`Αρθρο 63 Απασχόλησησυνταξιούχων |
1. Οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος ή θανάτου φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που αναλαμβάνουν εργασία υπόκεινται στους εξής περιορισμούς: α) Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης, β) Μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους το ποσό της σύνταξης ή του αθροίσματος των συντάξεων σε περίπτωση συρροής, που υπερβαίνει τις 250.000 δραχμές μηνιαίως, καταβάλλεται μειωμένο κατά 70%. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 20% για κάθε τέκνο που είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και μέχρι τη συμπλήρωση του 24ου έτους ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία. Ειδικότερα για τους δικαιούχους κατωτάτων ορίων συντάξεων η σύνταξη τους περιορίζεται στο οργανικό ποσό, όπως αυτό προκύπτει από τα ασφαλιστικά δεδομένα, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει οι άνδρες το 65ο και οι γυναίκες το 60ό έτος της ηλικίας τους.
| |
2. Αν ο συνταξιούχος αναπηρίας, που αναλαμβάνει εργασία, κερδίζει από αυτήν, ανάλογα με το βαθμό της αναπηρίας του, περισσότερα από όσα κερδίζει υγιής απασχολούμενος, σύμφωνα με τους γενικούς όρους αμοιβής, διακόπτεται η σύνταξη.
| |
3. Για τον απασχολούμενο συνταξιούχο καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις για τους λοιπούς ασφαλισμένους εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου, οι οποίες βαρύνουν τον εργοδότη και τον ασφαλισμένο αντίστοιχα.
|
4. Σε περίπτωση απασχόλησης συνταξιούχου λόγω γήρατος ή θανάτου, χωρίς αναστολή της σύνταξης, ο αντίστοιχος χρόνος ασφάλισης δεν λαμβάνεται υπόψη για τη προσαύξηση της σύνταξης ή για τη θεμελίωση νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος από άλλο φορέα. Ο συνταξιούχος δικαιούται να ζητήσει και ο ίδιος την αναστολή της συντάξεως. Με την αναστολή της σύνταξης ο χρόνος απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη τόσο για θεμελίωση νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 9 και 10 του άρθρου 47 του Ν. 2084/1992, όσο και για προσαύξηση της σύνταξης της οποίας η καταβολή έχει ανασταλεί. Ο υπολογισμός για την προσαύξηση της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης γίνεται με ποσοστό 1,714% επί του ποσού που έχουν καταβληθεί εισφορές, το οποίο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο του 25πλάσιου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας ή 300 ημέρες εργασίας, που θα πραγματοποιηθούν μετά την αναστολή της σύνταξης.
| |
5. Οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου υποχρεούνται, πριν αναλάβουν εργασία, που υπάγεται στην ασφάλιση φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, να δηλώσουν τούτο στο φορέα ή στους φορείς κύριας ασφάλισης από τους οποίους συνταξιοδοτούνται. Παράλειψη της δηλώσεως συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού των συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του με πρόστιμο που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το νόμιμο τόκο υπερημερίας.
| |
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογή: α) στον επιζώντα των συζύγων, β) στους αυτοτελώς απασχολούμενους, οι οποίοι όμως υποχρεούνται να καταβάλλουν τις προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις εισφορές προσαυξημένες κατά 40%, γ) στους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., δ) στους πολύτεκνους των οποίων το ένα τουλάχιστον των τέκνων είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και μέχρι τη συμπλήρωση του 24ου ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία, ε) στις εξ ιδίου δικαιώματος πολεμικές συντάξεις, στις συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 και 1977/1991 και στ) στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις των Καν. (ΕΟΚ) 1408/71 και 574/72, καθώς και των διμερών συμβάσεων κοινωνικής ασφάλειας. Η προσαύξηση της περ. β΄ αποδίδεται στο ΛΑΦΚΑ.
| |
7. Για όσους έχουν καταστεί συνταξιούχοι ή έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού και έχουν ηλικία μικρότερη των 55 ετών, έχει εφαρμογή η διάταξη της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
| |
8. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται το ύψος των προστίμων που θα καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 5 του παρόντος, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την εφαρμογή της διάταξης, ο χρόνος και ο τρόπος απόδοσης στο ΛΑΦΚΑ της περιπτώσεως β΄ της παραγράφου 6 του παρόντος, η διαδικασία ελέγχου, ο τρόπος καταλογισμού και είσπραξης των συντάξεων, η σειρά μείωσης στην περίπτωση που καταβάλλονται συντάξεις από περισσότερους του ενός Ασφαλιστικούς Οργανισμούς, ο τρόπος επιμερισμού της μείωσης αυτής, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος. Για τη διαπίστωση της απασχόλησης των συνταξιούχων η Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων και οι αρμόδιοι ασφαλιστικοί οργανισμοί δύνανται να λαμβάνουν γνώση από το Κ.Ε.Π.Υ.Ο. των απαραίτητων για την εφαρμογή του παρόντος στοιχείων. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αναπροσαρμόζεται το ποσό των 250.000 δραχμών της περιπτώσεως β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
|
9. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα καταργείται, εκτός των διατάξεων του εδαφίου α΄ της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998 και αυτών που προβλέπουν διακοπή ή αναστολή της καταβολής της σύνταξης σε περίπτωση απασχόλησης του συνταξιούχου σε εργασία υπαγόμενη στην ασφάλιση του φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται.
|
10. Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει δύο (2) χρόνια από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. | |
|
|