08/07/24 | Αρχική > Αρθρογραφία > Επώνυμες Σκέψεις

Το βασικότερο πρόβλημα της Ευρωζώνης και η περίπτωση της Γαλλίας

Τα δύο βασικότερα σκέλη μιας οικονομικής πολιτικής σε μια χώρα είναι η δημοσιονομική (το ύψος και η κατανομή φόρων και κρατικών δαπανών και επενδύσεων) και η νομισματική (ύψος προσφοράς χρήματος, επηρεασμός επιτοκίων και συναλλαγματικής ισοτιμίας, κ.λπ.). Οι δύο αυτές πολιτικές θα πρέπει να κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Για παράδειγμα, όταν ένα κράτος επιθυμεί να μειώσει το ύψος του πληθωρισμού, θα πρέπει να αποφεύγονται δημοσιονομικά ελλείμματα και παράλληλα η Κεντρική Τράπεζα της χώρας να ανεβάζει τα επιτόκια και να περιορίζει τη ρευστότητα. Αντίθετα, σε περιόδους που επιδιώκεται η αντιμετώπιση μιας οικονομικής ύφεσης τα κράτη θα πρέπει να χαλαρώνουν τόσο τη δημοσιονομική, όσο και τη νομισματική πολιτική (π.χ. δημιουργία ελλειμμάτων μέσα από αύξηση επενδύσεων και ψαλίδισμα επιτοκίων).

Η εφαρμογή στην πράξη αυτού του εύλογου συνδυασμού δεν είναι καθόλου αυτονόητη υπόθεση σε επίπεδο Ευρωζώνης και αυτό γιατί η δημοσιονομική πολιτική ασκείται από κάθε κράτος ξεχωριστά, ενώ αντίθετα οι χώρες έχουν εκχωρήσει την άσκηση της νομισματικής πολιτικής σε έναν κεντρικό φορέα, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.). Το παράδειγμα της Ελλάδας το έτος 2010 είναι ενδεικτικό. Με τη χώρα να αντιμετωπίζει προφανή κρίση χρέους, δεν ήταν σε θέση να αυξήσει τα επιτόκιά της, ούτε να εκδώσει νέο χρήμα, γιατί απλά η νομισματική πολιτική ασκείτο σε κεντρικό επίπεδο από την Ε.Κ.Τ..

Για την αποφυγή τέτοιων καταστάσεων και δυσλειτουργιών η Ευρωζώνη είχε προνοήσει από τη δεκαετία του 1990, με τη λεγόμενη «Συνθήκη του Μάαστριχτ», σύμφωνα με την οποία μια χώρα δεν μπορούσε να έχει δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 3% και δημόσιο χρέος υψηλότερο από το 60% του Α.Ε.Π.. Το περιεχόμενο, όμως, της συμφωνίας δεν τηρήθηκε ακριβώς σχεδόν από κανέναν. Η λογική της συνθήκης του Μάαστριχτ ήταν πως από τη στιγμή που όλες οι χώρες θα είχαν πολύ υγιή δημοσιονομική δεδομένα, δεν θα χρειαζόταν ποτέ να ασκηθεί μια ιδιαίτερα επεκτατική νομισματική πολιτική από την Ε.Κ.Τ., ενώ τα όποια προβλήματα ύφεσης θα μπορούσαν να λυθούν μέσα από τη δημοσιονομική διαχείριση (π.χ. αύξηση κρατικών δαπανών και μείωση φόρων).

Ένα μίνι υποκατάστατο της Συνθήκης του Μάαστριχτ προσπαθεί να επιβάλει αυτή την περίοδο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θέτοντας περιορισμούς στο ύψος των πρωτογενών ελλειμμάτων που μπορεί να έχει ένα κράτος-μέλος.

Το επικίνδυνο δίδυμο

Το πρόβλημα είναι πως στην τρέχουσα χρονική περίοδο δύο από τις χώρες που έχουν πάρει «κίτρινη κάρτα» για σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα είναι η Γαλλία και η Ιταλία. Πρόκειται για τη δεύτερη και την τρίτη αντίστοιχα μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Το πρόβλημα εντείνεται, καθώς:

α) Στην περίπτωση της Ιταλίας η χώρα δεν λαμβάνει μέτρα άμεσης δράσης για το δημοσιονομικό της ζήτημα, ελπίζοντας ότι θα λύσει το πρόβλημα σε βάθος χρόνου μέσα από μια οικονομική ανάπτυξη που αμφισβητείται (π.χ. βλέπε στασιμότητα τελευταίας τριετίας) και

β) στην περίπτωση της Γαλλίας τα δύο μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα (του προέδρου Μακρόν κατατάχθηκε τρίτο στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές) εισηγούνται πολιτικές που φαίνεται πως θα διευρύνουν -αντί να συρρικνώσουν- το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Οι αγορές έχουν αντιληφθεί χωρίς πολύ κόπο το όλο πρόβλημα, έτσι ώστε:

α) Μετά το αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών να αυξηθούν τα επιτόκια (yields κρατικών ομολόγων), με το οποία δανείζονται όλες οι χώρες της Ευρωζώνης,

β) η Ιταλία εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα να δανείζεται με το υψηλότερο επιτόκιο (ακόμη και σε σχέση με την Ελλάδα) μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και

γ) η Γαλλία να κατεβεί κατηγορία και να δανείζεται πλέον τόσο ακριβά, όσο περίπου η Ισπανία, η Κύπρος και η Πορτογαλία.

Με άλλα λόγια, όσες χώρες έβλεπαν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα να αυξάνουν το δημόσιο χρέος τους, τώρα διαπιστώνουν πως η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω, επειδή το κόστος δανεισμού τους διογκώνεται.

Μέσα σε αυτό το κλίμα εντείνονται οι ανησυχίες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ευρώ, αλλά και για την οικονομική πορεία της Ευρωζώνης σε βάθος χρόνου (στα προβλήματα ανταγωνιστικότητας και ταχύτητας στη λήψη αποφάσεων προστίθενται και αυτά του υψηλού χρέους). Το ευχάριστο, πάντως, για την Ελλάδα είναι ότι αυτή την περίοδο παράγει δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα (βρίσκεται έξω από το κάδρο του προβλήματος), δεν αντιμετωπίζει ζήτημα πολιτικού ρίσκου, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του χρέους της συνοδεύεται από «κλειδωμένα» και χαμηλά επιτόκια.

Ένας δεύτερος πονοκέφαλος από τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία εστιάζεται στο κατά πόσο η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα της Ευρωζώνης θα μπορέσει να μπλοκάρει -ή έστω να καθυστερήσει δραστικά- σημαντικές αποφάσεις, που αφορούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όπως για παράδειγμα πολιτικές για την πράσινη μετάβαση, για την δημιουργία ενιαίας αμυντικής δράσης, για την αγροτική πολιτική, κ.λπ..

Όταν τη δεκαετία του 1990 είχε σχεδιαστεί το οικοδόμημα της Ευρωζώνης, κάποιοι είχαν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους, υποστηρίζοντας πως μοιάζει με έναν άνθρωπο που πατάει μόνο στο ένα του πόδι. Είχαν, μάλιστα, προειδοποιήσει πως είτε σε βάθος χρόνου η Ευρωζώνη είτε θα έπρεπε να μετεξελιχθεί σε ένα ενιαίο κράτος (π.χ. Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης), είτε θα αναγκαζόταν να διαλυθεί.

Αυτό που θα φανεί τα επόμενα χρόνια είναι το αν όσοι προειδοποιούσαν από τότε θα επιβεβαιωθούν στην πράξη. Πάντως, όλες αυτές τις δεκαετίες που πέρασαν η Ευρωζώνη έχει δείξει πως έστω και με καθυστερήσεις, στο… τέλος της ημέρας καταφέρνει να αντιμετωπίζει τα δομικά της προβλήματα.



comments powered by Disqus
* Παρακαλούμε τα σχόλια να μην είναι σε greeklish. Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.
Ευρωζώνη, Χώρες > Γαλλία, Οικονομική Πολιτικη