30/09/24 | Αρχική > Αρθρογραφία > Επώνυμες Σκέψεις

Η οικονομία στην εποχή των μειούμενων επιτοκίων

Το μεγάλο ζητούμενο αποτελεί αν η ευρωπαϊκή οικονομία θα καταφέρει μέσα στο 2025 να ανακάμψει από την τριετή της στασιμότητα, λόγω της εποχής του καθοδικού κύκλου των επιτοκίων, στην οποία φαίνεται να έχουμε εισέλθει μετά την δεύτερη φετινή απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να μειώσει το βασικό της επιτόκιο. Ζητούμενο, επίσης, σε αυτή την χρονική περίοδο είναι το αν και κατά πόσο θα επηρεαστούν οι επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και οι επενδυτές-αποταμιευτές, λόγω της μείωσης των επιτοκίων.

Σύμφωνα με τις μέσες εκτιμήσεις των χρηματιστηριακών αγορών, προβλέπονται μία ακόμη μείωση μέσα στο 2024 και άλλες τρεις κατά τη διάρκεια της επόμενης χρονιάς, με αποτέλεσμα το βασικό επιτόκιο της Ε.Κ.Τ. να έχει υποχωρήσει στο 2,5% έως το τέλος του 2025. Σε καμία περίπτωση, πάντως, οι αναλυτές δεν προβλέπουν να επιστρέψουμε στα αρνητικά επιτόκια του παρελθόντος, καθώς το περιβάλλον σήμερα είναι έντονα διαφοροποιημένο. Επισήμως, πάντως, η Ε.Κ.Τ. αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για το αν και πότε θα προχωρήσει στο μέλλον σε νέες μειώσεις επιτοκίων, συναρτώντας τις κινήσεις της ανάλογα με τα στοιχεία που θα προκύπτουν για την πορεία της οικονομίας και του πληθωρισμού (στόχος είναι μέσα στο 2025 να υποχωρήσει ο μέσος πληθωρισμός της Ευρωζώνης στο επίπεδο του 2%).

Το μεγάλο ερώτημα, όμως, είναι το πώς όλα αυτά μπορούν να μεταφραστούν για την οικονομία, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Επιχειρήσεις: Οι περισσότερες επιχειρήσεις δανείζονται με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο προκύπτει από το άθροισμα του Euribor και ενός περιθωρίου (spread), που εξαρτάται από την πιστοληπτική ικανότητα κάθε εταιρείας. Έτσι, όσο η Ε.Κ.Τ. μειώνει τα επιτόκια, τόσο περισσότερο θα αποκλιμακώνεται και το κόστος χρηματοδότησης των εταιρειών, ωστόσο το μέσο ύψος των επιτοκίων επιβάρυνσης θα διατηρηθεί σε αρκετά υψηλά επίπεδα και μέσα στο 2025.

Βέβαια, πολλές από τις επιχειρήσεις έχουν συνάψει ένα ποσοστό των δανειακών τους υποχρεώσεων τους όχι με κυμαινόμενο, αλλά με σταθερό επιτόκιο. Αυτό γίνεται με δύο κυρίως τρόπους:

α) Ο πρώτος είναι η προσφυγή στην αγορά των εταιρικών ομολόγων, όπως για παράδειγμα αυτά που διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο της Αθήνας ή σε άλλες κεφαλαιαγορές του εξωτερικού. Στις περιπτώσεις αυτές τα ομολογιακά δάνεια είναι σταθερού επιτοκίου.

β) Ο δεύτερος τρόπος είναι η αγορά από την αγορά παραγώγων τέτοιων προϊόντων (πρόκειται για τα λεγόμενα Interest Rate Swaps), τα οποία προσφέρουν (έναντι κάποιου κόστους) τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να κλειδώσουν ουσιαστικά τα επιτόκιά τους για μια σειρά ετών.

Άρα, πολλές επιχειρήσεις δεν θα καρπωθούν το όφελος από τη μείωση των επιτοκίων για το σύνολο των δανειακών τους υποχρεώσεων, αλλά μόνο για το κομμάτι αυτών που έχει κυμαινόμενη επιβάρυνση. Τέλος, οι επιχειρήσεις δεν θα ωφεληθούν από τη μείωση των επιτοκίων και για εκείνο το κομμάτι του δανεισμού τους, που έχουν αντλήσει από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας.

Νοικοκυριά: Οι δύο μεγάλες κατηγορίες δανείων που έχουν συνάψει τα νοικοκυριά είναι τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά δάνεια. Στα στεγαστικά δάνεια επί του παρόντος δεν θα δει κάποιο νοικοκυριό βελτίωση και αυτό συμβαίνει για αρκετούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα, γιατί οι τράπεζες είχαν σταματήσει να ανεβάζουν τα επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια πριν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τερματίσει τον κύκλο της αύξησης στα δικά της επιτόκια. Και δεύτερον, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις τα δάνεια της κατηγορίας αυτής είναι σταθερά για τα πρώτα τρία ή πέντε χρόνια. Με άλλα λόγια, στις περισσότερες των περιπτώσεων οι όποιες ελαφρύνσεις των νοικοκυριών από τα συγκεκριμένα δάνεια θα είναι περιορισμένες και θα γίνουν ορατές όχι φέτος, αλλά κάποια στιγμή μέσα στο 2025. Αυτοί, πάντως, που θα ευνοηθούν θα είναι πιθανότατα εκείνοι που θα συνάψουν σήμερα ή μέσα στο 2025 στεγαστικά δάνεια.

Στα καταναλωτικά δάνεια θα υπάρξει σε αρκετές περιπτώσεις κάποια αποκλιμάκωση του κόστους, αλλά θα είναι περιορισμένη, ιδίως αν συνεκτιμηθεί το τρέχον μέσο ύψος των επιβαρύνσεων για τους δανειολήπτες.

Αποταμιευτές-επενδυτές: Η υποχώρηση των επιτοκίων έχει ήδη ξεκινήσει να επηρεάζει πτωτικά τις αποδόσεις τόσο των τραπεζικών καταθέσεων, όσο και των λοιπών τοποθετήσεων σταθερού εισοδήματος (συνοδεύονται από χαμηλό ρίσκο). Για παράδειγμα, οι τράπεζες έχουν αρχίσει να αποκλιμακώνουν τα καταθετικά τους επιτόκια κατά τους τελευταίους μήνες, τάση που θα συνεχιστεί -όπως προβλέπεται από παράγοντες της αγοράς- και μέσα στο νέο έτος.

Η πρόβλεψη (και μόνο) από τις αγορές για επικείμενη υποχώρηση των επιτοκίων έχει ήδη ανεβάσει από τις αρχές του 2024 τις τιμές των ομολόγων (παλαιότερες εκδόσεις) και έχει περιορίσει τις αποδόσεις τους. Όπως όλα δείχνουν, τα νέα ομόλογα που θα εκδίδονται θα προσφέρουν χαμηλότερα κουπόνια («επιτόκια») σε όσους επενδύουν σε αυτά.

Αντίθετα, σε θεωρητική βάση τουλάχιστον, η πτώση των επιτοκίων ευνοεί τις πορεία των τιμών τόσο των μετοχών, όσο και των ακινήτων. Και αυτό γιατί αρκετοί επενδυτές -προκειμένου να λάβουν τις αποφάσεις τους- εστιάζουν στις εκάστοτε διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των επιτοκίων των προθεσμιακών καταθέσεων (ή εναλλακτικά, των επιτοκίων που προσφέρουν τα κρατικά ομόλογα της χώρας) και:

α) των μερισματικών αποδόσεων που δίνουν οι μετοχές (το ετήσιο διανεμόμενο μέρισμα ως ποσοστό της τρέχουσας τιμής της μετοχής στο χρηματιστήριο) και

β) των αποδόσεων ενοικίων που προσφέρουν τα ακίνητα (ετήσια έσοδα ενοικίου ως ποσοστό της τρέχουσας αξίας του ακινήτου).

Θα πρέπει, βέβαια, να τονιστεί ότι η πορεία των επιτοκίων δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας επηρεασμού των τιμών σε μετοχές και ακίνητα.

Οικονομία: Αξιοσημείωτες, όμως, είναι και οι επιδράσεις από τη μείωση των επιτοκίων στην πραγματική οικονομία. Στην πράξη, οι Κεντρικές Τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια και περιορίζουν τη ρευστότητα σε μια οικονομία όταν θέλουν να τιθασεύσουν παρενέργειες όπως ο πληθωρισμός, παρά το γεγονός ότι μια τέτοια κίνησή τους επιδρά αρνητικά στην πορεία του Α.Ε.Π. μιας χώρας. Η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να παρομοιαστεί ως το «πάτημα του φρένου» σε ένα αυτοκίνητο που κινείται σε κατηφορικό δρόμο.

Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση που οι Κεντρικές Τράπεζες προχωρούν σε ψαλίδισμα των επιτοκίων (πατάμε το γκάζι του οχήματος σε έναν ανηφορικό δρόμο). Πώς, όμως, μεταφράζεται αυτό;

  • Η μείωση των επιτοκίων περιορίζει τις δαπάνες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για τόκους, ανεβάζοντας τα κέρδη και το διαθέσιμο εισόδημά τους, αντίστοιχα.
  • Η μείωση των επιτοκίων, επίσης, μειώνει το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους σε μια χώρα, με αποτέλεσμα να εξοικονομούνται πόροι, τους οποίους το κράτος μπορεί να διαθέσει για επενδύσεις, για δαπάνες πρόνοιας, για περιορισμό του δανεισμού του, κ.λπ..
  • Ο περιορισμός του κόστους του χρήματος μειώνει το κόστος και το ρίσκο ενός επιχειρηματικού ανοίγματος, με αποτέλεσμα να είναι πιο εύκολη (και πιο φτηνή) για αυτές η υλοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων και λοιπών επιθετικών κινήσεων (π.χ. επέκταση σε νέες αγορές, διεύρυνση προϊοντικής γκάμας, μεγαλύτερη περίοδος πίστωσης προς τους πελάτες, κ.λπ.).
  • Ένα τμήμα των επενδυτών στρέφεται από τις καταθέσεις και τις τοποθετήσεις σε τίτλους σταθερού εισοδήματος στις μετοχές και τα ακίνητα, οι οποίες θεωρητικά ενέχουν μεγαλύτερο βαθμό ρίσκου.

Το σπουδαιότερο, όμως, είναι το πώς λειτουργεί σε μια οικονομία ο συνδυασμός των επιδράσεων που προαναφέρθηκαν. Οι επενδύσεις φέρνουν αύξηση του Α.Ε.Π. και νέες θέσεις εργασίας, οι οποίες με τη σειρά τους τονώνουν την κατανάλωση και αυξάνουν δραστικά τους φόρους που εισπράττει το κράτος. Το κράτος από την πλευρά του -πέρα από την προαναφερθείσα τόνωση των εσόδων του- εξοικονομεί πόρους από τα λιγότερα επιδόματα ανεργίας που καταβάλει και τα μικρότερα έξοδα χρηματοδότησης που πληρώνει, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση είτε να μοιράσει χρήματα για επενδύσεις, για σκοπούς κοινωνικής πρόνοιας, κ.λπ.. Με αυτό τον τρόπο, δηλαδή, δημιουργείται ένας ενάρετος κύκλος ανάπτυξης σε μια οικονομία.



comments powered by Disqus
* Παρακαλούμε τα σχόλια να μην είναι σε greeklish. Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.
Επιτόκια, Οικονομία, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ευρωπαϊκή οικονομία