Το έγγραφο προστέθηκε επιτυχώς!

Το έγγραφο προστέθηκε επιτυχώς στα αγαπημένα σας! Μπορείτε να το δείτε κάνοντας click εδώ.

Το έγγραφο υπάρχει ήδη!

Το έγγραφο υπάρχει ήδη στα αγαπημένα σας. Μπορείτε να το δείτε κάνοντας click εδώ.

Σφάλμα

Η εισαγωγή δεν μπορεί να ολοκληρωθεί.

Αποθήκευση σχολίου

Το σχόλιο σας αποθηκεύτηκε με επιτυχία!

Ανανέωση σχολίου

Το σχόλιο σας ανανεώθηκε με επιτυχία!

Αποστολή email

Το email σας στάλθηκε επιτυχώς!

Menu
Φόρτωση...

Απόφαση Αρείου Πάγου 455/2010

ΘΕΜΑ:

Η θερινή άδεια δεν μεταφέρεται το επόμενο έτος.

Περίληψη:
Από τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ και του άρθρου 7 παρ. 2 του Π.Δ. 88/1999, συνάγεται ότι η απαγόρευση της αντικατάστασης της ετήσιας άδειας με χρηματική αποζημίωση αναφέρεται στο ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου υποχρεούται ο εργοδότης σε χορήγηση της άδειας, στην περίπτωση δε που αυτή δεν χορηγηθεί μέχρι τη λήξη του έτους, ο μισθωτός δεν έχει υποχρέωση να δεχτεί την αυτούσια χορήγησή της σε επόμενο έτος. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας δεν απαιτείται η υποβολή αιτήσεως, όμως, για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του προς λήψη της κατά 100% προσαυξήσεως, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε.

Αριθμός 455/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1
΄ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Παναγιώτη Κομνηνάκη και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ (ΔΕΗ) ΑΕ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Περικλή Κατσαούνη.

Του αναιρεσιβλήτου:Ψ1, κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αβραάμ Ιορδανίδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-5-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2346/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3845/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24-3-2009 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 14-1-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28§ 1 του Συντάγματος, 1§1 και 3 εδ. β, 5 §1 του α.ν. 539/1945, 1§1 στοιχ. ε΄ της υπ΄ αρ. 52/1936 Διεθνούς Συμβάσεως "Περί κανονικών κατ΄ έτος αδειών ΅ετ΄ αποδοχών" η οποία κυρώθηκε ΅ε το Ν. 2081/1952, 3 του Ν.Δ. 3755/1957, ΅ε το οποίο προστέθηκε στην § 1 του άρθρου 5 του α.ν.539/1945, δεύτερο εδάφιο, προκύπτει ότι η εξαίρεση των εργαζομένων σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας από τις διατάξεις του α.ν. 539/1945, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικοί κανονισμοί των επιχειρήσεων αυτών δίνουν το δικαίωμα για ετήσια άδεια ΅ε αποδοχές, διάρκειας τουλάχιστον ίσης προς εκείνη της άδειας που προβλέπεται από τον α.ν. 539/1945, που αναφέρθηκε παραπάνω, δεν επεκτείνεται και στην αυτοτελή και ανεξάρτητη από τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού πρόβλεψη της κύρωσης που θεσπίζεται ΅ε το άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755/1957, η οποία έχει τη μορφή αστικής ποινής και αφορά στην υποχρέωση του εργοδότη, ο οποίος αρνήθηκε την χορήγηση στον εργαζόμενο της νόμιμης κατ΄ έτος αδείας του, μέχρι τη λήξη του αντίστοιχου έτους, να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας, προσαυξημένες κατά ποσοστό 100%. Ακόμη, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τη διάταξη της § 1 του άρθρου 4 του ίδιου ως άνω α.ν. 539/1945, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 § 15 του Ν. 4504/1966,με την οποία ορίζεται ότι "Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των κατ` έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιώνται εντός του από 1ης Μαϊου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνο εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις δια την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν δια την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ` αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχει την άδειαν έστω και αν δεν εζητήθη αυτή υπό του μισθωτού", προκύπτει σαφώς, ότι δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της προαναφερόμενης ετήσιας άδειας του τελευταίου, που δεν του χορηγήθηκαν από τον εργοδότη στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, με συνέπεια να είναι ανίσχυρη τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους να καταβάλει σ΄ αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας με προσαύξηση κατά 100%, μη δυνάμενος να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωσή του προς το μισθωτό με τη χορήγηση σ΄ αυτόν των παραπάνω ημερών αδείας και το συμψηφισμό αυτών προς το ανύπαρκτο σύνολο συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών, που δεν του χορηγήθηκαν, ενώ η ως άνω προσαύξηση 100% αφορά μόνον στις αποδοχές και όχι και στο επίδομα αδείας, αφού ο νόμος αναφέρεται ρητά στις αποδοχές αδείας και όχι στο επίδομα (Ολ. ΑΠ 32/2005), η δε προβλεπόμενη στην §1 του άρθρου 4 του ανωτέρω α.ν 539/1945, όπως αυτός συμπληρώθηκε με το άρθρο 3§15 του Ν. 4504/1966, υποβολή αίτησης του μισθωτού προς χορήγηση της αδείας του, το πολύ εντός διμήνου από την ημέρα υποβολής της, αποσκοπεί μόνο στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων, μέσα στα οποία υπάρχει η υποχρέωση του εργοδότη να χορηγήσει αυτή και δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση από τον εργαζόμενο του σχετικού δικαιώματός του λήψεως αυτής. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3,174,680, 679 του ΑΚ, μ΄ εκείνες των άρθρων 8 του ν.2112/1920, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 11 του Α.Ν. 537/1936, 2 §1, 3 §1 και 25 § 2 του Ν. 3239/1955 και 5 § 5 του αναφερόμενου και παραπάνω α.ν. 539/1945, συνάγεται σαφώς ότι είναι ανίσχυρη η δήλωση του μισθωτού με την οποία παραιτείται από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του. Η ακυρότητα αυτή αφορά στα ελάχιστα όρια των μισθών και αποζημιώσεων των εργαζομένων που προβλέπονται από το νόμο, τις ΕΣΣΕ ή άλλες κανονιστικές διατάξεις. Εξάλλου η υπ΄ αριθ. 93/104/ΕΚ Οδηγία εκδόθηκε ΅ε βάση το άρθρο 118 Α της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ έχουν αντικατασταθεί από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) και καθορίζει, σύμφωνα ΅ε το άρθρο 1, παράγραφος 1, τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας, όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Το τμήμα ΙΙ της Οδηγίας προβλέπει τα μέτρα που υποχρεούνται να λαμβάνουν τα κράτη ΅έλη, ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει ελάχιστη περίοδο ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης, καθώς και ετήσια άδεια ΅ετ΄ αποδοχών. Ρυθμίζει επίσης το χρόνο διαλείμματος και την ανώτατη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας. Όσον αφορά την ετήσια άδεια, το άρθρο 7 της οδηγίας ορίζει τα εξής "1.Τα κράτη ΅έλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζόμενους ετήσια άδεια ΅ετ΄ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα ΅ε τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας. 2.Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας ΅ετ΄ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση ΅όνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης". Περαιτέρω, το άρθρο 17 της οδηγίας προβλέπει την ευχέρεια παρεκκλίσεων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από διάφορες διατάξεις της οδηγίας αυτής, χωρίς να αναφέρει σχετικώς το άρθρο 7. Η Οδηγία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τις 2 Αυγούστου 2004 από την Οδηγία 2003/88/ΕΚ της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά ΅ε ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕL 299, σελ. 9). Το άρθρο 7 της Οδηγίας παρέμεινε αμετάβλητο. Ταυτόσημη είναι και η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 7 παρ. 2 του Π.Δ. 88/1999, ΅ε το οποίο η άνω οδηγία ενσωματώθηκε στο εσωτερικό ΅ας δίκαιο, σύμφωνα ΅ε την οποία η ελάχιστη περίοδος ετήσιας αδείας ΅ετ΄ αποδοχών μπορεί να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση, ΅όνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης. Από τη σαφή γραμματική διατύπωση, αλλά και από το πνεύμα και το σκοπό των παραπάνω διατάξεων, δηλαδή τόσο του άρθρου 7 παρ.2 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, όσο και του άρθρου 7 παρ.2 του Π.Δ 88/1999, συνάγεται ότι η απαγόρευση της αντικατάστασης της ετήσιας άδειας με χρηματική αποζημίωση που θεσπίζει η διάταξη αυτή, αναφέρεται στο ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου υποχρεούται ο εργοδότης σε χορήγηση της άδειας και έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει στο μισθωτό την ανάπαυση και την ανανέωση των δυνάμεων του, κάθε έτος, για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί, δε, να συναχθεί από τη συγκεκριμένη διάταξη συμπέρασμα ότι στην περίπτωση που δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο αφορά, ο μισθωτός έχει υποχρέωση να δεχτεί την αυτούσια χορήγησή της σε επόμενο έτος, σωρευτικά με την άδεια του έτους εκείνου, μη δικαιούμενος να ζητήσει την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας αποζημίωση, λόγω μη χορηγήσεως της αδείας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. δεύτερο του αυτού νόμου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755/57, "Επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ΄ έτος αδείας του, υποχρεούται όπως άμα τη λήξει του έτους καθ` ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας ηυξημένας κατά 100%". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως (έγγραφης ή προφορικής), όμως, για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, το Εφετείο δέχθηκε τα παρακάτω: Ο ενάγων προσελήφθη στις 20-1-1982 ως έκτακτος υπάλληλος, από την εναγομένη, η οποία, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4468/1960, όπως τροποποιήθηκε με το ΠΔ 360/1991 και με τους Ν.1914/1990 και 1947/1991, εξήλθε μεν από το "Δημόσιο Τομέα", πλην όμως εξακολουθεί να ανήκει στην κατηγορία των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Από το έτος 1985 εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό, σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Καταστάσεως Προσωπικού της ΔΕΗ (Κ.Κ.Π/Δ.Ε.Η), που θεσπίστηκε με την από 4-10-1973 ΕΣΣΕ, σύμφωνα με την § 5 του άρθρου 7 του Ν.3239/1955, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β 1274/1973 και κυρώθηκε με το άρθρο 2 του Ν.Δ/τος 210/1974 και επομένως έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, όπως τροποποιήθηκε με την § 3 του Κεφαλαίου Α΄ της από 28-2-1990 ΕΣΣΕ, που κυρώθηκε με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ. Β΄277. Από την ημερομηνία πρόσληψης του υπηρέτησε στη Διεύθυνση Περιφέρειας Αττικής, μέχρι την 30-11-1993, οπότε μετατέθηκε στον Τομέα Ασφάλειας Εγκαταστάσεων της Διεύθυνσης Προσωπικού. Από το άρθρο 3 του ως άνω Κανονισμού της ΔΕΗ, σε συνδυασμό με τ΄ αναφερόμενα στα προσκομιζόμενα από την εναγομένη έγγραφα εκδόσεώς της, με στοιχεία ΣΟΔΙΔ ΠΙ (1990), παρ. Δ 20.7 και ΜΟΔ 8-3/14-3-1996, προκύπτει ότι ο ενάγων δικαιούταν να λάβει είκοσι πέντε (25) ημέρες άδειας αναψυχής για καθένα των ετών 2002, 2003 και 2004, οι οποίες έπρεπε να του χορηγηθούν έως την 1-1-2003, 1-1-2004 και 1-1-2005, αντίστοιχα. Με την υπ΄ αριθμόν πρωτ. ... αίτηση-δήλωσή του προς την αρμόδια υπηρεσία της εναγομένης ζήτησε την έγκριση μεταφοράς της κανονικής του άδειας του έτους 2002, διάρκειας 25 ημερών, στο έτος 2003, δηλώνοντας ανεπιφύλακτα ότι θα λάβει αυτούσια την κανονική άδεια του έτους αυτού (2002) και ότι δεν προτίθεται να ζητήσει την καταβολή των αντίστοιχων αποδοχών του. Αντίθετα, το έτος 2003 χορηγήθηκε στον ενάγοντα η κανονική άδειά του, ενώ για το έτος 2004, ο ενάγων δεν έλαβε την κανονική του άδεια. Η ως άνω προβλεπόμενη από τον α.ν. 539/1945 και τις Σ.Σ.Ε. των ετών 2002 και 2004 ετήσια (κανονική) άδεια, έπρεπε να χορηγηθεί στον ενάγοντα οπωσδήποτε μέσα στο έτος στο οποίο αφορούσε, ΅η επιτρεπομένης, της μεταφοράς αυτής στο επόμενο ή σε μεθεπόμενα έτη.

Συνεπώς, η γενόμενη μεταφορά στο επόμενο έτος των ημερών άδειας αναψυχής του ενάγοντος για το έτος 2002, είναι ανίσχυρη (άκυρη), έστω και αν έγινε ΅ε τη συναίνεσή του, όπως άκυρη είναι και η παραίτηση του από το δικαίωμα λήψης των αντίστοιχων αποδοχών αδείας του. Συνακόλουθα, εφόσον η εναγομένη δεν χορήγησε στον ενάγοντα τις αντίστοιχες ημέρες αδείας του για τα έτη 2002 και 2004, είναι υποχρεωμένη, να καταβάλει σ΄ αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας του, μη δυνάμενη να εκπληρώσει την συγκεκριμένη νόμιμη υποχρέωσή της με τη χορήγηση σ΄ αυτόν αυτούσιων των συγκεκριμένων ημερών της αδείας του. Περαιτέρω, υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα τις παραπάνω αποδοχές αδείας προσαυξημένες, κατά ποσοστό 100%, αφού, η ΅η χορήγησή τους οφείλεται σε υπαιτιότητα (ελαφρά αμέλεια), των οργάνων της, τα οποία, ήταν υποχρεωμένα, πριν από τη λήξη κάθε ημερολογιακού έτους, να του χορηγήσουν την ετήσια άδειά του, έστω και αν ο ενάγων δεν υπέβαλε την προβλεπόμενη από το άρθρο 4 § 1 του ως άνω α.ν. 539/1945 αίτηση. Ενόψει των προαναφερομένων, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κρίθηκαν απορριπτέοι οι ισχυρισμοί της εναγομένης ότι ο ενάγων δεν δικαιούται α) αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες σ΄ αυτόν ημέρες άδειας αναψυχής των επιδίκων ετών, καθόσον τούτο απαγορεύεται ρητά από τη διάταξη του άρθρου 7 § 2 του Π.Δ/τος 88/1999, β) τις επίδικες αποδοχές αδείας, καθόσον παραιτήθηκε αυτών, με την έγγραφη αίτηση-δήλωσή του, ενώ η μεταφορά των ημερών αδείας του έτους 2002 στο επόμενο έτος έγιναν κατόπιν της ως άνω αιτήσεως του, και γ) την προσαύξηση σε ποσοστό 100% των αποδοχών αδείας του, αφού ουδέποτε υπέβαλε προς αυτή έγγραφη αίτηση. Στη συνέχεια, το Εφετείο δέχθηκε ότι η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποδοχές αδείας που δεν έλαβε, τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: α) για το έτος 2002 1650,87 ευρώ, β) για το έτος 2004, 2.159,84 ευρώ. Ακολούθως εξαφάνισε την 2346/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και στη συνέχεια, δέχθηκε, εν μέρει, την αγωγή ως βάσιμη κατ΄ ουσία και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να καταβάλλει στον αναιρεσίβλητο τα παραπάνω ποσά, προσαυξημένα κατά 100%. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο Α)όσον αφορά την επιδίκαση στον αναιρεσίβλητο των παραπάνω ποσών, δίχως την προσαύξηση, ως αποζημίωσης για τη μη χορήγηση της κανονικής του αδείας, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και των άρθρων 7 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, και 7 παρ.2 του Π.Δ. 88/1999. Επομένως, ο περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 του K.Πολ.Δ., πρώτος, λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Β)παραβίασε,όμως, τόσο ευθέως όσο και εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του αν.ν.539/1945 που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/57, και του άρθρου 330 του ΑΚ, διότι, επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο τα παραπάνω ποσά των 1650,87 ευρώ και 2.159,84 ευρώ, προσαυξημένα κατά 100%, λόγω μη χορήγησης των κανονικών αδειών, εντός των ετών 2002 και 2004, χωρίς όμως να αναφέρει, αν ο αναιρεσίβλητος ζήτησε τις παραπάνω άδειες και η αναιρεσείουσα αρνήθηκε να τις χορηγήσει σ΄ αυτόν.Επομένως είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 του ΚΠολΔ, δεύτερος και τρίτος, λόγοι αναιρέσεως και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το πιο πάνω κεφάλαιο της, ήτοι κατά το μέρος που αφορά την προσαύξηση 100% της οφειλόμενης άδειας για τα έτη 2002 και 2004 και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Ο αναιρεσίβλητος πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων( άρθρ. 183,178 και 176 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί, εν μέρει, την 3845/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο αυτής.

Παραπέμπει την υπόθεση προς εκ νέου εκδίκαση κατά το άνω κεφάλαιο στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 2010. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Μαρτίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αποστολή εγγράφου με mail
* Email παραλήπτη
Email αποστολέα
Ονοματεπώνυμο αποστολέα
Θέμα
Σχόλια
Να συμπεριληφθούν τα σχόλια της επιστημονικής ομάδας
Να συμπεριληφθούν τα προσωπικά σας σχόλια

Εκτύπωση εγγράφου

Αποστολή άρθρου με mail
* Email παραλήπτη
Email αποστολέα
Ονοματεπώνυμο αποστολέα
Θέμα
Σχόλια
Να συμπεριληφθούν τα σχόλια της επιστημονικής ομάδας
Να συμπεριληφθούν τα προσωπικά σας σχόλια
Εκτύπωση άρθρου
Να συμπεριληφθούν τα σχόλια της επιστημονικής ομάδας
Να συμπεριληφθούν τα προσωπικά σας σχόλια
Προσθήκη στο ευρετήριο
Εισάγετε τον τίτλο: