Ο Larry Fink δεν πρόκειται περί ενός τυχαίου ανθρώπου, καθώς είναι επικεφαλής της BlackRock, του μεγαλύτερου διαχειριστή κεφαλαίων στον κόσμο, με περιουσιακά στοιχεία πάνω από δέκα τρισ. δολάρια (περίπου 50 φορές το Α.Ε.Π. της Ελλάδας…)!
Ο Larry Fink, λοιπόν, προειδοποίησε πρόσφατα ότι οι Η.Π.Α. και ο υπόλοιπος κόσμος αντιμετωπίζουν μια συνταξιοδοτική κρίση, με τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης να λυγίζουν κάτω από την πίεση της γήρανσης του πληθυσμού και των νέων φαρμακευτικών ανακαλύψεων που επιμηκύνουν περαιτέρω τη ζωή των ανθρώπων. Αναφέρθηκε για παράδειγμα σε πρόσφατη μελέτη που δείχνει πως το φάρμακο Ozemptic μπορεί να επεκτείνει για δύο χρόνια τη ζωή ατόμων με καρδιαγγειακά προβλήματα.
«Ως κοινωνία, σπαταλάμε μια τεράστια ποσότητα ενέργειας για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να ζήσουν περισσότερα χρόνια. Αλλά ούτε ένα κλάσμα αυτής της προσπάθειας δεν δαπανάται για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να αντέξουν οικονομικά αυτά τα παραπάνω χρόνια», πρόσθεσε. Η επένδυση στις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι το κλειδί, υποστήριξε: «Οι άνθρωποι ζουν περισσότερο. Θα χρειαστούν περισσότερα χρήματα. Οι κεφαλαιαγορές μπορούν να το προσφέρουν, εφόσον οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες βοηθούν τους ανθρώπους να επενδύσουν».
Με άλλα λόγια, ο Larry Fink αναφέρθηκε:
Πρώτον, στις μεγάλες προκλήσεις του συνταξιοδοτικού (ακόμη και σε κράτη με πολύ πιο ισχυρές οικονομίες από την ελληνική), που είναι το δημογραφικό και οι ολοένα και αυξανόμενες δαπάνες για την υγεία.
Και δεύτερον, στη συμβολή που θα μπορούσε να παίξει η κεφαλαιαγορά για το μετριασμό του προβλήματος, εφόσον οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες βοηθούν τους ανθρώπους να επενδύσουν.
Τριμερής χρηματοδότηση
Σε διεθνή επίπεδα έχει επιλεγεί η μέθοδος της τριμερούς χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού συστήματος, δηλαδή των ίδιων των εργαζομένων μέσω των εισφορών τους, των επιχειρήσεων μέσα από τις εργοδοτικές εισφορές που καταβάλλουν και του κράτους μέσα από τις ενισχύσεις του Προϋπολογισμού.
Ωστόσο, τόσο οι Η.Π.Α., όσο και η Ευρώπη έχουν μπει σε μια περίοδο υψηλού δημόσιου χρέους, με τα κράτη να είναι υποχρεωμένα από τη σκληρή πραγματικότητα να ακολουθούν περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να καλύπτουν χωρίς όριο τις συνεχείς «τρύπες» -που μάλιστα αναμένεται να διευρυνθούν λόγω του δημογραφικού ζητήματος- στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Το πρόβλημα έχει καταστεί οξύτερο για την Ευρώπη για δύο ακόμη λόγους:
α) Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πολλά κράτη θα κληθούν κατά τα επόμενα χρόνια να ανεβάσουν δραστικά τα κονδύλια των αμυντικών δαπανών τους και
β) τα κράτη θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν (και σε μεγάλο βαθμό να επιδοτήσουν) γενναιόδωρα τις τεράστιες επενδύσεις που πρέπει να γίνουν στο μέτωπο της πράσινης μετάβασης των οικονομιών τους.
Επιπλέον, η Δύση γενικότερα έχει εισέλθει σε μια περίοδο περιορισμένης οικονομικής ανάπτυξης, η οποία στην Ευρώπη κατά τα τελευταία χρόνια έχει λάβει τη μορφή της στασιμότητας, αν όχι της ύφεσης. Έτσι, η άποψη ότι μέσα από μια συνεχή και ταχεία αύξηση του Α.Ε.Π. κατά τις επόμενες δεκαετίες, το συνταξιοδοτικό ζήτημα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί δεν αποτελεί τη λύση του προβλήματος, αλλά απλά μια… ευχή.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, οικονομικοί παράγοντες πολλών κρατών υποστηρίζουν ότι αφού στο κομμάτι της τριμερούς χρηματοδότησης τα κράτη δεν θα είναι σε θέση να συνεισφέρουν παραπάνω χρήματα, τότε το επιπρόσθετο βάρος θα πέσει υποχρεωτικά στον ιδιωτικό τομέα και συγκεκριμένα στους εργοδότες και τους εργαζόμενους, οι οποίοι θα πρέπει από την αρχή του εργασιακού τους βίου να αποταμιεύουν προκειμένου να εξασφαλίσουν μια «αξιοπρεπή» σύνταξη. Τα κράτη, όμως, από την πλευρά τους, εφ’ όσον δεν είναι σε θέση να προσφέρουν «κάτι παραπάνω» στην τριμερή χρηματοδότηση, δεν έχουν παρά να δώσουν σημαντικές φοροαπαλλαγές στους ιδιώτες που θα επιβαρυνθούν, όπως π.χ. φορολογικά κίνητρα στους πολίτες, προκειμένου να δημιουργήσουν επενδυτικά χαρτοφυλάκια μακροπρόθεσμης διάρκειας. Ένα τέτοιο μέτρο εφαρμόζεται ήδη σε χώρες της Ευρώπης, αλλά όχι και στην Ελλάδα, καθώς τα όποια κίνητρα υπήρχαν στα συνταξιοδοτικά προγράμματα που προσφέρει η ιδιωτική ασφάλιση καταργήθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Το πρώτο θετικό που θα προέκυπτε από μια τέτοια πολιτική είναι το ότι θα μειωνόταν η πίεση στο συνταξιοδοτικό πρόβλημα, εξ’ αιτίας τόσο του δημογραφικού ζητήματος (κάθε ένας αποταμιεύει για δικό του λογαριασμό σε ένα πλήρως ανταποδοτικό σύστημα), όσο και της εισφοροδιαφυγής. Ένα δεύτερο θετικό στοιχείο είναι το ότι οι πρόσθετες αποταμιεύσεις των εργαζομένων θα ενισχυθούν με την πάροδο των ετών και από τις αποδόσεις του χαρτοφυλακίου τους, με αποτέλεσμα οι σχετικά περιορισμένες αποταμιεύσεις να οδηγούν σε ένα σαφώς μεγαλύτερο συνταξιοδοτικό κεφάλαιο.
Πρόσθετοι πόροι
Μια άλλη επιλογή που προτείνεται είναι να δημιουργηθούν πρόσθετοι πόροι που θα προορίζονται για την ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλισης. Άλλοι κατά καιρούς έχουν μιλήσει π.χ. για έναν φόρο που θα καταβάλλουν όσες εταιρείες αναλαμβάνουν συμβάσεις του δημοσίου, άλλοι για μια πρόσθετη επιβάρυνση στους πλούσιους και τις περιουσίες τους, άλλοι για ένα κονδύλι που θα προκύπτει από τα τυχερά παιχνίδια, κ.λπ..
Το μειονέκτημα των προτάσεων αυτών είναι πως τα όποια κονδύλια προκύψουν δεν θα αποτελούν τίποτε άλλο παρά μια πρόσθετη φορολογία, η οποία με τη σειρά της θα φρενάρει την ανάπτυξη της οικονομίας. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια επιλογή που ενδεχομένως να επιδεινώσει, παρά να βελτιώσει την κατάσταση.
Άρα, λοιπόν, τα κράτη θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά στην επιλογή των πρόσθετων πόρων που θα προκρίνουν για την ενίσχυση των συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, θα μπορούσε να προβλεφθεί ένα τμήμα των εσόδων, που θα μπορούσαν να προέλθουν από την ενδεχόμενη μελλοντική εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου ή από ένα μέρος από τα έσοδα αξιοποίησης κρατικών περιουσιακών στοιχείων (με τον περιορισμό ότι στο κομμάτι αυτό προέχει η μείωση του ήδη υψηλού μας δημόσιου χρέους).
Η Γερμανία, για παράδειγμα (θυμίζουμε η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, με χαμηλό δείκτη δημόσιου χρέους), θα φέρει νομοσχέδιο για την ίδρυση ενός ταμείου, το οποίο θα χρηματοδοτείται κάθε χρόνο από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα έσοδα που θα προκύπτουν από πωλήσεις κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Στόχος είναι μέχρι το 2036 (μαζί με τις ενδιάμεσες αποδόσεις του χαρτοφυλακίου) να έχει σχηματιστεί ένα κεφάλαιο της τάξεως των 200 δισ. ευρώ, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί έτσι ώστε να διατηρηθεί στάσιμο το ύψος των συντάξεων για μια σειρά ετών, δηλαδή προκειμένου να αποφευχθούν μειώσεις αποδοχών και νέα άνοδος στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Τέλος, οι Γερμανοί αξιωματούχοι τονίζουν πως η κίνηση αυτή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του συνταξιοδοτικού κενού. Τα 200 δισ. ευρώ αποτελούν «μπάλωμα» υποστηρίζουν.