6. α. Εάν από το εργόσημο προκύπτει χρόνος ασφάλισης για ολόκληρο το έτος (ημέρες εργασίας άνω των 150), ελέγχεται εάν οι καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές καλύπτουν την προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 40 και 41 παράγραφος 2 του Ν. 4387/2016, όπως ίσχυαν μέχρι 31.12.2019 ελάχιστη εισφορά για κύρια σύνταξη, υγειονομική περίθαλψη και ΛΑΕ, αναγόμενη σε δωδεκάμηνη βάση. Σε περίπτωση που οι καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές δεν καλύπτουν την ελάχιστη ετήσια εισφορά, η σχετική διαφορά αναζητείται σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την ετήσια εκκαθάριση ασφαλιστικών εισφορών μη μισθωτών. Σε περίπτωση που οι καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπερκαλύπτουν την ελάχιστη ετήσια εισφορά, το επιπλέον ποσό δεν επιστρέφεται και λαμβάνεται υπόψη για τη λήψη παροχών. β. Εάν από το εργόσημο προκύπτει χρόνος ασφάλισης για μήνες ασφάλισης (ημέρες εργασίας κάτω των 150), ελέγχεται εάν οι καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές καλύπτουν την προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 40 και 41 παράγραφος 2 του Ν. 4387/2016, όπως ίσχυαν μέχρι τις 31.12.2019, ελάχιστη μηνιαία εισφορά για κύρια σύνταξη, υγειονομική περίθαλψη και ΛΑΕ, για τους μήνες ασφάλισης που έχουν προκύψει σύμφωνα με τα ανωτέρω. Σε περίπτωση που οι καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές δεν καλύπτουν την ελάχιστη εισφορά για το σύνολο των μηνών ασφάλισης, περιορίζεται ανάλογα ο χρόνος ασφάλισης, και τυχόν επιπλέον εισφορά επιμερίζεται ισομερώς στους μήνες ασφάλισης που προκύπτουν μετά τον ανωτέρω περιορισμό του χρόνου ασφάλισης. Εναλλακτικά ο ασφαλισμένος μπορεί με αίτηση - δήλωσή του, η οποία υποβάλλεται εντός διμήνου από την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, να ζητήσει την καταβολή της σχετικής διαφοράς, ώστε να μην περιοριστεί ο χρόνος ασφάλισής του. Η σχετική διαφορά αναζητείται σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την ετήσια εκκαθάριση ασφαλιστικών εισφορών μη μισθωτών. Σε περίπτωση που οι καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπερκαλύπτουν την ελάχιστη μηνιαία εισφορά για τους μήνες ασφάλισης, το επιπλέον ποσό δεν επιστρέφεται και λαμβάνεται υπόψη για τη λήψη παροχών. γ. Εάν τα πρόσωπα της παραγράφου 1 ασκούν παράλληλα και άλλη δραστηριότητα, για την οποία βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ισχύουν, προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον πρώην ΟΓΑ, υπολογίζεται η ασφαλιστική εισφορά βάσει του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 40 και 41 παράγραφος 2 του Ν. 4387/2016, όπως ίσχυαν μέχρι 31.12.2019, και σε αυτή προστίθεται η εισφορά που έχει καταβληθεί μέσω εργοσήμου. Σε περίπτωση που το ως άνω άθροισμα των ασφαλιστικών εισφορών δεν καλύπτει την ελάχιστη εισφορά, ετήσια ή μηνιαία κατά περίπτωση, η σχετική διαφορά αναζητείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περιπτώσεις α΄ και β΄. Σε περίπτωση που το ως άνω άθροισμα ασφαλιστικών εισφορών καλύπτει την ελάχιστη εισφορά, ετήσια ή μηνιαία κατά περίπτωση, το επιπλέον ποσό δεν επιστρέφεται και λαμβάνεται υπόψη για τη λήψη παροχών. Μέχρι τον προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισης από το εργόσημο, οι ασφαλισμένοι καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές που προκύπτουν βάσει του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος ή την ελάχιστη προβλεπόμενη εισφορά, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 40 και 41 παράγραφος 2 του Ν. 4387/2016, όπως ίσχυαν μέχρι 31.12.2019. Τυχόν επιπλέον ποσά που έχουν καταβληθεί, πέραν των οφειλόμενων βάσει των ανωτέρω, από τον ασφαλισμένο μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, επιστρέφονται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. δ. Εάν τα πρόσωπα της παραγράφου 1 ασκούν παράλληλα και άλλη δραστηριότητα, μισθωτή ή μη μισθωτή, για την οποία βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ισχύουν, προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης σε άλλον, πλην ΟΓΑ, πρώην φορέα ασφάλισης, έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις του άρθρου 36 παράγραφος 1 του Ν. 4387/2016 όπως ίσχυε μέχρι τις 31.12.2019. Για την εφαρμογή των ανωτέρω οι ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί μέσω εργοσήμου επιμερίζονται στους μήνες ασφάλισης που προκύπτουν βάσει των αμοιβών με εργόσημο. |