Με μια πρωτοφανή για την ελληνική πραγματικότητα συνέπεια και συνέχεια, όλες οι κυβερνήσεις, εδώ και πολλές δεκαετίες, προσέφεραν στην Εκκλησία ένα ιδιότυπο καθεστώς φορολογικής ασυλίας, η εκκλησιαστική περιουσία έμενε επί της ουσίας στο απυρόβλητο, οι λέξεις οικονομική στενότητα, λιτότητα, στενωπός, δεν άγγιζαν ποτέ τα λογιστικά της βιβλία, η προνομιακή -κατά κοινή ομολογία- μεταχείριση εξέθετε το κράτος, άφηνε την Εκκλησία ευάλωτη σε σκληρή κριτική, αλλά εξόργιζε και τους πολίτες για το καθεστώς ανισότητας.
Από το 1945 έως σήμερα θεσπίστηκαν δεκάδες φόροι για την ακίνητη περιουσία και τις μεταβιβάσεις ακινήτων «κοινών θνητών», η Εκκλησία όμως και γενικότερα οι Ιερές Μονές, πάντα εξαιρούντο. Ακόμα και ο νόμος του 1945 που προέβλεπε τη φορολόγηση με συντελεστή 25% (αργότερα αυξήθηκε σε 35% για να καταργηθεί το 2004...) των ακαθαρίστων εσόδων της Εκκλησίας, ενεργοποιήθηκε μεν αλλά ουδέποτε αρμόδιος κρατικός μηχανισμός έλεγξε την ειλικρίνεια των στοιχείων, όπως γίνεται (σχεδόν) για κάθε Ελληνα πολίτη. Είναι γνωστό ότι οι Μητροπόλεις τηρούσαν «διπλά» βιβλία και απέδιδαν φόρους για το 10% των εσόδων που είχαν, ενώ το 90% βαφτίζονταν ως έσοδα «εκ δωρεών» και αποτυπώνονταν στα δεύτερα βιβλία.
Το 2004 ο φόρος αυτός καταργήθηκε ως αναποτελεσματικός, όπως επίσης καταργήθηκε και ο φόρος 10% που επιβαρύνει τα μισθώματα από την εκμίσθωση γαιών και οικοδομών.
Η πρώτη κίνηση για τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας και των Μονών έγινε με τον νόμο 3634/2008 που προβλέπει την επιβολή ενιαίου τέλους ακινήτων (ΕΤΑΚ) με συντελεστή 0,1% επί της αξίας κτισμάτων, οικοπέδων και αγροτεμαχίων που εκμισθώνουν ή έχουν παραχωρήσει δωρεάν οι Ιεροί Ναοί, οι Ιερές Μονές, το Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου, η Ιερά Μονή του Ορους Σινά, το Αγιον Ορος, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας. Μέχρι στιγμής ουδείς πέραν της Κεντρικής Οικονομικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδας που υπάγεται στην Ιερά Σύνοδο, έχει υποβάλει το ενιαίο τέλος ακινήτων. Η Κεντρική Οικονομική Υπηρεσία κατέβαλε το ποσό των 700.000 ευρώ στο ελληνικό Δημόσιο.
Στις εξαιρέσεις από το 1945
Ειδικότερα, οι φόροι που θεσπίστηκαν από το 1945 έως σήμερα και οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις απαλλάσσουν από τη φορολογία εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία έχουν ως εξής:
Θέσπιση της εισφοράς της Εκκλησίας στο κράτος.
Με τη ρύθμιση αυτή το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει τους μισθούς των κληρικών και η Εκκλησία ανέλαβε την υποχρέωση να εισφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό το 25% των ακαθάριστων εσόδων της. Συγκεκριμένα το άρθρο 2 παρ. 2Α του α.ν. 536/45 αναφέρει: «Προς κάλυψιν της δαπάνης διά την μισθοδοσίαν των εφημερίων, ορίζονται από της 1ης Οκτωβρίου 1945 οι κάτωθι πόροι: Α) Εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων των ενοριακών και συναδελφικών, ως και των υπό ειδικών διεπομένων Ναών… Η είσπραξις της ανωτέρω εισφοράς ενεργείται κατά τας διατάξεις του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων». Αργότερα με το άρθρο 5 του Α.Ν. 469/68 το ποσοστό της εισφοράς αυξήθηκε από 25% σε 35%.
Εξαιρούνται από το φόρο μεταβίβασης.
Ο αναγκαστικός νόμος 1521/1950 περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων εξαιρεί τις εκκλησίες και τις ιερές μονές.
Απαλλάσσονται και από τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας.
Στον νόμο 2459/1997 που θεσπίστηκε επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ προβλέπεται η απαλλαγή της Εκκλησίας και των μονών από τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας. Συγκεκριμένα απαλλάσσονται από τον ΦΜΑΠ:
- Η Ιερή Μονή του όρους Σινά, το Ιερό Κοινό του Πανάγιου Τάφου και το Αγιον Ορος.
- Οι ιεροί ναοί, οι ιερές μονές, τα αναγνωρισμένα θρησκευτικά δόγματα, για τα ακίνητα που χρησιμοποιούν.
Καταργείται ο φόρος 35% επί των ακαθαρίστων εσόδων.
Λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του έτους 2004, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με την ψήφιση του άρθρου 15 του ν. 3220/04, κατήργησε, από 1-1-2004, την υποχρέωση της Εκκλησίας για την ως άνω εισφορά. Συγκεκριμένα το άρθρο 15 του ν. 3220/04 αναφέρει: «Καταργείται η εισφορά που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του α.ν.536/45». Σημειώνεται ότι ο ανωτέρω ν. 536/45, ουδέποτε τηρήθηκε με αυστηρότητα.
Κατάργηση του φόρου για μισθώματα ακινήτων.
Με τον φορολογικό νόμο που ψηφίστηκε επί κυβέρνησης Ν.Δ. (ν. 3296/04), καταργήθηκε ο φόρος 10% που επιβαρύνει τα μισθώματα από την εκμίσθωση γαιών και οικοδομών. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 6 του ως άνω νόμου, αναφέρεται ότι τα εισοδήματα που αποκτούν από εκμισθώσεις οικοδομών και γαιών οι ιεροί ναοί, οι ιερές μητροπόλεις, οι ιερές μονές κ.λπ. φορολογούνται για το έτος 2005 με 10%, ο οποίος μειώνεται σε 7% για τα εισοδήματα οικονομικού έτους 2006 και σε 4% για τα εισοδήματα του οικονομικού έτους 2007. Το 2008 ο φόρος καταργήθηκε...
Απαλλαγή και από φόρο υπερτιμήματος και το τέλος συναλλαγών.
Στο νομοσχέδιο «Φόρος προστιθέμενης αξίας στις νέες οικοδομές, μεταβολές στη φορολογία κεφαλαίου και άλλες διατάξεις» οι φοροαπαλλαγές της Εκκλησίας διευρύνονται, καθώς «δεν υπόκεινται στον φόρο αυτόματου υπερτιμήματος οι ιεροί ναοί και οι ιερές μονές» (άρθρο 7) και «οι ιεροί ναοί και οι ιερές μονές απαλλάσσονται από το τέλος συναλλαγής» (άρθρο 16).
Η (ουσιαστικά) πρώτη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Η θέσπιση του Ενιαίου Τέλους Ακινήτων περιλαμβάνει τις μονές και τις εκκλησίες, οι οποίες θα πρέπει να καταβάλλουν για τα ακίνητα που κατέχουν 0,1% επί της αντικειμενικής αξίας. Συγκεκριμένα ο νόμος αναφέρει ότι υπόκεινται σε Ενιαίο Τέλος Ακινήτων: Τα ακίνητα, που δεν χρησιμοποιούν για να επιτελούν το λατρευτικό τους έργο οι κατά το άρθρο 13 παράγραφος 2 του Συντάγματος γνωστές θρησκείες και δόγματα, το Ιερό Κοινό του Πανάγιου Τάφου, η Ιερά Μονή του όρους Σινά, το Αγιο Ορος, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας.
22/9/2008
Πηγή:
www.kathimerini.gr