Επί μακρά σειρά ετών, τόσο το Χρηματιστήριο της Αθήνας, όσο και η εγχώρια κεφαλαιαγορά γενικότερα, αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα, τα οποία απασχόλησαν έντονα τον επιχειρηματικό κόσμο και τους επενδυτές. Μερικά από τα συμπτώματα που είχαν εμφανιστεί ήταν η πολύ χαμηλή ρευστότητα (περιορισμένη ημερήσια αξία συναλλαγών), οι αποχωρήσεις εισηγμένων εταιρειών μέσα από τη διαδικασία δημόσιων προτάσεων, οι ελάχιστες νέες εισαγωγές εταιρειών, η αδυναμία των επιχειρήσεων να αντλήσουν φρέσκο χρήμα από την αγορά, κ.λπ..
Αναλύοντας τις εξελίξεις, μπορεί κάποιος να αποδώσει την χρηματιστηριακή καχεξία της περιόδου 2008-2020 στους τρείς παρακάτω παράγοντες:
Πρώτον, στη βαθιά οικονομική κρίση που ξεκίνησε ουσιαστικά το 2008 και διήρκησε έως και το 2018. Με το Α.Ε.Π. της χώρας να υποχωρεί το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά περίπου 25% είναι προφανές πως δεν θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστες ούτε οι οικονομικές επιδόσεις των επιχειρήσεων, ούτε και οι επενδυτικές προσδοκίες, ιδιαίτερα όταν είχαν μεσολαβήσει το κούρεμα των κρατικών ομολόγων το 2012 και η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) το καλοκαίρι του 2015.
Δεύτερον, το Χρηματιστήριο της Αθήνας ήταν σε μεγάλο βαθμό τραπεζοκεντρικό, με τις τράπεζες (λόγω της φύσης των εργασιών τους, των μεγάλων θέσεων που είχαν σε κρατικά ομόλογα, αλλά και εξ’ αιτίας των επιπτώσεων που προέκυψαν από την εκτίναξη των κόκκινων δανείων) να είναι ο κλάδος που υπέφερε όσο κανείς άλλος κατά την προηγούμενη δεκαετία.
Και τρίτον, γιατί με δεδομένο ότι είχε προϋπάρξει το σπάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας του 1999, είχε διαμορφωθεί σε μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας ένα κλίμα έντονης δυσπιστίας, καχυποψίας και απουσίας εμπιστοσύνης σε σχέση με τις μετοχές και τον χρηματιστηριακό θεσμό γενικότερα.
Αλλαγή ρότας
Ωστόσο, η προαναφερθείσα κατάσταση έχει αρχίσει να διαφοροποιείται ως ένα -περιορισμένο έστω- βαθμό κατά τα τελευταία χρόνια. Ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. διαπραγματεύεται σήμερα γύρω από το επίπεδο των 1.400 μονάδων, όταν π.χ. στις 19/2/2019 βρισκόταν στις 655 μονάδες (+114%), ή όταν στις 23/3/2020 εν μέσω πανδημίας στις 513 μονάδες (+172%). Στις αποδόσεις αυτές θα πρέπει να προστεθούν και τα μερίσματα που εισέπραξαν οι επενδυτές κατά τη διάρκεια των ετών αυτών.
Πέραν, όμως, αυτών, τo ελληνικό χρηματιστήριο αποδεικνύει το τελευταίο χρονικό διάστημα πως είναι σε θέση να προσελκύσει επενδυτικά κεφάλαια τόσο από το εσωτερικό, όσο -κυρίως- από το εξωτερικό της χώρας, να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες επιχειρήσεων, αλλά και να τονώσει σε μεγάλο βαθμό το σκέλος των δημόσιων εσόδων, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει για την πορεία του δημοσίου χρέους της χώρας.
Ξεκινώντας από το πρόγραμμα άμεσης ή έμμεσης (π.χ. Υπερταμείο και Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) διάθεσης περιουσιακών στοιχείων, μέσω του Χρηματιστηρίου της Αθήνας κατά το τελευταίο εξάμηνο έχουν αντληθεί:
- 785 εκατ. από την πώληση του 30% του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών.
- Περίπου ένα δισ. ευρώ κατά το πρώτο τμήμα της αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από την Εθνική Τράπεζα.
- Περισσότερα από 400 εκατ. ευρώ εισπράχθηκαν από το Τ.Χ.Σ. μέσα από την πώληση του 9,61% της Alpha Bank στην ιταλική Unicredit και από τη διάθεση ενός μικρού πακέτου της Eurobank.
- Ένα τμήμα από τα 235 εκατ. ευρώ που εισπράχθηκαν από το placement της Hellenic Energy (πρώην Ελληνικά Πετρέλαια), με πωλητές το ελληνικό δημόσιο και τον Όμιλο Λάτση.
Μέσα στη φετινή χρονιά, επίσης, στα κρατικά ταμεία αναμένεται να εισρεύσουν σημαντικά κεφάλαια στα πλαίσια της δεύτερης φάσης αποεπένδυσης του Τ.Χ.Σ. από την Εθνική Τράπεζα, καθώς και από το αντίστοιχο εγχείρημα στην Τράπεζα Πειραιώς (το οποίο πιθανολογείται να λάβει χώρα μέσα στο δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου).
Από όλα αυτά, με βάση πρόχειρες εκτιμήσεις, μέσω εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας το ελληνικό δημόσιο θα εισπράξει συνολικά κατά τη διετία 2023-2024 ποσό που θα μπορούσε να κυμανθεί γύρω στα πέντε δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων κάτι λιγότερο από τα μισά έχουν ήδη εισπραχθεί (προφανώς, μέσα από τη διαδικασία της αποεπένδυσής του από τις συστημικές τράπεζες, το Τ.Χ.Σ. θα εισπράξει πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά που κατέβαλε την προηγούμενη δεκαετία προκειμένου να τις διασώσει).
Πέραν, όμως, των κινήσεων που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με τα κρατικά ταμεία, από το καλοκαίρι του 2023 έως και σήμερα:
- Τρεις εισηγμένες εταιρείες άντλησαν ίδια κεφάλαια (συνολικού ύψους 232 εκατ. ευρώ), εισερχόμενες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας και ειδικότερα πρόκειται για τις Optima Bank, Trade Estates Α.Ε.Ε.Α.Π. και Orilina Α.Ε.Ε.Α.Π. (μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες αναμένεται και η είσοδος στο Χ.Α. της Noval Properties, θυγατρικής του Ομίλου Viohalco). Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, επίσης, μια ήδη εισηγμένη εταιρεία, η Intralot, προχώρησε σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου «σηκώνοντας» 130 εκατ. ευρώ.
- Τέσσερις επιχειρήσεις άντλησαν μέσω της αγοράς των εταιρικών ομολόγων το συνολικό δανειακό ποσό των 930 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για τον Όμιλο Μυτιληναίου (500 εκατ. ευρώ), την Ideal (100 εκατ. ευρώ), την Autohellas (200 εκατ. ευρώ) και πρόσφατα την Intralot (130 εκατ. ευρώ).
- Υπήρξε και ένα ακόμη placement του Ομίλου ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, με το βασικό μέτοχο της εισηγμένης να προγραμματίζει να επενδύσει το ποσό που εισέπραξε στην ίδια την εταιρεία μέσω επικείμενης αύξησης μετοχικού κεφαλαίου.
Η επόμενη μέρα
Το ζητούμενο όλων αυτών, βέβαια, είναι η διάρκεια. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και οι προσπάθειες που γίνονται για την επαναφορά της ελληνικής κεφαλαιαγοράς από τις αναπτυσσόμενες στις αναπτυγμένες αποτελούν αναμφίβολα θετικά στοιχεία.
Μεγαλύτερης, ωστόσο, σημασίας ζήτημα αποτελεί το κατά πόσο η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει και κατά τα επόμενα χρόνια να εμφανίζει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και να υπεραποδίδει έναντι των χωρών της Ευρωζώνης.
Προφανώς όλα αυτά θα επηρεαστούν και από τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο εξωτερικό, τόσο στο οικονομικό περιβάλλον (π.χ. πορεία επιτοκίων και πληθωρισμού, ενεργειακό κόστος, ικανότητα της Ευρώπης να ανακάμψει, κ.λπ.), όσο και σε ότι αφορά τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ελληνική κεφαλαιαγορά δείχνει αυτή την περίοδο ικανή να αντλήσει σημαντικά κεφάλαια από το εξωτερικό, καθώς πέρα από το Χ.Α., έντονες υπερκαλύψεις εμφανίζουν οι ομολογιακές εκδόσεις τόσο του Ελληνικού Δημοσίου, όσο και των συστημικών τραπεζών.