Αρθρον 2 |
1.α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση 12 (δώδεκα) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ΄ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια 24 (εικοσιτεσσάρων) εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις 26 (είκοσι έξι) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις 22 (είκοσι δύο) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας | |
2. Σε περίπτωση διαλείπουσας εργασίας ή εκ περιτροπής εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται, μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης σχέσης εργασίας στην επιχείρηση, κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές ίση με το ένα δωδέκατο της άδειας που προβλέπεται από αυτόν τον νόμο ή άλλη ειδικότερη διάταξη, για κάθε μήνα απασχόλησης από την πρόσληψη του, αν η άδεια χορηγείται για πρώτη φορά, ή από τη λήψη της άδειας του προηγούμενου έτους, μέχρι την ημέρα έναρξης της άδειας. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου ως μήνας λογίζονται 25 (είκοσι πέντε) ημέρες απασχόλησης. Αν προκύπτει κατά τον υπολογισμό αυτής της παραγράφου, κλάσμα χρόνου άδειας, που υπερβαίνει τη μισή ημέρα, το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα. | |
3. Δεν περιλαμβάνονται εις την ετήσιαν άδειαν μετ΄ αποδοχών: α΄) αι επίσημοι ή αι κατ΄ έθιμον εορτάσιμοι ημέραι και β΄) αι διακοπαί εργασίας, αι οφειλόμεναι εις ασθενείαν. |
4. Τα ανώτατα όρια διαρκείας της αδείας μετ΄ αποδοχών, τα καθοριζόμενα εις την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου εις 26 (είκοσι έξι), 16 (δέκα έξι), 18 (δέκα οκτώ) και 12 (δώδεκα) εργασίμους ημέρας περιορίζονται αντιστοίχως μέχρι το τέλος του έτους 1946 εις 21 (είκοσι μία), 13 (δέκα τρεις), 15 (δέκα πέντε) και 10 (δέκα) εργάσιμους ημέρας. |
5. ................................ | |
6. Διά τον υπολογισμόν του, περί ου ανωτέρω, χρόνου απασχολήσεως, τα διαστήματα, καθ΄ α ο μισθωτός απέσχεν ή απέχει της απασχολήσεώς του παρά τη υπόχρεη επιχείρηση, λόγω βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθενείας, στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας, δε θεωρούνται ως χρόνος μη απασχολήσεως ουδέ συμψηφίζονται προς τας ημέρας αδείας, ων ούτοι δικαιούνται. | |
7. Τυχόν ευμενέστεροι όροι χορηγήσεως αδειών εις μισθωτούς, περιεχόμενοι εις συλλογικάς συμβάσεις, κανονισμούς ή άλλας διατάξεις, δε θίγονται υπό του παρόντος. |
8. Διά Διατάγματος, προκαλουμένου υπό του Υπουργού Εργασίας, μετά γνώμην του Συμβουλίου Εργασίας, θέλουσιν ορισθεί αι προϋποθέσεις χορηγήσεως αδειών εις τους μισθωτούς των εποχιακώς λειτουργουσών υπόχρεων επιχειρήσεων του άρθρου 1 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου. |
|
|