1. Η εργασιακή σχέση δεν διακόπτεται , αλλά αναστέλλεται Κατά το άρθρον 1 του νόμου 3514/1928 , ο μισθωτός που απασχολείται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και στρατεύεται έχοντας συμπληρώσει προηγουμένως έξι (6) τουλάχιστον μήνες υπηρεσίας στον τελευταίο εργοδότη, όταν αποστρατευθεί , δικαιούται να επανέλθει στην επιχείρηση που εργαζόταν πριν από τη στράτευσή του υπό την προϋπόθεση ότι , μέσα σε ένα (1) μήνα από την ημέρα της αποστρατείας του πρέπει να δηλώσει στα αρμόδια όργανα της επιχείρησης ότι επιθυμεί να επανέλθει και να επανενταχθεί στο εργατικό δυναμικό της. Ως ημέρα αποστρατείας θεωρείται η ημέρα χορήγησης στον αποστρατευθέντα μισθωτό του φύλλου πορείας (απολυτηρίου στρατού).
Ο υπολογισμός κατά τα ανωτέρω, της εξάμηνης υπηρεσίας του μισθωτού έχει ως χρονικό σημείο εκκίνησης την ημέρα πρόσληψης αυτού και σημείο λήξης την ημέρα κατά την οποία καλείται στις τάξεις του στρατού ( και όχι την ημέρα που παρουσιάζεται στις τάξεις του στρατού).
Στην περίπτωση του ερωτήματος όπου ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον ένα έτος υπηρεσίας , προφανώς και υφίσταται υποχρέωση επανόδου και επανένταξης στο εργατικό δυναμικό της μετά την αποστρατεία του.
Σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του A.N. 539/45, ο χρόνος στράτευσης θεωρείται ως χρόνος εργασίας για την άδεια.
2. Άδεια και επίδομα αδείας Κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 4 του
A.N. 539/45, η χρονική περίοδος χορήγησης της άδειας διακανονίζεται μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αίτησης.
Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του A.N. 539/45, επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, ο εργοδότης που αρνείται τη χορήγηση σε εργαζόμενο αυτού της νομίμου ετησίας αδείας του, υποχρεούται με τη λήξη του έτους κατά το οποίο δικαιούται αδείας ο εργαζόμενος, να καταβάλει σ' αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές των ήμερων αδείας, αυξημένες κατά 100%.
Το δικαίωμα αυτό του μισθωτού να αξιώσει την πληρωμή των αποδοχών της αδείας στο διπλάσιο καθώς και επίδομα αδείας, στοιχειοθετείται αν ο εργαζόμενος αποδείξει ότι ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε
(Εφετείο Αθηνών 8963/1991 ).
Από το παραπάνω συνάγεται ότι, επειδή με την στράτευση του εργαζόμενου δεν παρέχεται εκ των πραγμάτων η ευχέρεια στον εργοδότη να του χορηγήσει την άδεια οποτεδήποτε μέχρι τέλους του ημερολογιακού έτους, για τον λόγο αυτό και δεν δεσμεύεται να την χορηγήσει, πριν την αποχώρηση του εργαζόμενου λόγω στράτευσης.
Σε καμία όμως περίπτωση δεν κωλύεται για την χορήγηση της κανονικής άδειας πριν την στράτευση, εφόσον υπάρχει το χρονικό περιθώριο για την χορήγηση αυτής.
Συνεπώς κατά το ημερολογιακό έτος στράτευσης του με δεδομένο ότι έχει θεμελιωμένο δικαίωμα , δικαιούται αδείας και επιδόματος αδείας . Ο μισθωτός ο οποίος στρατεύεται δικαιούται να λάβει την κανονική του άδεια κατά το ημερολογιακό έτος της στράτευσής του και φυσικά πριν την κατάταξή του στο στράτευμα.
Ο στρατευόμενος μισθωτός δεν δικαιούται, όπως είναι φυσικό ,άδεια κατά το διάστημα της στράτευσής του με δεδομένο ότι έχει επέλθει νόμιμη αναστολή της εργασιακής του σχέσης κατά το διάστημα αυτό. Αν όμως έχει γνωστοποιήσει έγκαιρα στον εργοδότη τη μελλοντική στράτευσή του, δικαιούται να λάβει άδεια κατά το ημερολογιακό έτος στο οποίο εμπίπτει η στράτευση του, εφ’ όσον βέβαια υφίστανται τα χρονικά περιθώρια για τη λήψη της ετήσιας κανονικής άδειάς του.
Στην περίπτωση που δεν του χορηγήθηκε η άδεια κατά το έτος στράτευσης , δικαιούται αποζημίωσης αδείας
(χωρίς να καταλογισθούν εισφορές στο ποσό αυτό της αποζημίωσης αδείας) & επίδομα αδείας
που πρέπει να καταβληθεί μέχρι την 31 η Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους. Εν προκειμένω για το ημερολογιακό έτος 2023 , το ποσό της αποζημίωσης αδείας και του επιδόματος αδείας
πρέπει να καταβληθεί μέχρι την 31 η Μαρτίου 2024 . Διευκρινίζεται ότι με τη στράτευση του εργαζόμενου δεν παρέχεται εκ των πραγμάτων η ευχέρεια στον εργοδότη να του χορηγήσει την άδεια οποτεδήποτε μέχρι την
31 η Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, για τον λόγο αυτό και δεν δεσμεύεται να την χορηγήσει, πριν την αποχώρηση του εργαζόμενου λόγω στράτευσης. Υποχρεούται όμως στην περίπτωση αυτή (που δεν του χορήγησε την άδεια) να του καταβάλει αποζημίωση αδείας.
Κατά το ημερολογιακό έτος επανόδου και επανένταξής του στην επιχείρηση άμα τη αποστρατεία του, λαμβάνοντας ως στοιχείο ότι ο εν λόγω μισθωτός έχει εισέλθει σε νέο ημερολογιακό έτος απασχόλησης και διανύει το τρίτο ή και τα επόμενα του τρίτου, ημερολογιακά έτη , δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια κανονική άδεια (22 ημέρες άδειας επί πενθημέρου και 26 ημέρες άδειας επί εξαημέρου εφόσον βεβαίως η συνολική του προϋπηρεσία είναι μικρότερη των 12 ετών), σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού (του έτους επανόδου στην επιχείρηση). Επιπρόσθετα δικαιούται ακέραιο το επίδομα αδείας κατά το έτος επανόδου του στην εργασία.
3. Αποδεικτικά αναστολής της εργασιακής σχέσης Σε κάθε περίπτωση κατά το χρονικό διάστημα της στράτευσης του μισθωτού, όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά έγγραφα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, αντίγραφα των οποίων πρέπει να διατηρεί στο αρχείο της η επιχείρηση , επέρχεται νόμιμη αναστολή της εργασιακής σχέσης και δεν χρειάζεται να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών για αυτό το διάστημα . Συνεπώς η επίδειξη και μόνο των στρατολογικών εγγράφων που πιστοποιούν το χρόνο στράτευσης του μισθωτού , αρκούν για να δικαιολογήσουν στους ελεγκτικούς φορείς του ΣΕΠΕ και του τέως ΙΚΑ , την μη καταβολή αποδοχών και την μη ασφάλιση του μισθωτού κατά το διάστημα αυτό της στράτευσής του.