04/11/24 | Αρχική > Αρθρογραφία > Επώνυμες Σκέψεις

Η χαμηλή συμμετοχή των ελληνικών νοικοκυριών στο χρηματιστήριο

Σειρά συζητήσεων έχει λάβει χώρα κατά τους τελευταίους μήνες σχετικά με την πολύ περιορισμένη συμμετοχή των Ελλήνων επενδυτών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, με τον αριθμό των ενεργών κωδικών να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και τις τιμές των μετοχών στην εγχώρια κεφαλαιαγορά να επηρεάζονται κατά κύριο λόγο από τις εκάστοτε διαθέσεις των ξένων θεσμικών χαρτοφυλακίων.

Μια πρώτη εξήγηση στη συγκεκριμένη παρατήρηση θα μπορούσε να είναι πως τα νοικοκυριά της χώρας προέρχονται από μια προηγούμενη δεκαετία οικονομικής κατάρρευσης, με αποτέλεσμα ένα πολύ σημαντικό ποσοστό αυτών να είναι υπερχρεωμένο και ένα άλλο να αγωνίζεται προκειμένου να προσπαθεί «να τα βγάλει πέρα», ιδιαίτερα σε μια περίοδο αυξημένων πληθωριστικών πιέσεων.

Η εξήγηση αυτή, όσο και αν έχει αναμφίβολα κάποια βάση, σε καμιά περίπτωση δεν απεικονίζει τη βασική αιτία του προβλήματος. Και αυτό, γιατί κατά την τελευταία πενταετία (τέλος του 2019 έως σήμερα) εκτιμάται ότι τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά περίπου 45-50 δισεκατομμύρια ευρώ!

Ειδικότερα, (βλέπε στοιχεία παρατιθέμενου πίνακα με στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος) από το τέλος του 2019 έως και το Σεπτέμβριο του 2024 οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά περισσότερο από τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ, παρά τις πενιχρές -ή και μηδενικές κατά διαστήματα- αποδόσεις που προσέφεραν.

Άλλα περίπου οκτώ δισεκατομμύρια ευρώ έχουν εισρεύσει κατά την τελευταία τριετία σε Αμοιβαία Κεφάλαια που διαχειρίζονται από ελληνικές Α.Ε.Δ.Α.Κ., ποσό που κατά πολύ μεγάλο ποσοστό έχει κατευθυνθεί σε Ομολογιακά Αμοιβαία Κεφάλαια συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας (Target Maturity), ενώ από τη συγκεκριμένη αυξημένη «πίτα» ελάχιστα φαίνεται να ευνοήθηκαν τα Μετοχικά Αμοιβαία Κεφάλαια Εσωτερικού. Τέλος, είχαμε εισροές ελληνικών νοικοκυριών στα Έντοκα Γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου (Ε.Γ.Ε.Δ.), σε εταιρικά ομόλογα που διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, αλλά και άγνωστο ποσό (αλλά αναμφίβολα σημαντικό) στα κρυπτονομίσματα.

Όπως, λοιπόν, προκύπτει, από μια τεράστια «πίττα» της τάξεως των 45-50 δισ. ευρώ το Χρηματιστήριο της Αθήνας ελάχιστα πράγματα καρπώθηκε από τη συμμετοχή του ελληνικού κοινού και αυτό, παρά το γεγονός ότι κατά τη συγκεκριμένη χρονική διάρκεια προέκυψαν σαφώς ελκυστικές αποδόσεις. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι, ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. από τις 882,57 μονάδες της 31ης Οκτωβρίου του 2019 αυτή την περίοδο κυμαίνεται γύρω από το επίπεδο των 1.400 μονάδων, ενώ ταυτόχρονα κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα οι επενδυτές έχουν καρπωθεί και σημαντικά έσοδα από μερίσματα.

Σύμφωνα, λοιπόν, με παράγοντες της αγοράς, πέρα από τα οικονομικά ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ένα σημαντικό ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών, τα βασικότερα αίτια είναι:

Πρώτον, το φθαρμένο «brand name» του ελληνικού χρηματιστηρίου, καθώς στη μνήμη πολλών συμπολιτών μας το Χ.Α. είναι συνυφασμένο ακόμη και σήμερα με τη «φούσκα» του 1999, παρά το γεγονός ότι από τότε έχουν περάσει είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια.

Δεύτερον, οι πολύ μεγάλες απώλειες που προκάλεσε -και ήταν φυσικό να γίνει κάτι τέτοιο- η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Γιατί αν από τη «φούσκα» του 1999 τις μεγαλύτερες ζημίες τις υπέστησαν όσοι συμπολίτες μας είχαν τοποθετηθεί κερδοσκοπικά και χωρίς παιδεία στα λεγόμενα «σαπάκια της περιφέρειας», η προηγούμενη δεκαετία στιγματίστηκε από τη καταβαράθρωση των τραπεζικών (των συστημικών, συμπεριλαμβανομένων) μετοχών.

Και τρίτον, επειδή κατά μέσο όρο οι αποκαλούμενοι μικροεπενδυτές σημειώνουν χειρότερες -ή και πολύ χειρότερες- αποδόσεις σε σύγκριση με αυτή του Γενικού Δείκτη. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε στην κερδοσκοπική διάθεση ορισμένων (βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις υψηλού ρίσκου), είτε ακόμη στην πολύ χαμηλή συμμετοχή της θεσμικής διαχείρισης στην Ελλάδα (μικρός αριθμός τοποθετείται σε μετοχικά Αμοιβαία Κεφάλαια, ή αναθέτει τη διαχείριση των μετοχών του σε Α.Ε.Π.Ε.Υ., Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ. και άλλους νόμιμους επαγγελματίες διαχειριστές κεφαλαίων).

Σε κάθε περίπτωση, τα ελληνικά νοικοκυριά τοποθετούνται κατά κύριο λόγο στην αγορά ακινήτων, αμέσως μετά στις τραπεζικές καταθέσεις, στη συνέχεια στα ομόλογα, ενώ πολύ περιορισμένα είναι τα ποσοστά που τοποθετούνται τόσο στις μετοχές, όσο και στη λεγόμενη συνταξιοδοτική αποταμίευση.

Η αλήθεια είναι πως οι μετοχές αποτελούν μια από τις επενδυτικές επιλογές -η οποία καλό θα είναι να έχει μεσομακροπρόθεσμο χαρακτήρα- και χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό αυξημένης προσδοκώμενης απόδοσης και υψηλότερου ρίσκου.

Καταθέσεις ελληνικών νοικοκυριών

Δεκ. 2019

116,7

Δεκ. 2020

126,28

Δεκ. 2021

135,05

Ιαν. 2022

134,72

Φεβ. 2022

134,66

Μάρ. 2022

134,87

Απρ. 2022

136,1

Μάιος 2022

135,7

Ιούνιος 2022

136,6

Ιούλιος 2022

137,4

Αύγ. 2022

137,98

Σεπτεμ. 2022

138,83

Οκτώβριος 2022

138,87

Νοέμβριος 2022

138,24

Δεκέμβριος 2022

141,32

Ιαν. 2023

139,83

Φεβ. 2023

139,723

Μάρ. 2023

140,904

Απρίλιος 2023

141,99

Μάιος 2023

141,784

Ιούνιος 2023

142,64

Ιούλιος 2023

142,73

Αύγουστος 2023

143,22

Σεπτέμβριος 2023

144,012

Οκτώβριος 2023

143,894

Νοέμβριος 2023

143,603

Δεκέμβριος 2023

146,626

Ιανουάριος 2024

144,657

Φεβρουάριος 2024

144,501

Μάρτιος 2024

144,901

Απρίλιος 2024

145,279

Μάιος 2024

144,944

Ιούνιος 2024

145,78

Ιούλιος 2024

145,906

Αύγουστος 2024

146,758

Σεπτέμβριος 2024

147,06

Μεταβολή από 31/12/2019

30,36

Μεταβολή από 31/12/2023

0,434

Τα ποσά σε δισ. ευρώ

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος



comments powered by Disqus
* Παρακαλούμε τα σχόλια να μην είναι σε greeklish. Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.
Νοικοκυριά, ελληνικό χρηματιστήριο