Ένα από τα ερωτήματα που απασχολούν εδώ και πολλά χρόνια τους επενδυτές εστιάζεται στο αν είναι προτιμότερο να τοποθετούνται σε μετοχές των μεγάλων εταιρειών (στα αποκαλούμενα blue chips) ή αντίθετα σε τίτλους μικρότερων επιχειρήσεων ή διαφορετικά στα small caps.
Είναι προφανές πως το μέγεθος μιας εταιρείας από μόνο του δεν είναι σε θέση να καθορίσει τη μελλοντική πορεία της τιμής της μετοχής της, καθώς αυτή εξαρτάται από τις οικονομικές επιδόσεις κάθε επιχείρησης, από το επίπεδο της διοίκησής της και από τις μελλοντικές της προοπτικές. Άρα, λοιπόν, μπορεί να αποδειχτούν κερδοφόρες ή ζημιογόνες οι επενδυτικές μας τοποθετήσεις σε εταιρείες όλων των κεφαλαιοποιήσεων, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι μεγάλες ή μικρές.
Οπότε, το προαναφερόμενο ερώτημα τροποποιείται και έτσι τίθεται το δίλλημα: Είναι περισσότερο αποδοτική η τοποθέτηση με μακροπρόθεσμη προοπτική σε ένα χαρτοφυλάκιο μετοχών που θα αποτελείται από blue chips ή σε ένα άλλο, που θα εστιάζεται στα small caps;
Σε μετρήσεις που έχουν γίνει σε αναπτυγμένα χρηματιστήρια του εξωτερικού έχει προκύψει πως σε επίπεδο χαρτοφυλακίων και για μεγάλο βάθος χρόνου τα small caps είναι περισσότερο αποδοτικά, πλην, όμως, συνοδεύονται από υψηλότερο βαθμό κινδύνου. Όλα αυτά, όμως, ισχύουν για πολύ πιο μεγάλες χρονικές περιόδους (π.χ. αρκετές δεκαετίες) σε σύγκριση με το χρονικό ορίζοντα που συνήθως διακρίνει έναν ατομικό επενδυτή (συνήθως τρία-επτά χρόνια).
Σε ότι αφορά την Ελλάδα, η σύγκριση οδηγεί σε πολύ διαφορετικό αποτέλεσμα, ανάλογα με την περίοδο που εξετάζουμε το συγκεκριμένο ζήτημα. Για παράδειγμα, κατά την τριετία 1997-1999 τα small caps ήταν εκείνα που είχαν κλέψει την παράσταση, εικόνα που ανατράπηκε πλήρως κατά την περίοδο 2000-2004. Πιο πρόσφατα, κατά την προηγούμενη δεκαετία οι τίτλοι της χαμηλής κεφαλαιοποίησης είχαν έντονα υπεραποδώσει έναντι των blue chips, ενώ κατά την τελευταία διετία τα «βαριά χαρτιά» είναι εκείνα που υπεραποδίδουν. Πολύ σημαντικό ρόλο στη σύγκριση αυτή διαδραματίζουν οι μετοχές του τραπεζικού κλάδου, οι οποίες αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι των blue chips (το Χρηματιστήριο της Αθήνας χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό ως τραπεζοκεντρικό): Όταν οι τραπεζικές μετοχές ανεβαίνουν (υποχωρούν), τότε συνήθως τα blue chips υπεραποδίδουν (υποαποδίδουν) έναντι των small caps.
Βέβαια, θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι τα σημερινά blue chips δεν είναι τίποτε άλλο από small caps του παρελθόντος!
Ειδικότερα, στην Ελλάδα οι προκλήσεις στις μετοχές χαμηλής κεφαλαιοποίησης εστιάζονται συχνά (όχι πάντοτε) στο χαμηλό ποσοστό ελεύθερης μετοχικής διασποράς (στο αποκαλούμενο free float), στην περιορισμένη εμπορευσιμότητα των τίτλων κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης, αλλά ενδεχομένως και σε ρίσκα που προέρχονται από την έντονη σύνδεση μιας εταιρείας με το βασικό της μέτοχο.
Σύμφωνα με παράγοντες της χρηματιστηριακής αγοράς, ένα small cap χαρτοφυλάκιο απαιτεί:
Πρώτον, μακροχρόνιο επενδυτικό ορίζοντα (τουλάχιστον πέντε έτη).
Δεύτερον, πολύ προσεκτική επιλογή τίτλων, με έμφαση στο αξιόπιστο management και στα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη. Για τα ελληνικά δεδομένα ένας αριθμός μεταξύ επτά και δώδεκα εταιρειών είναι ο κατάλληλος, προκειμένου να υπάρχει επαρκής διασπορά κινδύνου.
Τρίτον, στην επιλογή μετοχών με ισχυρή ρευστότητα, που συνηθίζουν να προχωρούν σε χρηματικές διανομές (μερίσματα ή και επιστροφές κεφαλαίου).
Τέταρτον, ένα τουλάχιστον 30% του χαρτοφυλακίου μας επιβάλλεται να είναι τοποθετημένο σε καταθέσεις ή σε τίτλους σταθερού εισοδήματος (π.χ. ομόλογα, Έντοκα Γραμμάτια, Α/Κ Χρηματαγοράς, κ.λπ.), προκειμένου (μαζί με τις διανομές μερισμάτων) να διαθέτουμε ρευστότητα και να εκμεταλλευόμαστε αγοραστικές ευκαιρίες, αν και εφ’ όσον αυτές προκύψουν.
Ο Peter Lynch, διαχειριστής του Fidelity Magellan fund και υποστηρικτής των μικρών κεφαλαιοποιήσεων, το έχει συνοψίσει γλαφυρά: «Οι μεγάλες εταιρείες έχουν μικρές μεταβολές, ενώ οι μικρές εταιρείες έχουν μεγάλες μεταβολές».
ATHEX Small Caps Conference
Από την πλευρά του, ο Α’ αντιπρόεδρος της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών, Παναγιώτης Αντωνόπουλος, μιλώντας πρόσφατα στο ATHEX Small Cap Conference 2024, σημείωσε μεταξύ άλλων ότι: «ενώ οι μεγάλες εταιρείες προσφέρουν σταθερότητα, οι μικρές συχνά διαθέτουν σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης. Βέβαια, αναγνωρίζουμε τις προκλήσεις, όπως τη χαμηλότερη ρευστότητα και τις διακυμάνσεις τιμών.
Υπάρχουν, ωστόσο, κρίσιμα σημεία που βοηθούν στην προσέλκυση θεσμικών επενδύσεων:
- Πρώτον, η εταιρική διακυβέρνηση και η διαφάνεια είναι θεμελιώδη. Η αξιόπιστη δομή της Διοίκησης και του Διοικητικού Συμβουλίου, με ανεξάρτητα μέλη, και η διαφάνεια της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης ενισχύουν την σταθερότητα και την υπευθυνότητα, κάνοντας τις μικρότερες εταιρίες πιο ελκυστικές.
- Δεύτερον, η διασπορά της μετοχικής σύνθεσης συμβάλλει στη βελτίωση της ρευστότητας και στη μείωση του κόστους συναλλαγών, καθιστώντας τις μετοχές των μικρών εταιριών πιο ελκυστικές για τους θεσμικούς επενδυτές.
- Τρίτον, οι περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και διακυβερνητικοί παράγοντες (ESG) αποτελούν πλέον σημαντική προτεραιότητα για τους επενδυτές. Οι εταιρίες που δίνουν έμφαση στη βιωσιμότητα και την κοινωνική ευθύνη έχουν αυξημένες πιθανότητες να προσελκύσουν θεσμικούς επενδυτές, οι οποίοι αναζητούν μακροπρόθεσμη αξία μέσα από υπεύθυνες επενδυτικές επιλογές».