Μεγάλη εντύπωση έχει προκαλέσει το γεγονός ότι η Ελλάδα θα έχει καταφέρει το 2025 να μειώσει (βελτιώσει) το δείκτη του δημοσίου χρέους της ως ποσοστό του Α.Ε.Π. κατά περισσότερο από εξήντα ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε μόλις πέντε χρόνια! Και αυτό, γιατί η τιμή του συγκεκριμένου δείκτη από το 209,4% του 2020, υποχώρησε στο 163,9% το 2023, στο 154% πέρυσι και προβλέπεται με βάση τον Προϋπολογισμό να κλείσει φέτος στο 147,5%.
Η εκπληκτική αυτή επίδοση ήταν αρχικά προγραμματισμένη να έρθει μετά την πάροδο δεκαετιών και όχι σε χρονικό διάστημα μόλις πέντε ετών. Σε ποιους παράγοντες, όμως, μπορεί να αποδοθεί η εξαιρετική αυτή εξέλιξη;
Πρώτον, στην αύξηση του Α.Ε.Π., που αποτελεί τον παρονομαστή αυτού του δείκτη (κλάσματος). Για παράδειγμα, το Α.Ε.Π. έτρεξε με +2,3% το 2023, με +2,2% πέρυσι και αναμένεται να κινηθεί φέτος μεταξύ του +2% και του +2,5%.
Δεύτερον, στη συγκράτηση του αριθμητή του κλάσματος (δημόσιο χρέος σε τρέχουσες τιμές) σε περίπου σταθερά επίπεδα.
Τρίτον (και πολύ σημαντικό) στον υψηλό πληθωρισμό που ξεκίνησε να εμφανίζεται το 2021 και σε μικρότερο βαθμό συνεχίζεται έως σήμερα. Ειδικότερα, όταν δημοσιεύεται μια αύξηση του Α.Ε.Π. κατά π.χ. 2% ή 3%, πρόκειται για μια αποπληθωρισμένη επίδοση. Αν για παράδειγμα ο πληθωρισμός ενός έτους κυμανθεί στο 6% και η αύξηση του αποπληθωρισμένου Α.Ε.Π. στο 3%, τότε το Α.Ε.Π. σε τρέχουσες τιμές (δηλαδή ο παρονομαστής του εξεταζόμενου δείκτη) έχει διογκωθεί κατά 9%. Αν την ίδια χρονιά ο αριθμητής του κλάσματος διατηρηθεί περίπου σταθερός, τότε η τιμή του δείκτη περιορίζεται σημαντικά. Στη διατήρηση του αριθμητή του δείκτη σε σταθερά περίπου επίπεδα συνετέλεσε και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι «κλειδωμένο» και μάλιστα με ιδιαίτερα χαμηλό μέσο επιτόκιο και για πολλά ακόμη χρόνια.
Οι μελλοντικοί σχεδιασμοί
Ποιο, όμως, μίγμα πολιτικής αναμένεται να ακολουθηθεί στο μέλλον σχετικό με το χειρισμό του δημόσιου χρέους;
Πρώτα απ’ όλα, η επίτευξη αξιοσημείωτων θετικών πρωτογενών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, έτσι ώστε το απόλυτο ύψος του δημοσίου χρέους, είτε να διατηρείται σταθερό, είτε να αυξάνεται με πολύ χαμηλούς ρυθμούς.
Δεύτερον, ένα τμήμα των εσόδων από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων-εκχώρησης αξιοποίησης κρατικών περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να διατίθεται για την αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων.
Και τρίτον, μέσα από την αύξηση του παρονομαστή του δείκτη, δηλαδή μέσα από την επίτευξη ετήσιων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης της τάξεως τουλάχιστον του 2% έως 3%. Αν και αρκετοί είναι οι αναλυτές που αμφιβάλλουν για το κατά πόσο η χώρα μπορεί να επιτυγχάνει τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης σε βάθος χρόνου (ιδιαίτερα μετά το 2026 όταν θα έχει ολοκληρωθεί η απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και με δεδομένο το αναπτυξιακό φρένο λόγω του δημογραφικού προβλήματος), οι αγορές φαίνεται να εμπιστεύονται το Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι, το spread των ελληνικών κρατικών ομολόγων δεκαετούς διάρκειας (δηλαδή η διαφορά επιτοκίου δανεισμού μεταξύ γερμανικού και ελληνικού δημοσίου) έχει υποχωρήσει πλέον κάτω από τις εκατό μονάδες βάσης. Επίσης, όλοι σχεδόν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης (πλην της Moody’s) έχουν κατατάξει το Ελληνικό Δημόσιο σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας. Η Ελλάδα μάλιστα δανείζεται με χαμηλότερο επιτόκιο σε σχέση με χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία, αν και έχει υψηλότερο δείκτη χρέους από αυτές, λόγω του ότι η προβλεπόμενη πορεία του δείκτη είναι πτωτική, ενώ για τις χώρες αυτές ανοδική.
Γιατί, όμως, η Ελλάδα επιλέγει μια πολιτική σταδιακής πορείας του δείκτη δημοσίου χρέους σε «κανονικά» επίπεδα και δεν προχωρεί σε μια στρατηγική ταχύτερης (περισσότερο απότομης) προσαρμογής;
Η απάντηση είναι ότι αν κάποιος στο δείκτη του δημοσίου χρέους επί του Α.Ε.Π. προσπαθήσει να μειώσει απότομα τον αριθμητή (π.χ. μέσα από πολύ μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή μέσα από υψηλές αυξήσεις φόρων και δραστικές περικοπές κρατικών δαπανών) θα προκαλέσει τόσο έντονη αναστάτωση στην οικονομία, έτσι ώστε να επηρεάσει πτωτικά το Α.Ε.Π. και να επιδεινώσει το επενδυτικό περιβάλλον. Όπως αναφέρουν οικονομολόγοι, στην περίπτωση της μείωσης του δημοσίου χρέους ισχύει ότι και με τον πιλότο ενός αεροπλάνου: Αν επιχειρήσει ένα πολύ απότομο χαμήλωμα του ύψους, τότε αυτό θα προκαλέσει το θάνατο των επιβατών του αεροσκάφους.
Μια τέτοια σχετική εμπειρία άλλωστε βίωσε η ελληνική οικονομία κατά την προηγούμενη δεκαετία, όταν είχε αποπειραθεί μέσα σε λίγα χρόνια να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα από το 9% του Α.Ε.Π. στο 0%. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει περίπου το 25% του Α.Ε.Π. της και ο δείκτης χρέους να ανεβεί περαιτέρω, παρά το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων το έτος 2012.
Τέλος, μειωτικά στο δημόσιο χρέος θα μπορούσαν μελλοντικά να επιδράσουν ενδεχόμενα έσοδα από αξιοποίηση νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας (π.χ. από την εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου).