Τα χρηματιστηριακά κέρδη αποτελούν το μεγάλο ζητούμενο για πολλούς επενδυτές, καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο για αξιοσημείωτες αποδόσεις και μάλιστα σε περιορισμένο χρονικό διάστημα. Για παράδειγμα, ενώ ένας τραπεζικός καταθέτης με βάση τις τρέχουσες συνθήκες, για να απολαύσει μια απόδοση της τάξεως του 10% θα χρειαστεί πιθανόν έξι με επτά έτη και ένας κάτοχος εταιρικών ομολόγων γύρω στα τρία με τέσσερα έτη, πολύ συχνά ένας χρηματιστηριακός επενδυτής καρπώνεται μια τέτοια απόδοση σε λίγες εβδομάδες, ή σε λίγες ημέρες, ή ακόμη και σε λίγες ώρες. Είναι προφανές ωστόσο ότι τέτοιες βραχυπρόθεσμες αποδόσεις συνήθως είναι αβέβαιες και μάλιστα οι βραχυπρόθεσμοι μετοχικοί επενδυτές γνωρίζουν ότι αναλαμβάνουν πολύ σημαντικό ρίσκο (βλέπε ανάλογη σχέση μεταξύ κινδύνου και προσδοκώμενης απόδοσης).
Αντίθετα, η χρηματιστηριακή επένδυση που έχει μεσομακροπρόθεσμο χαρακτήρα, συνοδεύεται από σχετικά μειωμένο βαθμό κινδύνου, ιδίως αν οι επί μέρους επιλογές του μετοχικού χαρτοφυλακίου γίνουν με προσοχή και εστιαστούν σε ποιοτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε υποσχόμενους κλάδους. Γενικότερα, μια μακροπρόθεσμη χρηματιστηριακή επένδυση μπορεί να αποκτήσει μια ικανοποιητική σχέση κινδύνου-προσδοκώμενης απόδοσης, στην περίπτωση που συμβούν τα τρία παρακάτω πράγματα:
Πρώτον, προσέχουμε έτσι ώστε κατά την επόμενη τριετία-πενταετία, το Α.Ε.Π. της χώρας να κινηθεί ανοδικά, με δημοσιονομική ισορροπία και χωρίς αναταραχές στο τραπεζικό σύστημα. Κοιτάζοντας το παρελθόν, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου της Αθήνας σημείωσε πολύ σημαντικές ανόδους σε περιόδους σημαντικής αύξησης του Α.Ε.Π. (π.χ. 2002-2008, 2017-2023) ενώ αντίθετα πτώση σε χρονικά διαστήματα οικονομικής ύφεσης (π.χ. 2008-2016). Άρα λοιπόν αποτελεί πολύ σημαντική υπόθεση το να προσβλέψουμε σωστά τη «μεγάλη εικόνα», δηλαδή τη μακροοικονομική τάση της οικονομίας.
Ειδικότερα, αν οι προβλέψεις μας για την οικονομία είναι πτωτικές, τότε τοποθετούμαστε σε μετοχές μόνο αν κρίνουμε ότι αυτές διαπραγματεύονται σε πολύ χαμηλές τιμές, ενώ αν πιστεύουμε στο ανοδικό σενάριο της οικονομίας, τότε είναι διατεθειμένοι να αγοράσουμε σε κάπως υψηλότερες -αλλά λογικές σε κάθε περίπτωση- αποτιμήσεις.
Δεύτερον, θα πρέπει να λάβουμε ως δεδομένο ότι κλάδοι όπως για παράδειγμα οι τράπεζες που λειτουργούν με μεγάλο συντελεστή μόχλευσης, συνήθως υπεραποδίδουν (συμπεριφορά πολύ καλύτερη από το μέσο όρο του Χρηματιστηρίου της Αθήνας) σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και υποαποδίδουν (πορεία σαφώς χειρότερη από το μέσο όρο του Χ.Α.) σε διαστήματα οικονομικής ύφεσης. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίοδο 2014-2019 όπου ενώ η πλειονότητα των μετοχών σημείωσε -συχνά πολύ μεγάλη- άνοδο, οι τίτλοι των τραπεζών κατέγραψαν μεγάλη πτώση επηρεάζοντας -ή αν θέλετε στρεβλώνοντας- την εικόνα του Γενικού Δείκτη. Αντίθετα, κατά την τελευταία διετία, οι μετοχές των τραπεζών έχουν ανεβεί περισσότερο σε σχέση με το Γενικό Δείκτη του Χ.Α. και -κατά κανόνα- από τις μετοχές των εταιρειών των άλλων κλάδων.
Τρίτον, χρήσιμο είναι να αναλύσουμε περαιτέρω τον τρόπο με τον οποίον πιστεύουμε ότι θα κινηθεί η οικονομία κατά τα επόμενα χρόνια και: α) Αν προβλέπουμε ανάπτυξη, καλούμαστε να εκτιμήσουμε το ποιοι θα είναι οι κλάδοι στους οποίους κατά κύριο λόγο θα στηριχτεί αυτή β) Αν προβλέπουμε ύφεση, θα εστιάσουμε στο ποιοι κλάδοι θα μπορούσαν να προβάλλουν την ισχυρότερη αμυντική συμπεριφορά γ) Όλα αυτά, θα τα συνεκτιμήσουμε με το τρέχον επίπεδο των αποτιμήσεων κάθε εταιρείας.
Για παράδειγμα, κατά την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης οι καλύτερες και πλέον αμυντικές τοποθετήσεις ήταν αυτές που σχετίζονταν με τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις (εταιρείες με μεγάλες εξαγωγές, ή με σημαντικές θυγατρικές εκτός της χώρας). Αντίθετα, στην τρέχουσα περίοδο που προβλέπεται ανοδικός ρυθμός του Α.Ε.Π. κατά τα επόμενα τέσσερα χρόνια, οι περισσότερο ωφελημένοι κλάδοι αναμένεται να είναι αυτοί που συνδέονται με τις επενδύσεις και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης (π.χ. πληροφορική, κατασκευές, μεταλλουργικές επιχειρήσεις, τουρισμός, ενεργειακός κλάδος, εταιρείες συμβούλων, κ.λπ.).
Και τέταρτο, τη μεγαλύτερη ίσως σημασία για την επίτευξη μακροπρόθεσμων χρηματιστηριακών κερδών έχει η επιλογή των κατάλληλων εταιρειών (stock picking). Για παράδειγμα, αν εξετάσει κάποιος τις μεταβολές τιμών στις μετοχές των εταιρειών του ίδιου κλάδου κατά την τελευταία πενταετία, μπορεί να διαπιστώσει πολύ έντονες διαφοροποιήσεις από τίτλο σε τίτλο. Τα σημεία στα οποία πρέπει να εστιάσουμε είναι -μεταξύ άλλων- η ποιότητα του management, το πόσο λιγότερο ή περισσότερο θα επηρεαστεί η εταιρεία από τις εξελίξεις στο εξωτερικό της περιβάλλον κατά τα επόμενα χρόνια, το πόσο εύκολα μπορεί να ελίσσεται και να προσαρμόζεται σε τυχόν αλλαγές, το επίπεδο της ρευστότητας που διαθέτει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την αποτίμηση με την οποία διαπραγματεύεται σήμερα στο χρηματιστήριο.
Προκειμένου να αποφύγουν το επίπονο εγχείρημα της επιλογής επιμέρους μετοχών (stock picking) αρκετοί επενδυτές επιλέγουν να τοποθετηθούν σε μερίδια Μετοχικών Αμοιβαίων Κεφαλαίων, ή και σε ETF’s (αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν πάνω σε ένα προκαθορισμένο χρηματιστηριακό δείκτη).
Ειδικότερες περιπτώσεις
Πέραν της «κλασικής συνταγής», υπάρχουν και άλλοι τρόποι επίτευξης χρηματιστηριακών κερδών, οι οποίοι ωστόσο συνοδεύονται συνήθως από υψηλότερο επενδυτικό ρίσκο.
Πολλοί για παράδειγμα επιδίδονται στη δημιουργία μετοχικών χαρτοφυλακίων χαμηλής κεφαλαιοποίησης (small caps) τα οποία συχνά διαπραγματεύονται με ελκυστικότερους χρηματιστηριακούς δείκτες, ως αντιστάθμισμα της χαμηλότερης εμπορευσιμότητάς τους, της απουσίας αναλύσεων από χρηματιστηριακούς οίκους και της απουσίας θεσμικών χαρτοφυλακίων από τα μετοχικά τους κεφάλαια. Οι τοποθετήσεις σε τέτοια χαρτοφυλάκια είναι συνήθως μακροπρόθεσμου χαρακτήρα (τακτική «αγόρασε και περίμενε», ή buy and hold).
Μια άλλη περίπτωση είναι αυτή του έγκαιρου (όταν οι τιμές τους είναι ακόμη πολύ ελκυστικές) εντοπισμού και απόκτησης των λεγόμενων «turn around stories», δηλαδή εταιρειών που σήμερα είναι ζημιογόνες και προβλέπουμε ότι σχετικά σύντομα θα επιστρέψουν σε κερδοφόρο πορεία.
Μια παρόμοια περίπτωση είναι ο εντοπισμός και τοποθέτηση σε μετοχές εταιρειών οι οποίες σήμερα είναι ενταγμένες σε «καθεστώς επιτήρησης» και προβλέπουμε ότι σχετικά σύντομα θα βγουν από αυτό και θα επανέλθουν σε καθεστώς κανονικής διαπραγμάτευσης.
Αξιοσημείωτες είναι και οι περιπτώσεις των λεγόμενων «reconstruction stories», δηλαδή των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν πολύ σημαντικά οικονομικά προβλήματα βιωσιμότητας, ωστόσο υπάρχει η ελπίδα ότι μέσα από αναδιαρθρώσεις χρεών και ενδεχομένως αλλαγής ιδιοκτησιακού καθεστώτος μπορούν να ελπίζουν ότι θα ανακάμψουν.