Με μεγάλη ανακούφιση και με πλατιά χαμόγελα υποδέχονται οι ανά τον κόσμο παράγοντες της οικονομίας την διαφαινόμενη υπαναχώρηση των μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών σε Η.Π.Α. και Ευρωζώνη, σχετικά με τη στάση τους στο μέτωπο των επιτοκίων.
Από την πλευρά της, η διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ μπορεί μεν να μην απέκλεισε μια νέα άνοδο των επιτοκίων στο μέλλον, ωστόσο απέφυγε να κάνει οποιεσδήποτε προβλέψεις, σημειώνοντας παράλληλα πως το τρέχον ύψος τους λειτουργεί αρκετά περιοριστικά στην οικονομία, προκειμένου να υποχωρήσει ο πληθωρισμός στο επίπεδο του 2%. Η ουσία πάντως είναι ότι η Ε.Κ.Τ. για πρώτη φορά μετά από 15 μήνες δεν προχώρησε στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου σε νέα αύξηση επιτοκίων, στα πλαίσια της συνεδρίασης που είχε λάβει χώρα στην Αθήνα.
Πιο «αποκαλυπτικός» ήταν ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος αφού αναφέρθηκε στο νέο κλίμα αβεβαιότητας που έχει προέλθει από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, σημείωσε πως «η πτωτική πορεία του πληθωρισμού ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας» και ότι «θα ξεκινούσα να σκέφτομαι να μειώσω τα επιτόκια, αν ο πληθωρισμός στα μέσα του 2024 μειωθεί κάτω από το όριο του 3%, σε μόνιμη και διατηρήσιμη βάση. Ελπίζω πολλοί συνάδελφοί μου στην Ε.Κ.Τ. να συμφωνούν, αλλά δεν το έχουμε συζητήσει ακόμη».
Σταθεροποίηση, όμως, επιτοκίων δεν είχαμε μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στις Η.Π.Α.. Συγκεκριμένα, η FED άφησε αμετάβλητα τα επιτόκια στο 5%-5,25%, που είναι το υψηλό 22 ετών, χωρίς όμως να αποκλείει τη συνέχιση της ανοδικής τους πορείας στο μέλλον, διαπιστώνοντας ότι κατά το τρίτο φετινό τρίμηνο η οικονομία των Η.Π.Α. συνέχισε να τρέχει με υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Πάντως, γενικότερη είναι η εντύπωση που επικρατεί πως στις Η.Π.Α. η αύξηση των επιτοκίων, αν δεν έχει φτάσει στο τέλος της, το πλησιάζει. Ενδεικτικές ήταν οι δηλώσεις του προέδρου της Τζερόμ Πάουελ ότι η οικονομία των Η.Π.Α. παραμένει ανθεκτική, ότι ο πληθωρισμός διατηρείται πάνω από τον στόχο και πως «το ερώτημα για τη FED δεν είναι αν θα προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων, αλλά το αν θα τα αφήσει αμετάβλητα, ή αν θα προχωρήσει σε νέες αυξήσεις».
Από την άλλη πλευρά, δεν λείπουν και οι εκτιμήσεις αναλυτών που προβλέπουν αρκετά πιθανή μια σταδιακή υποχώρηση των επιτοκίων από τη FED, αρχής γενομένης από τον προσεχή Απρίλιο. Σε ότι αφορά την Ελλάδα, παράγοντες μεγάλων επιχειρήσεων, με τους οποίους συνομιλήσαμε, έχουν συντάξει τους προϋπολογισμούς τους για το 2024 με βάση το σενάριο ότι το ύψος των επιτοκίων θα διατηρηθεί στα τρέχοντα επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια της επόμενης χρονιάς.
Τι άλλαξε
Γιατί όμως οι μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες δείχνουν να «βάζουν νερό στο κρασί τους» και να αλλάζουν στάση, παρά το γεγονός ότι ο στόχος τους για μείωση του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% απέχει σημαντικά από τα τρέχοντα επίπεδα;
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι λόγοι δεν είναι κοινοί. Στις Η.Π.Α. μπορεί ο ρυθμός ανάπτυξης να παραμένει υψηλός, ωστόσο μεγάλο πονοκέφαλο προκαλεί το επίπεδο του δημοσίου χρέους, που σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους έχουν ξεπεράσει τις αμυντικές δαπάνες της χώρας και σε διεθνές επίπεδο έχει αρχίσει να εκφράζεται κλίμα ανησυχίας για το πού θα καταλήξει το συγκεκριμένο ζήτημα. Είναι προφανές πως, η διατήρηση των αμερικανικών επιτοκίων σε τόσο υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα θα αποτελέσει μια ακόμη πηγή αύξησης του δημοσίου χρέους, δυναμιτίζοντας περαιτέρω την κατάσταση. Μια ενδεχόμενη περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων θα έπληττε επίσης και τις τρέχουσες τιμές των ομολόγων, εντείνοντας τα προβλήματα εκείνων των αμερικανικών τραπεζών που είναι «φορτωμένες» με τέτοιου είδους χρεόγραφα. Οι αναλυτές λοιπόν εκτιμούν ότι από τα μέσα του 2024 η Κεντρική Τράπεζα των Η.Π.Α. θα αναγκαστεί να μειώσει τα επιτόκιά της, «ποιώντας την ανάγκη φιλοτιμία».
Ανησυχητική είναι η κατάσταση σχετικά με την πορεία του δημόσιου χρέους και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ο σχετικός δείκτης ξεπέρασε το 100% για πρώτη φορά μετά το 1961 και ανεβαίνει συνεχώς πυροδοτούμενος από τα υψηλά επιτόκια. Και όλα αυτά, όταν η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει την εκλογική δοκιμασία μέσα στο 2024 και τα δημοσκοπικά της ποσοστά βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Στην ηπειρωτική Ευρώπη τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Ο φετινός ρυθμός ανάπτυξης είναι αναιμικός και όλα δείχνουν πως κάπως έτσι θα κινηθούν τα πράγματα και μέσα στο 2024 και αυτό χωρίς να συνεκτιμώνται πιθανές παρενέργειες από το μέτωπο της Μέσης Ανατολής.
Τα υψηλά επιτόκια εντείνουν το πρόβλημα του δημόσιου χρέους σε αρκετές χώρες της Γηραιάς Ηπείρου και ιδιαίτερα στην Ιταλία, η οποία ούτως ή άλλως θα κληθεί να λάβει μέτρα δημοσιονομικής τακτοποίησης. Επιπλέον, την ώρα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιέζει -προκαλώντας αντιδράσεις- τις κυβερνήσεις των χωρών να επιτυγχάνουν σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, μια πολιτική υψηλών επιτοκίων φαντάζει παράλογη.
Ένα δεύτερο γεγονός που προβληματίζει τους κεντρικούς τραπεζίτες της Ευρωζώνης είναι το ότι ο πληθωρισμός στη Γηραιά Ήπειρο δεν προέρχεται (όπως ενδεχομένως στις Η.Π.Α.) από μια μεγάλη αύξηση της ζήτησης (αντίθετα, σε πολλές αγορές η ζήτηση είναι υποτονική) αλλά από άλλα αίτια, όπως για παράδειγμα από τα προβλήματα στην τροφοδοτική αλυσίδα, από ανατιμήσεις οφειλόμενες στις φυσικές καταστροφές, αλλά και από παρενέργειες γεωπολιτικών αναταράξεων (π.χ. ενεργειακό κόστος).
Μέσα, λοιπόν, από μια συνέχιση στις αυξήσεις των επιτοκίων, αφ’ ενός δεν θα χτυπηθεί η ρίζα του προβλήματος, αφ’ ετέρου θα οδηγηθεί η ευρωπαϊκή οικονομία σε ύφεση, επιδεινώνοντας περαιτέρω την κατάσταση. Ακόμη και με αυτό το ύψος των επιτοκίων, οι επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων είναι έντονες και προκαλούν έντονους πονοκεφάλους σε μια σειρά από κλάδους που επηρεάζονται από την οικοδομική δραστηριότητα.
Ανεξάρτητα, πάντως, από τους λόγους που ώθησαν τις Κεντρικές Τράπεζας να αλλάξουν ρότα, οι αγορές μετοχών και ομολόγων, αλλά και ο κόσμος των επιχειρήσεων υποδέχτηκε τη νέα κατάσταση με πλατιά χαμόγελα και μεγάλη ανακούφιση.