Επί μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου , σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τον τ. ΟΑΕΔ- ΔΥΠΑ και αφορούν το διαδικαστικό –τεχνικό πλαίσιο , το μηχανογραφικώς ορθόν είναι να υποβληθεί αρχικά μέσα σε τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από τη λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου, στο Π.Σ. «Εργάνη» το έντυπο «Ε7: Βεβαίωση - Δήλωση εργοδότη για συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου» και κατόπιν να προβεί η επιχείρηση σε επαναπρόσληψη του εργαζόμενου αυτού, υποβάλλοντας προς τούτο το έντυπο Ε3: Ενιαίο Έντυπο Αναγγελίας Πρόσληψης, καθώς επίσης και τη Ψηφιακή Οργάνωση του Χρόνου Εργασίας.
Δεν συνιστά όμως παράβαση της εργατικής νομοθεσίας αν η επιχείρηση στο πλαίσιο μετατροπής της σύμβασης ορισμένου σε αορίστου χρόνου, προβεί απλά και μόνο σε τροποποίηση της σύμβασης πλήρους απασχόλησης ορισμένου σε αορίστου χρόνου κατόπιν έγγραφης συμφωνίας και δεν προβεί σε λήξη και κατόπιν σε επαναπρόσληψη του εργαζόμενου. Συμπερασματικά μόνο κατά το διαδικαστικό ( κατά τα οριζόμενα από τον τ. ΟΑΕΔ) και όχι κατά το ουσιαστικό μέρος όπως αυτό καθορίζεται από την εργατική νομοθεσία, προβλέπεται σε ανάλογες περιπτώσεις η λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου και η εκ νέου πρόσληψη με σύμβαση αορίστου χρόνου. Από την εργατική νομοθεσία δεν προβλέπεται ως υποχρεωτική η εν λόγω διαδικασία.
Επισημαίνεται ότι αν επιλεγεί στην προκειμένη περίπτωση, η λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου με την υποβολή του εντύπου Ε7 και κατόπιν η εκ νέου πρόληψη του εργαζόμενου , η νέα σύμβαση θα λογισθεί ως αυτοτελής με αποτέλεσμα σε τυχόν μελλοντική καταγγελία της σύμβασης εργασίας του να μην υπολογίζεται ο χρόνος υπό σύμβαση ορισμένου χρόνου για τον καθορισμό των μηνών αποζημίωσης (Άρειος Πάγος 213/1987). Πιο συγκεκριμένα ,για τον καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως απολύσεως λαμβάνεται υπόψη η τελευταία στον ίδιο εργοδότη σύμβαση αορίστου χρόνου.
Επίσης αν ακολουθηθεί η διαδικασία της λήξης της σύμβασης ορισμένου χρόνου και της εκ νέου πρόσληψης με σύμβαση αορίστου χρόνου, δεν θα είναι δυνατόν η ημερομηνία πρόσληψης να είναι ίδια με την ημερομηνία λήξης της σχέσης εργασίας, δηλαδή ημερομηνία λήξης και έναρξης δεν δύναται να ταυτίζονται στην περίπτωση επαναπρόσληψης, γεγονός που σημαίνει ότι θα μεσολαβήσει κενό μιας ημέρας στη ροή της απασχόλησης του εργαζόμενου , κάτι το οποίο προφανώς αποβαίνει εις βάρος του εργαζόμενου.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει έγγραφος τύπος που να πιστοποιεί την μετατροπή της σύμβασης ορισμένου σε αορίστου χρόνου , που να φέρει τις υπογραφές αμφοτέρων των μερών (εργοδότη και εργαζόμενου).
Ευνόητο είναι ότι όταν μετατρέπεται η σύμβαση ορισμένου σε αορίστου χρόνου , ο υπολογισμός του επιδόματος αδείας γίνεται για μια και μόνη σύμβαση με σημείο εκκίνησης υπολογισμού την αρχική σύμβαση ορισμένου χρόνου.