν. 4818/2021.
Αντίστοιχα, και οι υποχρεώσεις που απορρέουν για ταμειακές, Φ.Η.Μ., κ.λπ. ισχύουν και υποχρεώνουν τη τιμολόγηση κατά το ίδιο πλαίσιο με το φυσικό κατάστημα.
Ως εδώ, λοιπόν, περιγράφουμε τα ίδια μέτρα και σταθμά, τόσο για το φυσικό κατάστημα, όσο και για το ψηφιακό. Οι συναλλαγές θα γίνουν με το ίδιο πλαίσιο και για τις δυο εκφάνσεις της επιχείρησης.
OSS, πωλήσεις από απόσταση, ενδοκοινοτικές και Φ.Π.Α.
Το πλαίσιο, όμως, έναντι του Φ.Π.Α. είναι πιο σύνθετο και εδώ είναι η πεμπτουσία της ζητούμενης ανάλυσης: Βαρύνεται με Φ.Π.Α. μια πώληση από e-shop; Και αν ναι, πότε και πόσο.
Με βάση το πρώτο μισό του άρθρου, εύλογα θα απαντήσει κανείς πως ναι, βαρύνεται με Φ.Π.Α., με συντελεστή 24% κατά πάσα πιθανότητα, που είναι ο κανονικός συντελεστής Φ.Π.Α. την παρούσα χρονική στιγμή.
Η δύναμη του ηλεκτρονικού εμπορίου είναι η ικανότητα του να σπάει τα συμβατικά γεωγραφικά όρια. Μια ατομική επιχείρηση στη Λάρισα μπορεί να πωλεί σε νησιά του Αιγαίου, του Ιονίου, αλλά και σε Γερμανία, καθώς και Κύπρο. Και αυτό είναι από τα ουσιώδη στοιχεία των ηλεκτρονικών πωλήσεων. Όπου υπάρχει πρόσβαση στο internet, υπάρχει δυνητικά ένας ακόμη πελάτης.
Η ως άνω επιχείρηση πουλά με τρεις συντελεστές Φ.Π.Α., με τον κανονικό 24%, μειωμένο 17%, ενώ πουλά και άνευ Φ.Π.Α. σε επιχείρηση Γερμανίας. Αν υπήρχε μόνο το φυσικό κατάστημα δεν θα υπήρχε η προβολή, ούτε σε νησί μειωμένου συντελεστή, ούτε στον ευρωπαϊκό χώρο.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές πως η προσοχή πρέπει να δοθεί στο Φ.Π.Α. όταν μιλάμε για ένα ηλεκτρονικό κατάστημα, καθώς τα γεωγραφικά όρια μιας επιχείρησης εκτοξεύονται γρήγορα από τα στενά όρια του Νομού ή της πόλης της φυσικής παρουσίας.
Τα σενάρια, λοιπόν, έχουν ως εξής:
- Πώληση με πλήρη συντελεστή Φ.Π.Α.
Πρόκειται για πώληση είτε B2C είτε B2B, αφορά συναλλαγή που υπάγεται σε Φ.Π.Α. και είτε έχει κοπεί απόδειξη λιανικής, είτε έχει εκδοθεί τιμολόγιο. Το Φ.Π.Α. που θα επιβληθεί είναι ανάλογα με το είδος του εμπορεύματος, είτε πλήρες (24% σήμερα), είτε μειωμένο (13%, ή 6%).
Είναι η συνηθέστερη περίπτωση συναλλαγής. Αγορά ενδυμασίας, υποδημάτων, βιβλίων, διατροφικών συμπληρωμάτων, είναι οι συνηθέστερες συναλλαγές που μπορεί κανείς να παραθέσει ως παραδείγματα.
- Πώληση με μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α.
Αν και φθίνουν οι περιοχές όπου υπάρχει ακόμη ο μειωμένος συντελεστής Φ.Π.Α., υπάρχει ακόμη ένα σύνολο νησιών, όπου το Φ.Π.Α. είναι μειωμένο κατά 30% του αρχικού (π.χ. ο πλήρης όχι 24%, αλλά 17%). Έτσι, αν πωλήσει μια επιχείρηση της ηπειρωτικής Ελλάδας που εμπορεύεται υπολογιστές σε ξενοδοχείο της Κω ένα τερματικό για τη ρεσεψιόν, τότε θα επιβληθεί Φ.Π.Α. 17%, αντί του 24%.
- Πώληση B2B εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενδοκοινοτικές συναλλαγές)
Η πώληση αγαθών και υπηρεσιών εντός της ευρωπαϊκής ένωσης, μεταξύ των επαγγελματιών, δεν βαρύνεται με Φ.Π.Α.. Τιμολόγια από Facebook, Google, που συχνά λαμβάνουν υπηρεσίες προώθησης επιχείρησης, έρχονται δίχως Φ.Π.Α. στην ανάλυση. Προϋπόθεση είναι, και οι δυο συναλλασσόμενοι να έχουν εγγραφεί στο σύστημα VIES.
- Πώληση B2C εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης (πώληση από απόσταση)
Και ενώ η ανάλυσή μας προχωρεί, η διάκριση των περιπτώσεων γίνεται πιο σύνθετη. Οπότε, στην πώληση B2C η συναλλαγή χαρακτηρίζεται ως πώληση από απόσταση. Αυτό σημαίνει πως, η επιχείρηση εντός της Ε.Ε., πουλάει σε ιδιώτη κάτοικο άλλου κράτους μέλους αγαθά ή υπηρεσίες, που όμως δεν έχουν την πορεία των ενδοκοινοτικών συναλλαγών.
Και με τον Ν. 4818/2021, τέθηκε το πλαίσιο που διέπει τις συναλλαγές αυτές.
Το πρώτο που εξετάζεται είναι το ετήσιο ύψος των συναλλαγών, που κάνει η εν λόγω επιχείρηση προς τα άλλα Κ-Μ. Το όριο των 10.000 ευρώ υπολογίζεται ετησίως, αφορά όλες τις ενδοκοινοτικές εξ αποστάσεως πωλήσεις αγαθών ή/και παροχές Τ.Β.Ε. υπηρεσιών που διενεργεί ο Έλληνας υποκείμενος προς ιδιώτες σε άλλα κράτη μέλη και είναι ενιαίο, υπολογίζονται, δηλαδή, αθροιστικά οι παραπάνω πωλήσεις αγαθών ή/και παροχές TBE υπηρεσιών σε όλα τα κράτη μέλη.
Αν το ύψος των πωλήσεων στα άλλα Κράτη Μέλη δεν υπερβαίνει τα 10.000 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους, ο τόπος παράδοσης είναι το εσωτερικό της χώρας και επιβάλλεται ελληνικός Φ.Π.Α.. Σε περίπτωση υπέρβαση του ορίου, τόπος φορολογίας είναι ο τόπος κατανάλωσης και η επιχείρηση πρέπει να επιλέξει την απόδοση του Φ.Π.Α. μέσω OSS, διαφορετικά θα πρέπει να εγγραφεί σε καθεστώς Φ.Π.Α. σε κάθε Κράτος Μέλος κατανάλωσης.
Παράδειγμα: Επιχείρηση με χειροποίητα διακοσμητικά πουλάει σε ομογενείς που κατοικούν στην Γερμανία εποχικά διακοσμητικά για Πάσχα και Χριστούγεννα. Οι πωλήσεις της είναι 12.000€ για την Γερμανία. Παράλληλα, οι πωλήσεις της είναι και σε Ολλανδία, αλλά σε ύψος 350,00€ και στην Γαλλία 560,00€. Η επιχείρηση θα πρέπει να επιλέξει την εγγραφή στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 47γ του Ν.2859/2000 και απόδοσης του Φ.Π.Α. μέσω OSS. Αν δεν εγγραφεί στο ειδικό καθεστώς, θα πρέπει να εγγραφεί σε καθεστώς Φ.Π.Α. και στα τρία Κράτη Μέλη για την απόδοση του φόρου σε κάθε Κ-Μ.
Αν οι πωλήσεις στην Γερμανία ανέρχονταν σε 8.000 ευρώ, τότε το σύνολο των πωλήσεων και στα τρία Κ-Μ θα επιβαρύνονταν με ελληνικό Φ.Π.Α..
Άρα, η επιχείρηση θα πρέπει να παρακολουθεί το ύψος των πωλήσεων. Είναι κάτι που είναι σημαντικό, ιδίως για το πολύ επίκαιρο dropshipping.
Το Droshipping, είναι η πώληση μέσω μιας πλατφόρμας (π.χ. shopify), από τον προμηθευτή Α στον καταναλωτή Β, ενώ το κατάστημα είναι του μεσάζοντα Γ.
Για κατανόηση, θέλει ο τελικός καταναλωτής (Β) να αγοράσει ένα έπιπλο για την τηλεόρασή του.
Ψάχνοντας στο internet, βρίσκει τον πωλητή (Γ) στην πλατφόρμα του shopify, αντίστοιχη της Skroutz, και αγοράζει το προϊόν της αρεσκείας του.
Η λογική πορεία θα ήταν να παραγγείλει ο Γ από τον προμηθευτή του (Α) και μόλις παραλάβει να το στείλει στον τελικό καταναλωτή Β. Όμως, για οικονομία χρόνου και προς αποφυγή στοκαρίσματος, λειτουργίας ιδίου e-shop, ο προμηθευτής Α στέλνει στον Β απευθείας, με εκτυπωτικά του Γ. Ο καταναλωτής βλέπει, λοιπόν, ότι το έπιπλο ήρθε από τον Γ, ενώ οι τιμολογήσεις τραβούν τον δικό τους δρόμο.
Είναι πολύ διαδομένο το φαινόμενο του dropshipping, ως μοντέλο λειτουργίας, προσφέροντας μικρό κόστος λειτουργίας
Με το dropshipping, λοιπόν, εδραιωμένο, αξίζει να γνωρίζει ο κάθε έμπορος τις ως άνω σημαντικές διακρίσεις.
Εν κατακλείδι
Το φυσικό από το ηλεκτρονικό κατάστημα δεν έχουν διαφορετική αντιμετώπιση. Είναι η ίδια λειτουργία. Είναι μια νέα διάσταση, με άλλα γεωγραφικά όρια, κοινό και εν γένει δυνατότητες.
Στιγμιότυπο από την Α.Α.Δ.Ε. για την εφαρμογή στην εφαρμογή One Stop Shop (OSS).
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο του κ. Αριστείδη Οντούλη που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2024 του περιοδικού Epsilon7.