Συνεχίζεται το σίριαλ για τη στάση που θα ακολουθήσουν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, σχετικά με το αν και πότε θα μειώσουν τα βασικά τους επιτόκια. Και αν η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας έκανε την έκπληξη και ψαλίδισε πρώτη τα επιτόκιά της κατά 0,25% (στο 1,5%, εκτιμώντας ότι ο πληθωρισμός της χώρας είναι πιθανόν να βρεθεί κάτω από το 2% στο προσεχές μέλλον), η αμερικανική FED επιβεβαίωσε την προοπτική μείωσης των δικών της επιτοκίων τρεις φορές μέσα στο 2024, καθώς η οικονομία της συνεχίζει να τρέχει με ικανοποιητικούς ρυθμούς. Όσο για την Ευρώπη, το ενδιαφέρον έχει εστιαστεί στη συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τον προσεχή Ιούνιο. Αναμφίβολα, οι κεντρικοί τραπεζίτες περιμένουν να μελετήσουν και τα νέα στοιχεία που θα προκύψουν από το μέτωπο του πληθωρισμού, ιδίως σε ένα περιβάλλον έντονης διεθνούς αβεβαιότητας, λόγω και των γεωπολιτικών εξελίξεων, πριν λάβουν τις τελικές τους αποφάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, με τους υπόλοιπους παράγοντες να παραμένουν σταθεροί, μια μείωση των επιτοκίων ανεβάζει την τρέχουσα αποτίμηση μιας επιχείρησης, άρα και των μετοχών της, είτε η επιχείρηση αυτή είναι εισηγμένη σε κάποιο χρηματιστήριο, είτε όχι. Μερικοί λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι οι παρακάτω:
Πρώτον, στις περισσότερες των περιπτώσεων το σύνολο ή έστω ένα μεγάλο τμήμα των δανειακών υποχρεώσεων μιας εταιρείας επιβαρύνεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο προκύπτει από το άθροισμα του Euribor και ενός σταθερού περιθωρίου (spread), που με τη σειρά του εξαρτάται από την πιστοληπτική ικανότητα της συγκεκριμένης επιχείρησης. Κάθε, λοιπόν, φορά που η Ευρωπαϊκή Τράπεζα μειώνει το βασικό της επιτόκιο, ψαλιδίζεται ταυτόχρονα τόσο το Euribor, όσο και το μέσο κόστος χρηματοδότης μιας επιχείρησης (άρα επηρεάζεται θετικά η προ φόρων κερδοφορία της).
Δεύτερον, μια μείωση των επιτοκίων επιδρά συνήθως θετικά στο σύνολο της οικονομίας. Η χρηματοδότηση των επιχειρηματικών επενδύσεων καθίσταται φτηνότερη (άρα επηρεάζεται θετικά το ύψος των υλοποιούμενων επενδύσεων), τα νοικοκυριά πληρώνουν μικρότερες τοκοχρεολυτικές δόσεις στις τράπεζες (άρα τους μένουν περισσότερα χρήματα για να καταναλώσουν στις υπόλοιπες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών), οι ιδιώτες έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να συνάψουν στεγαστικά δάνεια (άρα μαζί με την προαναφερθείσα αύξηση των επενδύσεων ενισχύεται η οικοδομική δραστηριότητα), κ.λπ.. Άρα, δηλαδή, η μείωση των επιτοκίων επιδρά ανοδικά τόσο στην κατανάλωση, όσο και στις επενδύσεις, τομείς που είναι υπεύθυνοι κατά κύριο λόγο για την εξέλιξη της πορείας του Α.Ε.Π.. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να διογκώνεται η εγχώρια ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της δικής μας επιχείρησης, άρα και η κερδοφορία της.
Τρίτον, η αποκλιμάκωση των επιτοκίων μειώνει και το κόστος δανεισμού των κρατών, δημιουργώντας «δημοσιονομικό χώρο» για επιπλέον επενδύσεις και εισοδηματικές ενισχύσεις προς τα νοικοκυριά, άρα πρόσθετο εισόδημα που και αυτό θα τονώσει τη ζήτηση προς όφελος των επιχειρήσεων.
Και τέταρτο, μια υποχώρηση του επιπέδου των επιτοκίων επηρεάζει θετικά τις αποτιμήσεις μια σειράς περιουσιακών στοιχείων (άρα του πλούτου των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας συνολικότερα), όπως για παράδειγμα των ακινήτων, των ομολόγων και των μετοχών.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί οι επιτοκιακές αποδόσεις των καταθέσεων και των νεοεκδιδόμενων ομολόγων είναι ανταγωνιστικές με τις μερισματικές επιδόσεις των εταιρειών, με τις αποδόσεις ενοικίου των ακινήτων και με τις μέσες ετήσιες αποδόσεις (yields) των ομολόγων που είχαν εκδοθεί κατά το παρελθόν.
Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε πως η αγορά ισορροπεί μεταξύ της μερισματικής απόδοσης μιας μετοχής που κυμαίνεται στο 4% και του δεκαετούς κρατικού ομολόγου με επιτόκιο 3,5%. Αν για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μειώσει το επιτόκιό της κατά πενήντα μονάδες βάσης (0,5%) και τα νέα ελληνικά ομόλογα εκδίδονται με κουπόνι 3,0%, τότε ένα τμήμα των επενδυτών θα αποφύγει να επενδύσει σε νέα ομόλογα και θα αγοράσει μετοχές. Από μια τέτοια διαδικασία η τιμή της μετοχής θα κινηθεί ανοδικά.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με τα ακίνητα. Αν για παράδειγμα ένα επαγγελματικό ακίνητο έχει κλειδωμένη για τα επόμενα χρόνια απόδοση ενοικίου (yield) 8% και το κουπόνι ενός ομολόγου μειωθεί από το 4% στο 3%, τότε ένα τμήμα των επενδυτών θα αποφύγει να επενδύσει σε νέα ομόλογα, προκειμένου να τοποθετήσει τα χρήματα αυτά στην αγορά ακινήτων.
Άρα, σε περιόδους πτώσεως των επιτοκίων η αξία των ακινήτων και των χρεογράφων που ενδέχεται να έχει στην κατοχή της μια επιχείρηση -άρα και το ύψος των ιδίων κεφαλαίων της- διογκώνεται.
Προεξόφληση ταμειακών ροών
Ειδικότερα για τις μετοχές, ένα πολύ συνηθισμένο μοντέλο αποτίμησής τους είναι αυτό της προεξόφλησης των ταμειακών τους ροών (Discounted Cash Flow). Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, προβλέπουμε τις μελλοντικές ελεύθερες ταμειακές ροές μιας επιχείρησης (Free Cash Flow) και στη συνέχεια τις προεξοφλούμε σε σημερινές (τρέχουσες) αξίες, χρησιμοποιώντας ένα επιτόκιο αναγωγής. Με δεδομένο ότι το επιτόκιο αναγωγής αποτελεί στοιχείο του παρονομαστή ενός κλάσματος, όσο μικρότερο είναι αυτό (επηρεάζεται και από την πορεία των τρεχόντων επιτοκίων), τόσο μεγαλώνει η τιμή-στόχος (η «εύλογη τιμή») που δίνει ένας χρηματιστηριακός αναλυτής για να αποτιμήσει μια συγκεκριμένη μετοχή.