Τα τελευταία χρόνια ένα από τα ζητήματα που απασχολούν την οικονομική κοινότητα είναι οι εξελίξεις στο δημοσιονομικό μέτωπο, με την εμφάνιση πρωτογενών πλεονασμάτων που υπερβαίνουν τους προϋπολογισθέντες στόχους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, στα 13,4 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε το πρωτογενές πλεόνασμα του πρώτου φετινού δεκαμήνου, με βάση τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, ποσό σημαντικά υψηλότερο από τα 4,66 δισ. ευρώ του στόχου και των 6,08 δισ. ευρώ για το ίδια διάστημα ένα χρόνο νωρίτερα. Την ίδια ώρα, όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου, τα φορολογικά έσοδα για το προαναφερθέν διάστημα παρουσιάζονται ενισχυμένα κατά 5,8%, διαμορφούμενα στα 55,3 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 3,02 δισ. ευρώ έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2024.
Προφανώς, η ύπαρξη υπέρ-πλεονασμάτων αποτελεί έναν ευχάριστο πονοκέφαλο για την ελληνική οικονομία, καθώς επί σειρά πολλών δεκαετιών το μόνιμο πρόβλημα ήταν το ότι η πορεία των πραγματικών μεγεθών υπολείπονταν κατά πολύ των προϋπολογισθέντων μεγεθών, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να είναι αναγκασμένες είτε να λαμβάνουν δύσκολα μέτρα (π.χ. επιπλέον φόροι και περικοπές παροχών), είτε να αυξάνουν περαιτέρω το δημόσιο χρέος.
Ποιοι είναι, όμως, οι λόγοι που δημιουργούν τα υπέρ-πλεονάσματα; Οι βασικότεροι λόγοι είναι η αύξηση του Α.Ε.Π., η επίδραση του πληθωρισμού στα έσοδα από Φ.Π.Α. και στο μέσο φορολογικό συντελεστή των μισθωτών, αλλά και ο περιορισμός της φοροδιαφυγής μέσω του ηλεκτρονικού οπλοστασίου που έχει αναπτύξει η Α.Α.Δ.Ε..
Το δίλλημα
Οι τρέχουσες συζητήσεις γύρω από το θέμα επικεντρώνονται στον τρόπο χρησιμοποίησης των υπέρ-πλεονασμάτων, δηλαδή το πόσο μεγάλο ποσοστό αυτού θα επιστρέφει πίσω στην πραγματική οικονομία μέσα από μειώσεις φόρων ή από αυξήσεις κρατικών δαπανών (π.χ. κοινωνική πρόνοια και δημόσιες επενδύσεις) ή αντίθετα θα χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, κατευθυνόμενο ουσιαστικά στο εξωτερικό.
Αναμφίβολα, κάθε μία από τις δύο αυτές επιλογές έχει τα δικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, η επιστροφή χρημάτων στην πραγματική οικονομία π.χ. μέσα από την ενίσχυση των κρατικών επενδύσεων:
α) Επηρεάζει θετικά το Α.Ε.Π. της χώρας και τα εισοδήματα των πολιτών, διευρύνοντας παράλληλα τη φορολογική βάση της οικονομίας. Προς την ίδια κατεύθυνση θα λειτουργούσε και μια μείωση φόρων.
β) Μια αύξηση των επενδύσεων θα ωφελούσε παράλληλα και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, λόγω των ωφελειών που θα προσέφερε σε πολίτες και επιχειρήσεις.
Από την άλλη πλευρά, η διάθεση του υπέρ-πλεονάσματος για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους θα μπορούσε και αυτή να προσφέρει πολύ σημαντικά οφέλη σε οικονομία και κοινωνία, εξ’ αιτίας του ότι:
Πρώτον, η όσο το δυνατόν διατήρηση του δημοσίου χρέους σε χαμηλά επίπεδα επιβαρύνει λιγότερο τις επόμενες γενιές των Ελλήνων.
Δεύτερον, όσο μικρότερο είναι το δημόσιο χρέος, τόσο χαμηλότερο είναι και το ύψος των τόκων με το οποίο επιβαρύνεται η χώρα για δύο λόγους. Σε πρώτη φάση εξ’ αιτίας του χαμηλότερου δανεισμού και σε δεύτερη φάση λόγω του μικρότερου επιτοκίου. Δεν είναι τυχαίο ότι λόγω της μείωσης του δείκτη «δημόσιο χρέος προς Α.Ε.Π.» η Ελλάδα σήμερα επιβαρύνεται με επιτόκιο (απόδοση δεκαετούς κρατικού ομολόγου) χαμηλότερο από αυτό της Ιταλίας και παρόμοιο με αυτό της Γαλλίας. Όλα αυτά πριν λίγα χρόνια θεωρούνταν αδιανόητα.
Τρίτον, η μείωση του κόστους δανεισμού του κράτους έχει θετικό αντίκτυπο και στο κόστος δανεισμού τόσο των τραπεζών, όσο και των επιχειρήσεων.
Τέταρτο, η πτωτική πορεία του δείκτη δημοσίου χρέους προς Α.Ε.Π. βελτιώνει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, ψαλιδίζοντας τον επενδυτικό της κίνδυνο (country risk) και καθιστώντας την περισσότερο ελκυστική στις ιδιωτικές επενδύσεις από ελληνικά και ξένα κεφάλαια.
Τέλος, ένας όσο το δυνατόν χαμηλότερος δείκτης χρέους καθιστά περισσότερο ανθεκτική την οικονομία σε περιόδους ενδεχόμενων κρίσεων και αναταραχών. Αυτός ο παράγοντας είναι πολύ σημαντικός, καθώς η Ελλάδα είναι η χώρα της Ευρωζώνης με τον υψηλότερο δείκτη δημοσίου χρέους ως ποσοστού επί του Α.Ε.Π. και αυτό αποτελεί ένα σοβαρό παράγοντα ρίσκου. Το ευχάριστο ωστόσο είναι πως κατά τα τελευταία χρόνια, λόγω της διατήρησης του χρέους σε σταθερά επίπεδα περίπου επίπεδα και της μεγάλης διόγκωσης του Α.Ε.Π. (τόσο σε πραγματικούς όρους, όσο και εξ’ αιτίας του πληθωρισμού), ο δείκτης χρέους έχει αποκλιμακωθεί από το 200% στο 160% και μάλιστα με την τάση να παραμένει πτωτική. Άρα, οι αγορές δανείζουν σήμερα με χαμηλό επιτόκιο την Ελλάδα, έχοντας προεξοφλήσει ότι ο δείκτης του δημοσίου χρέους θα εξακολουθήσει να αποκλιμακώνεται και κατά τα επόμενα χρόνια, πράγμα που δεν θα πρέπει να διαψευσθεί στην πράξη.
Αυτό, πάντως, που φαίνεται ότι θα ακολουθηθεί είναι η «μέση οδός», με αύξηση των κρατικών δαπανών στο βαθμό που αυτό επιτρέπεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και παράλληλα μια «προσοχή» στο μέτωπο του δημοσίου χρέους