10/04/24 | Αρχική > Αρθρογραφία > Εργατικά και Πρακτικά

Εξαρτημένη εργασία και σύμβαση ετοιμότητας

Εισαγωγικά στοιχεία

Πλήθος επιχειρήσεων καλούνται να καλύψουν τις απολύτως μεταβαλλόμενες ανάγκες τους, οι οποίες κάποιες φορές διαμορφώνονται από περιστάσεις εκτός των ορίων οποιασδήποτε πρόβλεψης. Δεν είναι, όμως, δυνατό να διαθέτουν κάποιες φορές σημαντικό αριθμό εργαζομένων στη λογική «μήπως κάποια στιγμή κάποιον/κάποιους χρειαστώ», αφού τα σχετικά κόστη θα ήταν δυσβάστακτα και αποτρεπτικά. Κατάλληλη λύση για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις και περιπτώσεις είναι οι συμβάσεις ετοιμότητας.

Ειδικότερα, η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας έχει ως αντικείμενο τη θέση της εργασιακής δύναμης του μισθωτού (σωματικής ή πνευματικής), στη διάθεση των παραγωγικών σκοπών του εργοδότη. Στα πλαίσια της διεύρυνσης της έννοιας «παροχή εργασίας» έχει ενταχθεί και η ετοιμότητα του εργαζομένου για παροχή της εργασίας του, ως δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του και θέση της εργασιακής του δύναμης στη διάθεση του εργοδότη, για να τη χρησιμοποιήσει όποτε εκείνος κρίνει. Ουσιαστικά, η ετοιμότητα εργασίας υπάρχει όταν κάποιο πρόσωπο δέχεται να περιορίσει χρονικά την προσωπική του ελευθερία, για χάρη κάποιου άλλου προσώπου, με σκοπό να του προσφέρει μέσα στο χρόνο που συμφωνήθηκε εργασία, κάθε φορά που θα του ζητηθεί.

Η ετοιμότητα προς εργασία διακρίνεται σε δύο ιδιαίτερες μορφές, τη γνήσια ετοιμότητα για εργασία και την απλή ετοιμότητα ή ετοιμότητα κλήσης για παροχή εργασίας.

Σύμβαση ετοιμότητας προς εργασία υπάρχει όταν ο εργαζόμενος, κατά την κατάρτιση της σύμβασης ή κατά τη διάρκειά της, αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει είτε μερικώς, είτε πλήρως την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του εργοδότη του, χωρίς να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις στη διάθεση αυτού κάθε στιγμή. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται λόγος για απλή (μη γνήσια δηλαδή) σύμβαση ετοιμότητας.

Αντίθετα, αν ο μισθωτός έχει συμφωνήσει κατά τις ώρες εργασίας του να μην εργάζεται μεν παραγωγικά, αλλά να διατηρεί τις πνευματικές και τις σωματικές του δυνάμεις ενεργές υπέρ του εργοδότη, σε συγκεκριμένο χώρο και για συγκεκριμένο χρόνο, κρίνεται κατά την θεωρεία του δικαίου και τη νομολογία ότι πρόκειται για σύμβαση ετοιμότητας γνήσιας μορφής (Α.Π.1/2008, Α.Π.802/2003, Α.Π.1328/2006).

Ετοιμότητα προς εργασία και οι ιδιαίτερες μορφές συμβάσεων

Θεωρία και δικαστηριακή νομολογία έχουν δεχθεί ότι είναι καθ΄ όλα νόμιμη μία σύμβαση εργασίας που ρυθμίζεται από τα άρθρα 648 επ. του Αστικού Κώδικα και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 του Κώδικα αυτού, περί της ελευθερίας των συμβάσεων, αφού μία τέτοια συμφωνία δεν απαγορεύεται από κάποια άλλη διάταξη ουσιαστικού ή τυπικού νόμου.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τη σχετική νομολογία των δικαστηρίων, επί τη βάσει της οποίας και λειτουργεί το είδος αυτό των συμβάσεων, η διάκριση αυτή σε απλή και σε γνήσια έχει τις παρακάτω συνέπειες.

Στην πρώτη περίπτωση (απλή ή μη γνήσια), η σύμβαση φέρει μεν τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας των άρθρων 648 επ. του Α.Κ., λόγω, όμως, της ιδιομορφίας της δεν υπόκειται στις διατάξεις των ειδικών εργασιακού περιεχομένου νόμων ή Σ.Σ.Ε., αναφορικά με το ελάχιστο όριο αμοιβής και τις προσαυξήσεις για νυχτερινή, Κυριακή, υπερωριακή ή άλλη εργασία, σε ημέρα ανάπαυσης, γιατί αυτές αν δεν συμφωνήθηκε ειδικά με τη σύμβαση το αντίθετο, εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση κανονικής απασχόλησης ή πάντως σε περίπτωση διατήρησης σε εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων του μισθωτού στις καθορισμένες για κάθε περίπτωση ώρες (Ολ.Α.Π. 10/2009, Α.Π.962/2007, Α.Π.678/2007, Α.Π.1234/1990).

Αν, επομένως, με τη σύμβαση συμφωνήθηκε η διατήρηση των πνευματικών και σωματικών δυνάμεων του εργαζομένου για ορισμένο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο χρόνο ή ο τόπος στον οποίο αυτός θα αναμένει την κλήση του εργοδότη, για να αναλάβει την παραγωγική του εργασία ανάλογα με την ειδικότητά του, έχουμε τον τύπο και την μορφή της γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, επί της οποίας, κατά την πάγια νομολογία, εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας περί του νόμιμου μισθού, των προσαυξήσεων του μισθού, των υπερωριών, της κανονικής άδειας, των δώρων εορτών κ.λπ., αφού με αυτή τη μορφή της σύμβασης θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης κανονική απασχόληση και έτσι η κατάσταση της ετοιμότητας εξομοιώνεται με την κανονική εργασία. Τούτο δε, διότι εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας υπάρχει και εγρήγορση των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων του μισθωτού.

Η πρώτη μορφή της σύμβασης αυτής (απλή) εμφανίζεται νομολογιακά και με τη μορφή της ετοιμότητας κλήσης. Τη σύμβαση αυτή η δικαστηριακή νομολογία την αντιμετωπίζει ως προς τις έννομες συνέπειες, με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει και την απλή ετοιμότητα προς εργασία, συνήθως δε εξισώνει τα δύο αυτά είδη της μη γνήσιας ετοιμότητας, αναφερόμενη σε αυτά εναλλακτικά, σαν να μην υφίσταται καμία διαφορά μεταξύ τους (Α.Π.124/2008, Α.Π. 802/2003).

Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τόσο στην απλή ετοιμότητα προς εργασία, όσο και στην ετοιμότητα κλήσης που ο εργαζόμενος δεν βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης, η διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά είδη ετοιμότητας είναι ουσιώδης.

  • Στην απλή ετοιμότητα η δέσμευση της προσωπικής ελευθερίας του μισθωτού είναι όχι μόνο χρονική αλλά και τοπική, αφού ο εργαζόμενος δεν μπορεί να απομακρύνεται από τον τόπο εργασίας του.
  • Στην ετοιμότητα κλήσης υπάρχει μόνο χρονική δέσμευση της ελευθερίας του μισθωτού, δυναμένου να βρίσκεται όπου επιθυμεί, υπό την μόνη προϋπόθεση ότι θα είναι διαρκώς δυνατή η επικοινωνία μαζί του.

Επομένως, ουσιαστικά, κατά την άποψη πάντα της νομολογίας, Στη γνήσια ετοιμότητα ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να βρίσκεται για ορισμένο χρονικό διάστημα ημερησίως στη διάθεση του εργοδότη, στον τόπο παροχής της εργασίας του, τελώντας σε κατάσταση διαρκούς σωματικής και πνευματικής εγρήγορσής, προκειμένου να προσφέρει την εργασία του αμέσως μόλις του ζητηθεί.

Αντίθετα, στην απλή ετοιμότητα ο εργαζόμενος είναι μεν επίσης υποχρεωμένος να βρίσκεται για ορισμένο χρόνο σε τόπο που έχει ορίσει ο εργοδότης και να είναι έτοιμος να παράσχει την εργασία του μόλις του ζητηθεί, κατά τη διάρκεια, όμως, αυτής της ετοιμότητας δεν τελεί σε κατάσταση διαρκούς σωματικής και πνευματικής εγρήγορσης, αλλά δύναται να χρησιμοποιεί τον χρόνο του κατά βούληση, δηλαδή ακόμη και να αναπαύεται ή να κοιμάται ή να αυτοαπασχολείται, ως ανεξάρτητος επαγγελματίας για να μπορεί να μετακινείται όταν χρειασθεί.

Τέλος, στην ετοιμότητα κλήσης ο εργαζόμενος βρίσκεται σε τόπο που ο ίδιος έχει επιλέξει, χωρίς να έχει τις σωματικές και τις πνευματικές του δυνάμεις σε εγρήγορση. Οφείλει, όμως, να φροντίσει ώστε να είναι κάθε στιγμή δυνατή η επικοινωνία μαζί του, ώστε αν χρειαστεί να μπορέσει να προσφέρει την εργασία του όσο πιο σύντομα γίνεται.

Μερική απασχόληση - τηλεργασία και ετοιμότητα προς εργασία

Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 1892/1990 «...αν η μερική απασχόληση έχει καθοριστεί με ημερήσιο ωράριο μικρότερης διάρκειας από το κανονικό, η παροχή της συμφωνημένης εργασίας των μερικώς απασχολούμενων πρέπει να είναι συνεχόμενη και να παρέχεται μία φορά την ημέρα.» Ωστόσο, με το άρθρο 57 του Ν.4808/2021 το πλαίσιο απασχόλησης των μερικώς απασχολούμενων μεταβλήθηκε, αφήνοντας περιθώρια για καταστρατηγήσεις.

Συγκεκριμένα, δόθηκε η δυνατότητα να παρέχεται εργασία σε διάστημα μη συνεχόμενο, σε σχέση με το συμφωνημένο ωράριο της ίδιας ημέρας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί ημερήσιας ανάπαυσης. Ως δικλίδα ασφαλείας ο νομοθέτης εισάγει μόνο τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου. Η ρύθμιση αυτή δημιουργεί μεγαλύτερο προβληματισμό σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η σύμβαση μερικής απασχόλησης συνδυάζεται με καταστάσεις απλής ετοιμότητας προς εργασία. Δημιουργώντας, έτσι, τον κίνδυνο εργαζόμενοι με συμβάσεις απασχόλησης μιας ή δύο ωρών να βρίσκονται σε απλή ετοιμότητα προς εργασία, καλούμενοι να εργαστούν ξανά για μικρό χρονικό διάστημα μετά από αναμονή πολλών ωρών, χωρίς μάλιστα να γίνεται μνεία σε οποιοδήποτε όριο κλήσεων για παροχή πρόσθετης εργασίας στη μερική απασχόληση.

Η σύμβαση τηλεργασίας, λόγω του ευέλικτου χαρακτήρα της, μπορεί να προκαλέσει σύγχυση ανάμεσα στα όρια χρόνου εργασίας και ελεύθερου χρόνου.

Οι δυνατότητες τηλεργασίας και τηλε-ετοιμότητας των απασχολούμενων συχνά δυσχεραίνουν τον υπολογισμό του εργάσιμου χρόνου και οδηγούν στη μείωση της αμειβόμενης εργασίας, αλλά και στην παράλληλη διεύρυνση της δέσμευσης του εργαζομένου. Τα ανωτέρω ζητήματα επιχείρησε να επιλύσει ο Ν.4808/2021 με το άρθρο 67, προβλέποντας ότι εντός οκτώ (8) ημερών από την έναρξη της τηλεργασίας ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον εργαζόμενο, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, τους όρους εργασίας που διαφοροποιούνται λόγω της τηλεργασίας και εφόσον υπάρχει συμφωνία περί τηλε-ετοιμότητας τα χρονικά όρια αυτής και τις προθεσμίες ανταπόκρισης του εργαζομένου.

Νομολογία

Απόφαση 9/2023 του Α.Π. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. και 6 του Α.Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει στον εργαζόμενο δεσμευτικές εντολές και οδηγίες ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας και να ασκεί έλεγχο και εποπτεία για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του τελευταίου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του σχετικά με τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξάρτησης (Ολ.Α.Π. 28/2005, Α.Π. 953/2020).

Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερομένη στο άρθρο 681 του Α.Κ. σύμβαση μίσθωσης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, κυρίως διότι με την σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την σύμβαση μίσθωσης έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης (Α.Π. 968/2020, Α.Π. 953/2020, Α.Π. 1928/2013). Αντικείμενο της σύμβασης αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια (Α.Π. 1469/2018, Α.Π. 44/2017). Σε κάθε, όμως, περίπτωση, τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχο του (Α.Π. 2186/2014).

Ακόμη, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία επίσης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου (Α.Π. 1034/2020, Α.Π. 849/2020), υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι΄ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια (Α.Π. 953/2020). Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ΄ αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο (Ολ.Α.Π. 28/2005, Α.Π. 953/2020, Α.Π. 677/2017). Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του ή μη στον Ε.Φ.Κ.Α. και η χορήγηση σ` αυτόν βεβαιώσεων παροχής μισθωτών υπηρεσιών (Α.Π. 522/2022, Α.Π. 573/2018, Α.Π. 1110/2017). Ούτε η υποχρέωση του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς από κοινού συμφωνημένους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, καθιστά χωρίς τίποτε άλλο τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης έργου ή και ανεξάρτητων υπηρεσιών (Α.Π. 522/2022, Α.Π. 1110/2017, Α.Π. 44/2017).

Σε κάθε περίπτωση, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή μίσθωσης έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο εκτιμώντας όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ΄ αυτήν οι συμβαλλόμενοι ή ο νόμος (Ολ.Α.Π. 3/2021, Ολ.Α.Π. 13/2017).

Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2639/1998 (ΦΕΚ Α΄ 205), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ A΄ 66), ορίζεται ότι:

«Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ΄ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα συνεχείς μήνες».

Επίσης, με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: «Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση, αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παράλειψης υποβολής της κατάστασης αυτής, θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας».

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, η απασχόληση αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για τουλάχιστον εννέα (9) συνεχείς μήνες αποτελεί τη βάση τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας, το οποίο, όμως, είναι μαχητό και συνεπώς ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα ανατροπής του (Α.Π. 522/2022).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του Α.Κ., του άρθρου 1 του Ν. 1876/1990 για τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις και του άρθρου 2 του Ν.Δ. 3765/1957, προκύπτει ότι γνήσια ετοιμότητα προς εργασία υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος βρίσκεται σε πλήρη δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του, υπό την έννοια ότι κατά τη διάρκεια του ωραρίου του δεν διαθέτει την παραμικρή δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του δύναμη διαφορετικά, αλλά πρέπει να διατηρεί τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε εγρήγορση, ώστε να είναι σε θέση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη σε κάθε στιγμή που θα του ζητείται. Σ΄ αυτή τη μορφή ετοιμότητας (γνήσια) θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση και έτσι η γνήσια ετοιμότητα εξομοιώνεται με κανονική παροχή εργασίας και εφαρμόζονται σ΄ αυτήν όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

Αντίθετα, η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μερικώς την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του άλλου, χωρίς να υποχρεούται να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, ώστε να είναι στη διάθεση του αντισυμβαλλομένου κάθε στιγμή, αλλά παραμένοντας απλώς είτε στον τόπο εργασίας αναπαυόμενος, είτε στην οικία του αναμένοντας κλήση του εργοδότη, υφισταμένης στην περίπτωση αυτή μη γνήσιας (απλής) ετοιμότητας προς εργασία ή ετοιμότητας κλήσης, έχει μεν τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας, αλλά εξαιτίας της ιδιομορφίας της δεν εφαρμόζονται σ΄ αυτήν, εκτός αν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο, οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες. Για το λόγο αυτό, στην πιο πάνω περίπτωση οφείλεται μόνο ο μισθός που συμφωνήθηκε και, αν δεν έχει συμφωνηθεί, ο ειθισμένος μισθός, με τον ίδιο δε τρόπο υπολογίζονται και τα οφειλόμενα επιδόματα εορτών και αδείας.

Το ζήτημα του είδους της ετοιμότητας εργασίας και ειδικότερα αν πρόκειται για γνήσια ή μη γνήσια (απλή) ετοιμότητα είναι θέμα απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην μία ή την άλλη κατηγορία (Ολ.Α.Π. 10/2009, Α.Π. 1238/2022, Α.Π. 22/2018).

Απόφαση 938/2015 του Α.Π. Σύμφωνα με την απόφαση 938/2015 του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με τη Σύμβαση γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία ο εργαζόμενος οφείλει να ευρίσκεται σε ορισμένο τόπο εντός της επιχείρησης ή και εκτός αυτής, από όπου πρέπει, μόλις κληθεί, να έχει τη δυνατότητα να προσέλθει άμεσα στην εργασία του και για συγκεκριμένο χρόνο διατηρώντας τις δυνάμεις του σε ένταση.

Επειδή, για την εφαρμογή των διατάξεων του εργατικού δικαίου ως εξαρτημένη εργασία νοείται, κατά κανόνα, η παροχή της πνευματικής ή σωματικής δραστηριότητας του εργαζόμενου που αναπτύσσεται υπό τον έλεγχο του εργοδότη και αποβλέπει στην επίτευξη ενός οικονομικού αποτελέσματος. Ωστόσο, υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας και όταν απλώς δεσμεύεται η ελευθερία του εργαζόμενου με την ανάληψη της υποχρέωσης να παραμένει σε ετοιμότητα προς παροχή της εργασίας του, όταν αυτή απαιτηθεί από τον εργοδότη. Ειδικότερα, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του Α.Κ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των νόμων 3239/1933, 3755/1957 και 1876/1990 και του Π.Δ. 88/1999, ως προς το ζήτημα της ετοιμότητας προς εργασία, γίνονται οι εξής δύο βασικές διακρίσεις:

Στην πρώτη περίπτωση, ο εργαζόμενος οφείλει να βρίσκεται σε ορισμένο τόπο (της επιχείρησης ή και εκτός αυτής, από όπου, πάντως, μόλις κληθεί, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσέλθει άμεσα στον τόπο εργασίας) και για συγκεκριμένο χρόνο, διατηρώντας τις πνευματικές και σωματικές του δυνάμεις σε ένταση (εγρήγορση), ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες του αμέσως μόλις απαιτηθούν από τον εργοδότη ή τις περιστάσεις. Υπό τη μορφή αυτή, πρόκειται για «σύμβαση γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία», διότι, εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας, υπάρχει και διαρκής εγρήγορση των δυνάμεων του μισθωτού, οπότε πρόκειται για πλήρη απασχόληση, ανεξάρτητα προς το αν θα απαιτηθεί πραγματικά ή όχι η παροχή της εργασίας. Γι` αυτό και στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και, ειδικότερα, αυτές για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις ή αποζημιώσεις της νυκτερινής, υπερωριακής ή άλλης εργασίας σε ημέρα Κυριακής, αργίας ή αναπαύσεως.

Στη δεύτερη περίπτωση, ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση, να περιορίσει μόνο κατά ένα μέρος την ελευθερία των κινήσεών του, υπέρ του εργοδότη, ώστε να δύναται να προσφέρει την εργασία του οποτεδήποτε του ζητηθεί, ενώ διατηρεί, παράλληλα, την ευχέρεια να αναπαύεται ή να βρίσκεται μακριά από τον τόπο εργασίας, επιδιδόμενος, ενδεχομένως, σε άλλες ασχολίες. Υπό τη μορφή αυτή, πρόκειται για «σύμβαση μη γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία» (απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσεως), διότι η δέσμευση της ελευθερίας του εργαζόμενου είναι περιορισμένη και δεν απαιτεί διαρκή εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων αυτού. Γι` αυτό και στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και ειδικότερα αυτές για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις ή αποζημιώσεις της νυκτερινής, υπερωριακής ή άλλης εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες, αλλά οφείλεται μόνο ο μισθός που συμφωνήθηκε ή, άλλως, ο συνηθισμένος μισθός.

Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών είναι δυνατό, στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 του Α.Κ.), να υπάρξουν και ενδιάμεσες «βαθμίδες ετοιμότητας», ανάλογα προς την ένταση της απαιτούμενης εγρήγορσης του μισθωτού. Οπότε, ανάλογα υπολογίζονται και οι αποδοχές του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η κρίση του δικαστηρίου ως προς το αν πρόκειται για γνήσια ή μη γνήσια ετοιμότητα προς εργασία ή για κάποια ενδιάμεση μορφή, εξαρτάται μεν από το αποδεικτικό του πόρισμα (Ολ. Α.Π. 10/2009), αλλά υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα της υπαγωγής του εν λόγω πορίσματος, σε κάποια από τις ως άνω μορφές ετοιμότητας (Α.Π. 814/2014).

Απόφαση 1000/2014 του Α.Π. Με την απόφαση 1000/2014 του Αρείου Πάγου καθορίστηκε η έννοια για την «Σχέση ετοιμότητας για εργασία». Η Σχέση αυτή είναι σύμβαση, με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μερικώς την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του άλλου, χωρίς να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις στη διάθεση αυτού κάθε στιγμή, φέρει μεν το χαρακτήρα της συμβάσεως εργασίας, λόγω όμως της ιδιομορφίας της δεν υπόκειται στις διατάξεις ειδικών νόμων ή συλλογικών συμβάσεων, αναφορικά με το ελάχιστο όριο αμοιβής και τις προσαυξήσεις για νυκτερινή, υπερωριακή ή άλλη εργασία, σε ημέρα γιορτής ή αναπαύσεως, γιατί αυτές, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση πλήρους απασχολήσεως ή πάντως διατηρήσεως σε εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων του μισθωτού, στις καθορισμένες για κάθε περίπτωση ώρες.

Κατά κανόνα, η εργασιακή σχέση προϋποθέτει ενεργό ή θετική παραδοχή πνευματικής ή σωματικής ανθρώπινης δραστηριότητας, για την επίτευξη κάποιου οικονομικού αποτελέσματος.

Ωστόσο, υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας και όταν απλώς δεσμεύεται η ελευθερία του μισθωτού, με την υποχρέωσή του να παραμένει στον καθοριζόμενο από τον εργοδότη τόπο και χρόνο, για να είναι έτοιμος προς παροχή της εργασίας του, αν από τις περιστάσεις παραστεί ανάγκη.

Γίνεται αναφορά μεταξύ άλλων στη «σχέση ετοιμότητας για εργασία», η οποία ανάλογα με το βαθμό ετοιμότητας διακρίνεται σε:

α) Μια πρώτη κατηγορία, που είναι και η πιο συνηθισμένη στην πρακτική, συνιστά η λεγόμενη «γνήσια ετοιμότητα για εργασία» και

β) μία δεύτερη κατηγορία είναι η λεγόμενη «μη γνήσια ετοιμότητα ή ετοιμότητα κλήσης».

γ) Μεταξύ της μιας και της άλλης κατηγορίας ετοιμότητας μπορούν να υπάρχουν «ενδιάμεσες βαθμίδες ετοιμότητας» και μερική εγρήγορση του μισθωτού, οπότε ανάλογα με τα χρονικά διαστήματα υπολογίζονται και οι αποδοχές του μισθωτού.

Το ζήτημα για το είδος της ετοιμότητας εργασίας είναι θέμα αποδείξεως των πραγματικών εκείνων περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στη μία ή άλλη κατηγορία. Η πάγια αυτή θέση της νομολογίας για την διάκριση μεταξύ της γνήσιας και της μη γνήσιας (απλής) ετοιμότητας προς εργασία, αναφορικά με το θέμα αμοιβής του μισθωτού δεν διαφοροποιείται με το Π.Δ. 88/1999, όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 76/2005.

Εν κατακλείδι

Οι συμβάσεις ετοιμότητας για συγκεκριμένες δραστηριότητες και κλάδους επιχειρήσεων αποτελούν μια απτή ανάγκη. Σε πολλές επιχειρήσεις εξάλλου λειτουργούν ήδη και παράγουν θετικά αποτελέσματα τόσο για τις ίδιες, όσο και για τους εργαζόμενους.

Η νομιμότητα της σύναψής τους δεν αμφισβητείται.

Το ρυθμιστικό τους πλαίσιο, εντούτοις, καθορίζεται μόνον νομολογιακά και όχι νομοθετικά. Το δεδομένο αυτό οδηγεί, κατ’ αναπόφευκτη συνέπεια, σε ανασφάλεια δικαίου, επηρεάζοντας τους εργαζόμενους και ιδιαιτέρως τις επιχειρήσεις.

Τέλος, οι αποφάσεις για τις συμβάσεις ετοιμότητας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες συγκεκριμένων κλάδων και επιχειρήσεων, τις αυξημένες ανάγκες τους να διαθέτουν εργαζόμενους σε ετοιμότητα σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ή/και για συγκεκριμένες δραστηριότητες, τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας και την πραγματικότητα που αυτή διαμορφώνει, αλλά και την προστασία των εργαζομένων.

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο του κ. Βασιλείου Παπαβασιλείου που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2024 του περιοδικού Epsilon7. Στο πλήρες άρθρο, μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά και στη διαφορετική νομική μεταχείριση στα διάφορα ήδη ετοιμότητας και στις σχετικές Οδηγίες και Προεδρικά Διατάγματα.



comments powered by Disqus
* Παρακαλούμε τα σχόλια να μην είναι σε greeklish. Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.
Εξαρτημένη εργασία, Σύμβαση ετοιμότητας