07/02/24 | Αρχική > Αρθρογραφία > Εργατικά και Πρακτικά

Το δικαίωμα των εργαζομένων στην επίσχεση της εργασίας

Εισαγωγικά στοιχεία

Η σύμβαση εργασίας είναι μια αμφοτεροβαρής σύμβαση, δηλαδή και τα δυο μέρη έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ο εργοδότης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την εργασία του εργαζομένου και υποχρέωση να καταβάλλει το συμφωνημένο μισθό και ο εργαζόμενος αντίστοιχα έχει υποχρέωση να παράσχει την εργασία του και δικαίωμα ή αξίωση να λάβει το μισθό που συμφωνήθηκε. Εκτός, όμως, από τις ανωτέρω αναφερόμενες υποχρεώσεις που πηγάζουν από την ατομική σύμβαση εργασίας, τα μέρη έχουν και τις υποχρεώσεις και τα αντίστοιχα δικαιώματα που πηγάζουν από τη νομοθεσία γενικότερα, νόμους, Προεδρικά Διατάγματα, Υπουργικές αποφάσεις κ.λπ. ή Σ.Σ.Ε. που καλύπτουν τις εργασιακές σχέσεις.

Όταν ο εργοδότης, για διάφορους λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του, δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν είτε από την ατομική σύμβαση εργασίας ή τη νομοθεσία ή τις οικείες Σ.Σ.Ε., οι οποίες υποχρεώσεις έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, τότε ο εργαζόμενος εκτός των άλλων δικαιωμάτων που του παρέχει η σύμβαση ή ο νόμος π.χ. προσφυγή στα δικαστήρια, μπορεί να απέχει από την εργασία του, μέχρι ο εργοδότης να συμμορφωθεί και να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.

Όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (λ.χ. για το μισθό του ή για να ληφθούν μέτρα ασφαλείας), δικαιούται ν΄ αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του - επίσχεση εργασίας - ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση του που τον βαρύνει (άρθρο 325 του Α.Κ.). Συνηθέστερη περίπτωση που αντιμετωπίζεται εκ μέρους του εργαζομένου με επίσχεση εργασίας είναι, η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών από τον εργοδότη. Με επίσχεση εργασίας μπορεί ακόμα να αντιμετωπιστεί η μη τήρηση από τον εργοδότη των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας που προβλέπει ο νόμος, η άρνηση χορήγησης της κανονικής άδειας, η μονομερής εκ μέρους του εργοδότη βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, η παράλειψη προαγωγής, η παράλειψη χορήγησης εκκαθαριστικού σημειώματος αποδοχών ή πιστοποιητικού εργασίας, η μη καταβολή επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης και γενικά οποιαδήποτε υπαίτια εκ μέρους του παράβαση των υποχρεώσεών του από το νόμο ή την ατομική σύμβαση εργασίας.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 325 του Α.Κ. ορίζεται ότι, αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή προς την οφειλή του, δικαιούται εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής, μέχρις ότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.

Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται και στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ώστε εάν ο εργαζόμενος έχει κατά του εργοδότη ληξιπρόθεσμη αξίωση σχετική με την παροχή της εργασίας του, έχει δικαίωμα να μην παρέχει την εργασία, ωσότου ο εργοδότης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που τον βαρύνουν (Α.Π. 940/2015).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 325, 329 και 656 του Α.Κ. προκύπτει ότι, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, δηλαδή σε επίσχεση της οφειλόμενης προς τον εργοδότη του παροχής, που συνίσταται στη μέλλουσα να παρασχεθεί εργασία του, για την εξασφάλιση ληξιπρόθεσμης αξίωσής του κατά του εργοδότη, που απορρέει από την εργασία που ήδη του έχει προσφέρει και εκτελέσει.

Το δικαίωμα αυτό ασκείται ατύπως. Για να είναι, όμως, η σχετική περί τούτου δήλωση πλήρης και να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα της, πρέπει να είναι σαφής, να συναρτάται ρητώς ως προς τη ληξιπρόθεσμη υποχρέωση του υπερήμερου εργοδότη και να απορρέει από έγκυρη εργασιακή σχέση, αλλιώς μπορεί να εκληφθεί ως απλή άρνηση παροχής της συμφωνημένης εργασίας από πλευράς του εργαζομένου.

Σε περίπτωση ασκήσεως επισχέσεως, ο εργαζόμενος διατηρεί το δικαίωμα καταβολής αποδοχών για όσο διάστημα ο εργοδότης δεν εκπληρώνει την παροχή του, καθώς αυτός ο τελευταίος περιέρχεται σε υπερημερία (Α.Π. 342/2017, Α.Π.1248/2015).

Ο εργοδότης δε, επειδή το διάστημα αυτό βρίσκεται σε υπερημερία είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει τις αποδοχές του χρόνου επισχέσεως εργασίας.

Με την κίνησή του αυτή, ο εργαζόμενος θέτει τον εργοδότη σε κατάσταση υπερημερίας ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου και έτσι για όλο το χρονικό διάστημα της επίσχεσης δικαιούται τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Δηλαδή, ο χρόνος αυτός της αποχής θεωρείται χρόνος εργασίας με όλες τις εντεύθεν συνέπειες.

Ουσιαστικά, συνέπεια της υπερημερίας του εργοδότη είναι η υποχρέωσή του να καταβάλει στον εργαζόμενο όχι μόνο τις οφειλόμενες αποδοχές, αλλά και αυτές τις αποδοχές που αφορούν στο χρονικό διάστημα που διαρκεί η επίσχεση της εργασίας του. Κατά τη διάρκεια της επίσχεσης, ο μισθωτός μπορεί να απασχοληθεί σε έτερο εργοδότη, ωστόσο, θα πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος προς εργασία στη διάθεση του εργοδότη, σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο αρθεί η υπερημερία του τελευταίου.

Υπάρχει επίσης υποχρέωση του εργοδότη για συνέχεια της ασφάλισης των εργαζομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. καθ΄ όλη τη διάρκεια της επίσχεσης εργασίας, γιατί ο χρόνος αυτός θεωρείται σαν πραγματική απασχόληση, συμφώνα με το άρθρο 325 του Αστικού Κώδικα. Εφόσον η εργασιακή σχέση δεν διεκόπη κατά νόμιμο τρόπο και ο μισθωτός έχει, κατά τη διάταξη του άρθρου 656 του Αστικού Κώδικα, αξίωση επί τoυ μισθού, παραμένει ενεργή και η ασφαλιστική σχέση.

Το δικαίωμα επισχέσεως ως μέσον εξαναγκασμού

Το δικαίωμα της επίσχεσης αποτελεί αποτελεσματικό μέσο αυτοδύναμης προστασίας, εξαναγκάζοντας τον εργοδότη στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, αφού καταλήγει στο να καταβάλλεται μισθός, χωρίς να παρέχεται εργασία. Ουσιαστικά, το δικαίωμα αυτό ασκείται ως μέσον εξαναγκασμού του εργοδότη, που αρνείται την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, οι οποίες είναι κατά κανόνα εκείνες που σχετίζονται με την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών του εργαζόμενου και κατευθύνεται στο να τον πιέσει να τις εκπληρώσει, με απειλή την υπερημερία του και όλες τις εξ αυτής συνέπειες γι΄ αυτόν, εφόσον ο εργοδότης πλέον ευθύνεται για την πληρωμή των αποδοχών του χρόνου της επίσχεσης. Δεν μπορεί, όμως, να γίνει επίσχεση εργασίας με σκοπό να εξαναγκαστεί ο εργοδότης να καταβάλλει αυξήσεις αποδοχών ή άλλες οικονομικής φύσεως παροχές. Τέλος, το δικαίωμα αυτό είναι ένα αποτελεσματικό μέσο εξασφάλισης του μισθού του εργαζομένου, που είναι συνυφασμένος με την επιβίωση του μισθωτού και της οικογένείας του (άρθρο 22 του Συντάγματος).

Προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης

Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, αλλά και τη δικαστηριακή νομολογία, οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας εκ μέρους των μισθωτών, είναι:

  • Να υπάρχει ενεργή και έγκυρη εργασιακή σύμβαση,
  • η αξίωση του μισθωτού κατά του εργοδότη να είναι ληξιπρόθεσμη,
  • η αξίωση να είναι συναφής προς την οφειλή και να στρέφεται κατά του προσώπου του εργοδότη,
  • δήλωση του μισθωτού, ρητή και σαφής, ότι αρνείται να παρέχει τις υπηρεσίες του μέχρι να εκπληρώσει ο εργοδότης την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η δήλωση του μισθωτού ότι ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης είναι βασικότατη και πρέπει να είναι ρητή και σαφής, γραπτή ή προφορική και να γίνεται πάντοτε έγκαιρα και
  • το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας πρέπει να ασκείται εντός των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος.

Εγκυρότητα συμβάσεως εργασίας. Η άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης νοείται μόνο όταν υπάρχει έγκυρη σύμβαση εργασίας, διότι η θέση του εργοδότη σε κατάσταση υπερημερίας δεν είναι νοητή όταν η σχέση εργασίας είναι άκυρη και η αξίωση για την καταβολή των δεδουλευμένων στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εργοδότη.

Κατά τη διάρκεια της επίσχεσης εργασίας, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, εκτός αν η καταγγελία έγινε αποκλειστικά με αφορμή την άσκηση επίσχεσης εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου, οπότε θα ακυρωθεί ως καταχρηστική.

Ρητή δήλωση επισχέσεως. Η επίσχεση εργασίας ασκείται από μέρους του εργαζομένου, με έγγραφη ή προφορική δήλωση ή και δικαστικά, δηλαδή μπορεί ο εργαζόμενος να κάνει αγωγή και να ζητήσει από τον εργοδότη την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών. Ο εργαζόμενος θα πρέπει με σαφήνεια και χωρίς καμία αμφιβολία να δηλώσει στον εργοδότη ότι προβαίνει σε επίσχεση εργασίας. Για τη δήλωση επίσχεσης δεν προβλέπεται κάποιος τύπος από το νόμο, συνεπώς μπορεί να γίνει και προφορικά. Καλύτερα, όμως, είναι να γίνεται εγγράφως και να επιδίδεται με απόδειξη στον εργοδότη ή καλύτερα με δικαστικό επιμελητή, για να μπορεί να αποδειχθεί το γεγονός της επίσχεσης και οι λόγοι που την επιβάλλουν. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή ο εργαζόμενος δεν μπορεί να αποδείξει ότι προέβη σε επίσχεση εργασίας και τους λόγους αυτής, θα θεωρηθεί ότι αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του. Η δήλωση πρέπει να είναι ατομική και δεν καλύπτεται από αντίστοιχη δήλωση του συνδικαλιστικού φορέα.

Η λεγόμενη ομαδική επίσχεση είναι επίσχεση που στηρίζεται σε ισάριθμες δηλώσεις με τους ενδιαφερόμενους μισθωτούς. Από τον τρόπο αυτό της δήλωσης βούλησης, θα εξαρτηθεί αν πρόκειται για το ατομικό δικαίωμα επίσχεσης ή για το ομαδικό δικαίωμα απεργίας, συνδικαλιστικής ή ανεξάρτητης. Μόνο το γεγονός ότι, ανέλαβε συνδικαλιστικός φορέας την οργάνωση της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι υπάρχει απεργία. Η επίσχεση εργασίας ακόμα κι όταν ασκείται από πολλούς εργαζόμενους δεν έχει χαρακτήρα συλλογικό και αγωνιστικό, όπως η απεργία, που έχει σκοπό την προαγωγή γενικά των όρων εργασίας, αλλά ατομικό και περιορίζεται στην εξασφάλιση των ήδη γεννημένων απαιτήσεων.

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε τη διάκριση μεταξύ επίσχεσης εργασίας και απεργίας. Στην περίπτωση της επίσχεσης, σε αντίθεση με την άσκηση της απεργίας, δεν παρέχεται προσωπικό ασφαλείας, δεν απαιτείται απόφαση συνδικαλιστικής οργάνωσης, δεν απαιτείται προειδοποίηση, ενώ πρέπει να καταβάλλονται αποδοχές. Διαφέρουν, επίσης, ως προς το σκοπό, ο οποίος είναι στην απεργία η εξυπηρέτηση των συλλογικών συμφερόντων των εργαζομένων, ενώ στην επίσχεση είναι η εκπλήρωση, εκ μέρους του εργοδότη των συμβατικών του υποχρεώσεων.

Ληξιπρόθεσμο και απαιτητό της απαίτησης. Η απαίτηση του εργαζομένου, για την εξασφάλιση της οποίας αυτός προβαίνει σε επίσχεση εργασίας, πρέπει κατά το χρόνο που ασκείται η επίσχεση να έχει ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή αν πρόκειται για χρηματική αξίωση ή να πληρούνται ήδη όλες οι προϋποθέσεις για την άσκηση της, αν πρόκειται για παροχή εκ μέρους του εργοδότη μη χρηματική. Έτσι, κι αν ακόμα ο εργοδότης δηλώσει προς τον εργαζόμενο ότι δεν θα του καταβάλλει τις μελλοντικές του αποδοχές, αυτός δεν μπορεί να προβεί σε επίσχεση εργασίας για την εξασφάλιση αυτών, αφού δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές.

Ως γνωστόν, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας, εκτός βέβαια αν η περιουσιακή κατάσταση του εργοδότη δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την αδυναμία καταβολής των μελλοντικών αποδόσεων, οπότε στην περίπτωση αυτή μπορεί να ασκηθεί έγκυρα επίσχεση εργασίας (άρθρο 377 του Α.Κ.). Επίσης, δεν μπορεί να ασκηθεί επίσχεση εργασίας για να πιεσθεί ο εργοδότης να προβεί σε αύξηση των αποδοχών ή σε άλλη παροχή, που δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή ή γενικά για να προβεί σε βελτίωση των ορών εργασίας.

Ειδικότερα, καθυστέρηση μισθού υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται αυτός ευθύς μετά την παροχή της εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 655 του Α.Κ. ή μέσα στο χρόνο που ορίζεται είτε από την εργασιακή σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητική πράξη (Α.Π.130/65).

Η ανωτέρω ευθύνη για τον εργοδότη υπάρχει μόνο στην περίπτωση που καθυστερεί να καταβάλλει δεδουλευμένες αποδοχές ή κάθε είδους χορηγίες και όχι όταν πρόκειται για καθυστέρηση καταβολής αποζημιώσεων ή παροχών που οφείλει από την σχέση εργασίας ή για καθυστέρηση πληρωμής μισθών υπερημερίας από άκυρη απόλυση, αποδοχές χρόνου ασθενείας κ.λπ..

Πάντως, η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει τους καθυστερημένους μισθούς δεν θεωρείται ότι αποτελεί αδικοπραξία, εφόσον ο μισθωτός δικαιούται να αξιώσει αυτούς βάση του άρθρου 648 του Α.Κ., αλλά ούτε και δημιουργεί αξίωση από αδικοπραξία εκ του λόγου ότι η καθυστέρηση της πληρωμής αποτελεί ποινικό αδίκημα.

Κατάχρηση του δικαιώματος επίσχεσης

Όπως όλα τα δικαιώματα, έτσι και το δικαίωμα επισχέσεως δεν πρέπει να ασκείται καταχρηστικά. Καταχρηστική άσκηση υπάρχει όταν, οι περιστάσεις που οδηγούν στην άσκηση του δεν δικαιολογούν, σύμφωνα με την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, τη λήψη ενός τέτοιου επιβαρυντικού για τον εργοδότη μέτρου.

Η άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του Α.Κ. Αυτό αποτελεί και το πιο ευαίσθητο σημείο, γιατί από τη σαφή οριοθέτηση των ορίων που καθιστούν την άσκηση καταχρηστική, αποτρέπεται ο κίνδυνος να μετατραπεί η επίσχεση από μέσο προστασίας του μισθού, σε μέσο απώλειας της θέσης.

Με βάση και τις ιδιαιτερότητες της σύμβασης εργασίας, η καλόπιστη άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνέχεται συνήθως με την αποτροπή αιφνιδιασμού του εργοδότη, το ύψος τον καθυστερούμενων αποδοχών και το βέβαιο της απαίτησης. Έτσι, απαιτείται κατά πρώτο λόγο να περάσει εύλογος χρόνος από την καθυστέρηση και προηγούμενη όχληση. Ωστόσο, με το δεδομένο ότι ο μισθός καταβάλλεται σε τακτά μικρά διαστήματα και αποτελεί μέσο διατροφής του μισθωτού, τα όρια ανοχής της καθυστέρησης είναι περιορισμένα.

Η επίκληση οικονομικών δυσχερειών από τον εργοδότη θα πρέπει να συνεκτιμηθεί μέσα στα όρια αυτά, γιατί τον οικονομικό κίνδυνο φέρει ο εργοδότης. Ο αμφίβολος χαρακτήρας της μισθολογικής παροχής, που συνήθως αφορά μέρος των οφειλόμενων αποδοχών, σε συνδυασμό και με την έλλειψη κινδύνου απώλειας του οφειλόμενου ποσού, όταν ο εργοδότης είναι αξιόχρεος, καθιστούν την άσκηση καταχρηστική (Α.Π. 1803/1987, 1264/1986, 314/1982, 247/1967).

Κατά τη νομολογία είναι καταχρηστική και προσχηματική η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης και υποκρύπτει βούληση του εργαζομένου να αποχωρήσει από την εργασία του, όταν δεν υπάρχει χρονικώς αξιόλογη καθυστέρηση εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη, όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι΄ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προκαλεί δυσβάστακτη και δυσανάλογη ζημία στην επιχείρηση, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν η ληξιπρόθεσμη οφειλή του εργοδότη είναι ασήμαντη. Επίσης, όταν ασκείται τη στιγμή που καταβάλλονται σημαντικές προσπάθειες για τη διάσωση της επιχείρησης ή όταν ασκείται για την ικανοποίηση αμφισβητούμενων απαιτήσεων.

Ενδεικτικά, με την υπ΄ αριθμόν 393/2016 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης κρίθηκε ότι, επειδή η καθυστέρηση της καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών εργαζόμενης και το ύψος αυτών δεν ήταν σημαντικά, καθώς και ότι αυτή η εργαζόμενη ήταν η μόνη μεταξύ των άλλων συναδέλφων της που άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης, χωρίς προηγουμένως να διαμαρτυρηθεί ή να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας ή να ενημερώσει το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας και χωρίς να επικαλεστεί ιδιαίτερες ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες που αντιμετώπιζε, το δικαίωμα επίσχεσης δεν συνιστούσε νόμιμη άσκηση.

Σύμφωνα δε με την υπ΄ αριθμόν 836/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι ήταν καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης των εργαζομένων, διότι η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών κάποιων μηνών ήταν ακούσια και δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα ή δυστροπία της επιχείρησης, που μέχρι τότε ήταν αξιόπιστη, αλλά στην ιδιαίτερη δυσχερή οικονομική κατάσταση αυτής, την οποία γνώριζαν, ενώ το μέτρο της επίσχεσης δεν ήταν πρόσφορο να οδηγήσει σε ικανοποίηση των αξιώσεών τους, αφού η επιχείρηση βρισκόταν σε οικονομική δυσχέρεια και αδυνατούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους.

Ωστόσο, η επίσχεση εργασίας πραγματοποιείται καταχρηστικά, όταν η καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη δεν έχει γίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα ή στις περιπτώσεις που η καθυστέρηση δεν οφείλεται στην υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε αντιξοότητες και σε απρόβλεπτες περιστάσεις, τις οποίες ο εργοδότης ούτε θα μπορούσε να προβλέψει, ούτε θα μπορούσε να κάνει κάτι για να τις αποτρέψει. Σκοπός του νομοθέτη, λοιπόν, είναι, αφενός να προστατεύσει τον εργαζόμενο σε περίπτωση μη έγκαιρης καταβολής του μισθού που του αναλογεί, αφετέρου να προστατεύσει και τον εργοδότη, σε περίπτωση που η μη έγκαιρη καταβολή του μισθού που αναλογεί στον εργαζόμενο δεν γίνεται από υπαιτιότητα του, αλλά από γεγονότα που δεν οφείλονται στη σφαίρα επίδρασης του.

Επίσης, η απόφαση 461/2022 του Αρείου Πάγου μεταξύ άλλων αναφέρει ότι, το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Α.Κ..

Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά.

Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής, πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 του Α.Κ. όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (Α.Π. 788/2020, Α.Π. 117/2017, Α.Π. 114/2017, Α.Π. 447/2015, Α.Π. 940/2015, Α.Π. 1248/2015, Α.Π. 790/2014).

Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο, θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι΄ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (Α.Π.145/2019, Α.Π. 836/2019, Α.Π. 949/2019, Α.Π. 680/2017, Α.Π. 114/2017).

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής, κρίνεται τελικά από το δικαστήριο επί της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζόμενου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους (Α.Π. 1114/2017).

Αντιθέτως, με την υπ΄ αριθμόν 13/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κρίθηκε ότι, το δικαίωμα επίσχεσης των εργαζομένων νομίμως ασκήθηκε, καθότι είχαν προηγουμένως εξαντλήσει κάθε άλλο μέσο, υπομένοντας για όλο το ένδικο χρονικό διάστημα τη μη καταβολή των αποδοχών τους, αρκούμενες σε καταβολή σε άτακτα χρονικά διαστήματα ελάχιστων ποσών, παρά τη δεινή οικονομική τους κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει εξαιτίας αυτού, αφού η εργασία τους ήταν η μοναδική πηγή βιοπορισμού τους.

Επιπλέον, το Εφετείο διευκρίνισε ότι η οικονομική δυσπραγία της εταιρείας σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δικαιολογήσει απαίτησή της να εξακολουθούν οι εργαζόμενες να παρέχουν την εργασία τους, χωρίς να πληρώνονται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Ομοίως, υποστηρίζεται ότι δεν είναι καταχρηστική η επίσχεση εργασίας, όταν η οικονομική δυσπραγία της επιχείρησης δεν ήταν αιφνίδια και οι όποιες καταβολές των ληξιπρόθεσμων μισθών στο παρελθόν γίνονταν κατόπιν πιέσεων των εργαζομένων, με αντίστοιχες επισχέσεις εργασίας ή όταν η στάση των εργαζομένων δεν προκάλεσε δυσβάσταχτη ζημία, αφού η αδυναμία πληρωμών ήταν γενική και τέλος, όταν ο εργοδότης δεν ήταν συνεπής ως προς τις υποσχέσεις του για την καταβολή των μισθών (Α.Π. 2094/2014).

Επίσχεση εργασίας και παραίτηση

Όταν ο εργαζόμενος απέχει από την εργασία του, μετά από δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα να θεωρήσει ότι υπάρχει οικειοθελής αποχώρηση (παραίτηση) του, πολύ περισσότερο εάν με ρητή δήλωσή του ο εργαζόμενος έχει γνωστοποιήσει στον εργοδότη ότι, μετά την καταβολή των αποδοχών του προτίθεται να προσφέρει (και πάλι) τις υπηρεσίες του.

Δεν πρέπει, όμως, ο εργαζόμενος να πάψει να εργάζεται, χωρίς να δηλώσει παράλληλα ότι ασκεί επίσχεση εργασίας, επειδή η απουσία του μπορεί να θεωρηθεί ως παραίτηση από τη θέση του.

Η υπερημερία του εργοδότη και η άρση της

Όταν το δικαίωμα επίσχεσης ασκηθεί νόμιμα, τότε ο εργοδότης περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου, θεωρείται δηλαδή ότι από δική του υπαιτιότητα δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζόμενου, ενώ ο τελευταίος τις προσφέρει κανονικά. Έτσι, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να λάβει τις αποδοχές όλου του χρονικού διαστήματος της επίσχεσης εργασίας, σαν να εργάσθηκε κανονικά. Ο εργοδότης, όμως, έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει από τις αποδοχές του χρόνου επισχέσεως καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη μη παροχή της εργασίας του στον εργοδότη ή από την παροχή της αλλού.

Η υπερημερία του εργοδότη αίρεται από τη στιγμή που αυτός θα ικανοποιήσει την αξίωση του εργαζόμενου, για την οποία ασκήθηκε η επίσχεση εργασίας, χωρίς να απαιτείται και η ταυτόχρονη καταβολή των μισθών υπερημερίας που οφείλονται εξαιτίας της επίσχεσης, αφού αυτοί είναι οι συνέπειες της επίσχεσης και όχι η αιτία για την άσκησή της. Σε αυτήν την περίπτωση, ο εργαζόμενος μπορεί να ασκήσει νέα επίσχεση εργασίας για να διεκδικήσει την καταβολή των μισθών της προηγούμενης επίσχεσης.

Περιπτώσεις άσκησης του δικαιώματος στην πράξη

Μέχρι σήμερα, δεν έχει εφαρμογή το δικαίωμα αυτό σε πλήθος άλλων περιπτώσεων, που θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο για επίσχεση εργασίας, όπως για παράδειγμα το αίτημα για απομάκρυνση από τους χώρους εργασίας διευθυντικού στελέχους λόγω σεξουαλικής παρενόχλησης ή για απομάκρυνση διευθυντικού στελέχους από την επιχείρηση, γιατί οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια την επιχείρηση στη χρεοκοπία με τις επιλογές του.

Μέσα στα πλαίσια της άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος, κατά καλή πίστη και στα πλαίσια του άρθρου 22 και της παρ. 2 του άρθρου 106 του Συντάγματος, οι παραπάνω ή και άλλες περιπτώσεις δημιουργούν νόμιμο δικαίωμα για άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας, όπως και δικαίωμα συλλογικής δράσης με απεργιακό αγώνα για την ανάγκη διατήρησης της ζωής της επιχείρησης.

Επίσης, το δικαίωμα αυτό σε ελάχιστες περιπτώσεις ασκήθηκε για τη λήψη μέτρων ασφαλείας. Ελάχιστες, επίσης, είναι και οι περιπτώσεις επίσχεσης εργασίας κατά ζωντανών επιχειρήσεων με προοπτικές ανάπτυξης. Απομένουν οι περιπτώσεις επίσχεσης εργασίας κατά ασθενών, ημιθανών ή πεθαμένων επιχειρήσεων.

Τέλος, το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας για μη καταβολή δεδουλευμένων μισθών κ.λπ. και η εξ αυτού υπερημερία του εργοδότη είναι ένα πρόσθετο και αποτελεσματικό μέσο εξασφάλισης του μισθού του εργαζομένου, που είναι συνυφασμένος με την επιβίωσή του μισθωτού και της οικογενείας του (άρθρο 22 του Συντάγματος).

Εν κατακλείδι

Συνοψίζοντας, ένα από τα ουσιώδη μέτρα που μπορεί να λάβει ο εργαζόμενος, σε περίπτωση που δεν λαμβάνει εγκαίρως τις αποδοχές του από τον εργοδότη, είναι αυτό της επίσχεσης εργασίας. Η επίσχεση εργασίας θα πρέπει να πραγματοποιείται με σύνεση και μόνο όταν είναι αναγκαία, προκειμένου ο εργοδότης να καταβάλει το μισθό που αναλογεί στον εργαζόμενο.

Πέρα, όμως, από την επίσχεση εργασίας, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να διεκδικήσει ο εργαζόμενος το μισθό του, όπως είναι η καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας, καθώς και η αγωγή στα αστικά δικαστήρια, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Θα πρέπει ο εργαζόμενος να πραγματοποιεί την επίσχεση εργασίας του με έγγραφη κοινοποίηση του στον εργοδότη δια εξωδίκου και όχι απλά προφορικώς. Τέλος, η επίσχεση εργασίας, ως κανόνας εργατικού δικαίου θέλει ιδιαίτερη προσοχή στην ερμηνεία και εφαρμογή του, πέρα από την εύκολη αντίληψη ότι ο εργαζόμενος έχει πάντα δίκιο, που μόνο σε αδιέξοδα οδηγεί.

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο του κ. Βασιλείου Παπαβασιλείου που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 2023 του περιοδικού Epsilon7. Στο πλήρες άρθρο, μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά και στην παράνομη άσκηση και ματαίωση του δικαιώματος επίσχεσης.



comments powered by Disqus
* Παρακαλούμε τα σχόλια να μην είναι σε greeklish. Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.
Σύμβαση εργασίας, Επίσχεση εργασίας, Εργαζόμενοι, Υπερημερία