12/07/23 | Αρχική > Αρθρογραφία > Εργατικά και Πρακτικά

Αποζημίωση απόλυσης: Τρόπος υπολογισμού, φορολογική αντιμετώπιση και κυρώσεις

Παραίτηση του μισθωτού από την αξίωση να λάβει την αποζημίωση απόλυσης

Σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου, είναι άκυρη η παραίτηση του μισθωτού από την αξίωσή του να λάβει την αποζημίωση απόλυσης που του οφείλει ο εργοδότης, άσχετα αν η παραίτηση έγινε κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας ή μετά την καταγγελία αυτής (άρθρα 8 του Ν. 2112/1920, 10 του Β.Δ.16/18-7-1920 και 49 παρ. 2 του Ν.4611/2019).

Ειδικότερα, το άρθρο 679 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.) αναφορικά με την παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του, αναφέρει ότι: «Είναι άκυρη η συμφωνία με την οποία περιορίζονται τα δικαιώματα του εργαζομένου από τα άρθρα 656 έως 658, 659 παράγραφος 2 έως 667, 668 εδάφιο 2, 670, 674, 677 και 678 του Α.Κ. ή διευρύνεται η ευθύνη του εργαζομένου από το άρθρο 652 του Α.Κ.».

Περαιτέρω και η είσπραξη από το μισθωτό της αποζημίωσης απόλυσης, έστω και αν έγινε χωρίς επιφύλαξη, θεωρείται ότι δεν αποτελεί παραίτηση από τυχόν αξίωσή του να λάβει μεγαλύτερη αποζημίωση (Εφετ. Θεσ/νίκης 36/1985).

Επίσης, η δήλωση του εργαζομένου ότι εξοφλήθηκε ολοσχερώς για όλες τις εκ της εργασιακής του σχέσεως απαιτήσεις του και δεν διατηρεί απαιτήσεις από αυτήν, δεν καθιστά καταχρηστική την εκ των υστέρων διεκδίκηση οφειλομένων αξιώσεών του, αφού η παραίτησή του από αυτές απαγορεύεται από το νόμο, μόνη δε η αδράνεια και η μη άσκηση αυτών για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν καθιστά και αυτή, καταχρηστική τη μεταγενέστερη διεκδίκησή τους. Η παραίτηση του εργαζομένου από την αξίωση καταβολής της αποζημιώσεως απολύσεως είναι παράνομη και άκυρη. Η 6μηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 δεν μπορεί να συμπληρωθεί εν επιδικία, διότι επ΄ αυτής δεν εφαρμόζεται, ούτε αναλογικώς, η Α.Κ. 261. Από της ισχύος του Ν. 1836/1989 οι οικιακοί εργαζόμενοι δικαιούνται της αποζημιώσεως απολύσεως των εργατοτεχνιτών (Εφετ. Θεσ/νίκης 3143/1999).

Ενώ η καταβολή ελλιπούς αποζημίωσης καθιστά άκυρη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Η παραίτηση του εργαζομένου από την προσβολή του κύρους της είναι έγκυρη. Σε αυτήν την περίπτωση οφείλεται μόνον το ποσό της νόμιμης αποζημίωσης και δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας (Εφετ. Θεσ/νίκης 1023/2008).

Επιπλέον, από τις διατάξεις των άρθρων 656 του Α.Κ., 1 και 3του Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 4558/1930 και 5 του Ν. 3198/1955 , προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου προσληφθέντος για αόριστον χρόνον πρέπει να γίνει, με ποινή ακυρότητας, εγγράφως και να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Σε περίπτωση μη τηρήσεως των ως άνω προϋποθέσεων η εξ αυτής προκύπτουσα ακυρότητα της καταγγελίας είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή των αποδοχών του, προσφέροντας κανονικώς τις υπηρεσίες τους είτε παραιτούμενος ρητώς ή σιωπηρώς του δικαιώματος προσβολής του κύρους της, να τη θεωρήσει έγκυρη και να απαιτήσει την οριζόμενη υπό του νόμου αποζημίωση. Τα δύο αυτά αιτήματα είναι δυνατόν να ενωθούν στον ίδιο δικόγραφον μόνον εφ΄ όσον το ένα εισάγεται επικουρικώς και όχι σωρευτικώς μετά του άλλου (A.Π. 701/1991).

Ακόμη, η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας είναι σχετική υπέρ του μισθωτού, που δύναται, θεωρώντας την έγκυρη, να ζητήσει την καταβολή της αποζημιώσεως. Η είσπραξη της αποζημιώσεως συνεπάγεται σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα προσβολής της καταγγελίας ως άκυρης (A.Π. 1818/1990).

Τέλος, η απόφαση 10/1985 του Α.Π. αναφορικά με την ακυρότητα καταγγελίας συνεπεία ελλιπούς καταβολής της δικαιουμένης αποζημιώσεως και της παραίτησης από το δικαίωμα επικλήσεως της ακυρότητας ρητή ή σιωπηρή, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι: «επειδή εκ του άρθρου 156 του Α.Κ. ορίζοντος ότι το δικαίωμα προς ακύρωσιν αποσβέννυται δια παραιτήσεως του δικαιούχου, ρητώς ή σιωπηρώς, σαφώς συνάγεται, ότι η δήλωσις παραιτήσεως από δικαιώματος, οίον και το δικαίωμα προσβολής της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως επ΄ ακυρότι, συνέπεια ελλιπούς καταβολής της οφειλομένης κατά τον Νόμον 2112/1920 αποζημιώσεως, δύναται να συνάγεται και εκ δηλώσεων ή πράξεων, προς άλλον μεν σκοπόν κυρίως γενομένων, ενεχουσών όμως συμπερασματικώς και ετέραν δικαιοπρακτικήν βούλησιν, την της παραιτήσεως.».

Μήνας και τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης απόλυσης

Με βάση την απόφαση 2064/1986 του Α.Π., για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης, λαμβάνεται υπ΄ όψιν ο χρόνος υπηρεσίας από την πρόσληψη μέχρι την προειδοποίηση και όχι ο χρόνος από την προειδοποίηση μέχρι την απόλυση. Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης λαμβάνονται υπ΄ όψιν οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα. Τελευταίος μήνας λοιπόν, θεωρείται το χρονικό διάστημα το οποίο εκκινώντας από την ημέρα που πραγματοποιείται η προειδοποίηση από τον εργοδότη, καταλήγει στην αντίστοιχη ημερομηνία του ακριβώς προηγούμενου μήνα. Η αποζημίωση, επομένως, καθορίζεται με βάσει τον εργασιακό μήνα και όχι τον ημερολογιακό και συγκεκριμένα, το μήνα πριν την προειδοποίηση για την επικείμενη απόλυση.

Επισημαίνεται ότι, η αποζημίωση πρέπει να υπολογίζεται βάσει των πραγματικά καταβαλλόμενων αποδοχών και όχι βάσει των νόμιμων.

Ειδικότερα, τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός, καθώς και κάθε άλλη παροχή σε είδος και σε χρήμα που δίνεται τακτικά και μόνιμα. Ειδικά οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη προς τον εργαζόμενο θεωρούνται μέρος των τακτικών αποδοχών αν δεν έχει γίνει επιφύλαξη του εργοδότη από την πρώτη καταβολή τους για μονομερή και αναιτιώδη περικοπή ή μείωσή τους στο μέλλον. Ειδικότερα, τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται από τον εργοδότη σε περίπτωση ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού έχουν μισθολογικό χαρακτήρα και επομένως περιλαμβάνονται στην έννοια των τακτικών αποδοχών (Μον. Πρωτ. Θεσ/νίκης 7901/2003).

Ειδικά για την αποζημίωση απόλυσης, συνυπολογίζονται τα δώρα εορτών και το επίδομα άδειας, προσαυξάνοντας κατά το 1/6 του μηνιαίου μισθού ή του ημερομισθίου. Προκειμένου για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης εργατοτεχνίτη, ως μηνιαίος μισθός λογίζονται τα είκοσι δύο (22) ημερομίσθια, εκτός εάν ήδη ο εργαζόμενος αμείβεται με μηνιαίο μισθό.

Ειδικά για τους αμειβόμενους με μικτό σύστημα (μισθός και ποσοστά), βάση υπολογισμού της αποζημίωσης είναι, όσον μεν αφορά το σταθερό μισθό, ο μισθός του τελευταίου μήνα, όσον αφορά δε τα ποσοστά, ο μέσος όρος αυτών του τελευταίου διμήνου. Και γι΄ αυτούς η αποζημίωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την υπολογιζόμενη με το τεκμαρτό ημερομίσθιο του Ε.Φ.Κ.Α. της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία έχουν καταταγεί. Επίσης, ο υπολογισμός της αποζημίωσης απολυόμενου μισθωτού που ασκεί παράλληλα καθήκοντα δύο ειδικοτήτων γίνεται με βάση τις εργασίες της ειδικότητας που εκτελεί περισσότερο χρόνο (Α.Π. 604/1988).

Φορολογική αντιμετώπιση

Οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους απολυόμενους: α) Ιδιωτικούς υπαλλήλους βάσει του Ν.2112/1920 και β) εργατοτεχνίτες βάσει του Β.Δ. της 16/18-7-1920, φορολογούνται αυτοτελώς, σύμφωνα με ειδική νομοθετική ρύθμιση, εξαντλουμένης έτσι της φορολογικής υποχρέωσης. Ειδικότερα δε, ο Νόμος 4172/2013 στο άρθρο 15 «Φορολογικός συντελεστής», μεταξύ άλλων αναφέρει: «3. Με την επιφύλαξη της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 14, φορολογείται αυτοτελώς με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, κάθε εφάπαξ αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσεως εργασίας ή άλλης σύμβασης, η οποία συνδέει το φορέα με τον δικαιούχο της αποζημίωσης.» Ο φόρος υπολογίζεται, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:

Κλιμάκιο αποζημίωσης (ευρώ)

Φορολογικός Συντελεστής

60.000

0%

60.000,01 - 100.000

10%

100.000,01 - 150.000

20%

> 150.000

30%

Επίσης, σύμφωνα με την ΠΟΛ. 1104/2014 του Υπουργείου Οικονομικών με θέμα «Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις και στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του Ν. 3986/2011 από τους υπόχρεους.», στο άρθρο 2 «Παρακράτηση φόρου κατά την πληρωμή κάθε εφάπαξ αποζημίωσης που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσεως εργασίας ή άλλης σύμβασης με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.» αναφέρεται ότι : «Οι υπόχρεοι της παραγράφου 1 του άρθρου 59 του Ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α΄ 167) που καταβάλλουν κάθε εφάπαξ αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσεως εργασίας ή άλλης σύμβασης, η οποία συνδέει το φορέα με τον δικαιούχο της αποζημίωσης σύμφωνα με τις δια[1]τάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ίδιου νόμου, οφείλουν να προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου με βάση την κλίμακα αυτής της παραγράφου αυτού του άρθρου και νόμου με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων.».

Επισημαίνεται ότι, η αποζημίωση απόλυσης που καταβάλλεται σε δόσεις οι οποίες αντιστοιχούν σε διαφορετικά φορολογικά έτη, δηλώνεται τμηματικά στα φορολογικά έτη που εισπράχθηκε η κάθε δόση, καθόσον το δικαίωμα είσπραξής του δικαιούχου της αποζημίωσης αντιστοιχεί στο χρόνο είσπραξής της κάθε δόσης που δικαιούται. Πάντως ανεξάρτητα από το αν οι δόσεις αντιστοιχούν στο ίδιο ή σε διαφορετικά φορολογικά έτη, ο οφειλόμενος φόρος υπολογίζεται επί του συνόλου της οφειλόμενης αποζημίωσης σύμφωνα με τους ανωτέρω φορολογικούς συντελεστές.

Τέλος, η αποζημίωση που καταβάλλεται στους απολυόμενους μισθωτούς γενικά (δηλαδή υπαλλήλους, εργατοτεχνίτες κ.λπ.), δεν υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου.


Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το άρθρο του κ.Βασιλείου Παπαβασιλείου με τίτλο «Η παραίτηση, η κατάσχεση και ο συμψηφισμός της αποζημίωσης απόλυσης» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαρτίου 2023 του περιοδικού Epsilon7. Στο πλήρες άρθρο μεταξύ άλλων γίνεται αναφορά σε ζητήματα όπως ο συμψηφισμός της αποζημίωσης απόλυσης με εργοδοτική απαίτηση, η παραγραφή της, οι ποινικές κυρώσεις και η καταβολή εισφορών.



comments powered by Disqus
* Παρακαλούμε τα σχόλια να μην είναι σε greeklish. Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.
Είσπραξη αποζημίωσης, Μισθωτοί, Υπολογισμός Αποζημίωσης, Αποζημίωση Απόλυσης