Αν και έχουν περάσει αρκετές ημέρες από την εκδήλωση των καταστροφικών πλημμυρών στη Θεσσαλία (καταιγίδα Daniel), μέχρι τη στιγμή που γράφεται το συγκεκριμένο κείμενο δεν υπάρχει κάποια ασφαλής εκτίμηση για το μέγεθος των ζημιών που προκλήθηκε σε κατοικίες, οχήματα, μικρομεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, αγροτικές και κτηνοτροφικές εκτάσεις και εκμεταλλεύσεις, κρατικές υποδομές, κ.λπ..
Ειδικότερα, ακούγονται διάφορα ποσά που κυμαίνονται από πέντε έως εννέα δισεκατομμύρια ευρώ, χωρίς σ’ αυτά να συμπεριλαμβάνεται μια σειρά από έμμεσες επιπτώσεις (π.χ. στο ΑΕΠ και τη φορολογία των επόμενων ετών, στην εξυπηρέτηση τραπεζικών δανείων και υποχρεώσεων προς κράτος και ασφαλιστικά ταμεία, στις ελλείψεις τροφίμων και πρώτων υλών, κ.λπ.).
Η ουσία είναι πως ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας (και οικονομίας) βρίσκεται σε απόγνωση, ο φετινός κρατικός Προϋπολογισμός έχει ήδη εκτροχιαστεί και η κυβέρνηση αναζητεί τρόπους έκτακτης χρηματοδότησης από το εξωτερικό (Ευρωπαϊκή Ένωση).
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το καυτό ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Ακόμη και αν η χώρα καταφέρει να ξεπεράσει την παρούσα φυσική καταστροφή με τη συνδρομή του Προϋπολογισμού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τί θα γίνει με τις επόμενες που -σύμφωνα με τους επιστήμονες- δυστυχώς θα έρθουν αργότερα, ή γρηγορότερα (βλέπε φαινόμενο κλιματικής αλλαγής);
Η κυβέρνηση ήδη ψήφισε μέσα στο καλοκαίρι νόμο, σύμφωνα με τον οποίο μειώνεται ο ΕΝΦΙΑ κατά 10% για κάθε κατοικία που ασφαλίζεται έναντι φυσικών καταστροφών. Προφανώς, ελάχιστα σπίτια πρόλαβαν να ασφαλιστούν.
Από την πλευρά τους, παράγοντες της ιδιωτικής ασφάλισης έχουν κατεβάσει εδώ και χρόνια την πρόταση για υποχρεωτική (ή έστω ιδιαίτερα εκτεταμένη) ασφαλιστική κάλυψη των κατοικιών της χώρας έναντι φυσικών καταστροφών, πρόταση που ουσιαστικά δεν συζητούσαν στην πράξη οι κυβερνήσεις λόγω του γνωστού «πολιτικού κόστους» (θα μπορούσε να εκληφθεί ως «νέο χαράτσι» στα ήδη βεβαρυμμένα ακίνητα).
Τι περιλαμβάνει σε γενικές γραμμές η συγκεκριμένη πρόταση;
Πρώτον, την υποχρεωτική ασφάλιση τουλάχιστον των πρώτων κατοικιών των πολιτών. Μέσα από μια καθολική κάλυψη όχι μόνο θα αίρονταν σοβαρά εμπόδια ασφάλισης σε περιοχές υψηλής τρωτότητας (π.χ. δασικές, υψηλού σεισμικού κινδύνου, κ.λπ.) αλλά λόγω των οικονομιών κλίμακας που θα δημιουργούνταν θα μπορούσε το μέσο ετήσιο ασφάλιστρο να μειωθεί για παράδειγμα κατά 30% σε σχέση με το τρέχον.
Δεύτερον, ένα επιπλέον πολύ σημαντικό ποσοστό των ασφαλίστρων θα μπορούσε να το καλύψει το ίδιο το δημόσιο, αυξάνοντας για παράδειγμα το ποσοστό έκπτωσης του ΕΝΦΙΑ από το σημερινό 10% στο 30%, ή στο 40% για όσες κατοικίες καλυφθούν έναντι φυσικών καταστροφών.
Μέσα από αυτό τον τρόπο, αφ’ ενός η ετήσια επιβάρυνση των νοικοκυριών θα είναι περιορισμένη (π.χ. 40-60 ευρώ) και αφ’ ετέρου σε περίπτωση κάποιας φυσικής καταστροφής:
- Τα νοικοκυριά θα αποζημιώνονται πολύ γρήγορα και εις το ακέραιο για τις ζημιές που υπέστησαν στις κατοικίες τους, χωρίς να περιμένουν τα εκάστοτε κυβερνητικά μέτρα στήριξης, τα οποία καλύπτουν μόνο ένα τμήμα της ζημιάς και μάλιστα με γραφειοκρατικές διατυπώσεις και χρονικές καθυστερήσεις.
- Με το κόστος της ζημιάς των κατοικιών να το έχουν επιφορτιστεί οι ασφαλιστικές εταιρείες (στην πράξη κατά κύριο λόγο οι αντασφαλιστικοί Όμιλοι του εξωτερικού) η ελληνική Πολιτεία -μέσω του κρατικού Προϋπολογισμού- θα έχει τη δυνατότητα να εστιάσει στην αποκατάσταση των υποδομών, με βάση τις νέες και αναβαθμισμένες απαιτήσεις των καιρών.
Τώρα, σε ότι αφορά την κριτική ότι μέσα από τη συγκεκριμένη διαδικασία το Ελληνικό Δημόσιο θα απωλέσει σημαντικό ποσοστό των εσόδων του από την επιβολή σαφώς μειωμένου ΕΝΦΙΑ, η απάντηση είναι ότι θα γλυτώσει την καταβολή δαπανών σε περίπτωση φυσικών καταστροφών, λειτουργώντας παράλληλα υπέρ των πολιτών της χώρας (πλήρης και ταχεία αποζημίωση).
Απέναντι στο επιχείρημα ότι τα νοικοκυριά με τα χαμηλά εισοδήματα δεν θα έχουν τη δυνατότητα καταβολής ακόμη και των περιορισμένων αυτών ετήσιων ασφαλίστρων, η απάντηση που δίδεται είναι πως αυτή η κατηγορία των συμπολιτών μας έχει μεγαλύτερη ανάγκη την ασφαλιστική κάλυψη. Αντίθετα, άτομα πολύ υψηλών εισοδημάτων, θα έχουν τη δυνατότητα σχετικά άνετης επισκευής των ζημιών που θα υποστούν (αυτασφάλιση).
Προφανώς, ακόμη και αν μια τέτοια πρόταση υιοθετηθεί επί της αρχής, πολλά πράγματα θα πρέπει να διευκρινιστούν και κυρίως να καταλήξουμε μέσα από επιστημονικές και στατιστικές μελέτες στο ποια είναι η πιθανότητα έλευσης και ποιο το μέσο μέγεθος των επόμενων φυσικών καταστροφών προκειμένου να αποτιμηθεί ο κίνδυνος που θα αναλάβουν οι ασφαλιστικές εταιρείες, άρα και το ύψος των ασφαλίστρων. Κάτι τέτοιο θα διαρκέσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Έτσι, παράγοντες της ασφαλιστικής αγοράς προτείνουν επί του παρόντος την αύξηση της μείωσης του ΕΝΦΙΑ από το 10% στο 30% στις κατοικίες εκείνες που θα ασφαλιστούν έναντι φυσικών καταστροφών.