Φίλος από τη Θεσσαλονίκη που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στο μπάσκετ, μου είπε κάτι που με εξέπληξε: Ότι κατά την εποχή που μεσουρανούσε στον Άρη ο Νίκος Γκάλης και σκόραρε από τριάντα έως πενήντα πόντους σε κάθε παιχνίδι, υπήρχαν αγώνες και χρονικά διαστήματα που δεν ήταν ο πρώτος σε ότι αφορά το βαθμό ευστοχίας σε σουτ δύο πόντων στην ομάδα του! Όπως θυμάται, συχνά στο συγκεκριμένο δείκτη υπερτερούσε ο Στόγιαν Βράνκοβιτς, ο οποίος είχε μεγαλύτερο ποσοστό ευστοχίας, γιατί σούταρε πολύ λιγότερες φορές και γιατί το έκανε συνήθως ακριβώς κάτω από το καλάθι του αντιπάλου, έχοντας ύψος δύο μέτρα και 17 πόντους. Αν λοιπόν κάποιος δεν γνώριζε το «Θεό» Γκάλη και τον «γίγαντα των 2,17» Στόγιαν Βράνκοβιτς, θα πίστευε ότι ο δεύτερος ήταν πολύ πιο εύστοχος στα σουτ των δύο πόντων.
Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το πώς μπορεί να μας οδηγήσει σε ελλιπή, ή και εσφαλμένα συμπεράσματα η χρήση ενός δείκτη (στην προκειμένη περίπτωση του ποσοστού ευστοχίας στα σουτ δύο πόντων) αν προηγουμένως δεν γνωρίζουμε καλά και σε βάθος το αντικείμενο το οποίο ερευνούμε. Γι’ αυτό κιόλας λένε στα οικονομικά και ειδικότερα στα χρηματοοικονομικά-χρηματιστηριακά ζητήματα ότι ένας δείκτης αποτελεί μόνο ένδειξη και ποτέ απόδειξη. Μας λένε επίσης ότι θα πρέπει να εξετάσουμε μια δέσμη δεικτών (όχι μόνο έναν) και παράλληλα να γνωρίζουμε τον κλάδο δραστηριότητας και τον τρόπο λειτουργίας της εταιρείας, πριν προχωρήσουμε σε οποιαδήποτε συμπεράσματα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα δυστοκίας, μπορεί να προκύψει από τη σύγκριση μιας σειράς δεικτών, προκειμένου να αξιολογήσουμε το ποιες από τις μη τραπεζικές εισηγμένες εταιρείες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας ξεχώρισαν με βάση τις οικονομικές τους επιδόσεις για την χρήση του 2022.
Την «άσκηση» αυτή την έκανε γνωστή χρηματιστηριακή εταιρεία, η οποία κατέταξε 113 εταιρείες με βάση 27 οικονομικές επιδόσεις και δείκτες και συγκεκριμένα με βάση τα υψηλότερα έσοδα, τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης των εσόδων, τα υψηλότερα ταμειακά διαθέσιμα, τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης των ταμειακών διαθεσίμων, το υψηλότερο EBITDA (κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων), τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης του EBITDA, τον υψηλότερο δανεισμό, τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης δανεισμού, τα μεγαλύτερα ίδια κεφάλαια, το μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης των ιδίων κεφαλαίων, το μεγαλύτερο ενεργητικό, τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης του ενεργητικού, τα μεγαλύτερα καθαρά κέρδη, το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης των καθαρών κερδών, τα υψηλότερα μικτά περιθώρια κέρδους, τα υψηλότερα λειτουργικά περιθώρια κέρδους (EBIT/Sales), τον υψηλότερο δείκτη επιχειρηματικής αξίας προς πωλήσεις (Enterprise Vale/Sales), τον υψηλότερο δείκτη Enterprise Vale/EBITDA, τον υψηλότερο δείκτη τιμής προς λογιστική αξία (P/BV), το υψηλότερο περιθώριο EBITDA (EBITDA/Sales), την υψηλότερη αποδοτικότητα συνολικών κεφαλαίων (Return On Assets), την υψηλότερη αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων (Return On Equity), την υψηλότερη αποδοτικότητα επί επενδεδυμένων κεφαλαίων (Return On Investing Capital), τον υψηλότερο δείκτη P/E (κέρδη ανά μετοχή), το μεγαλύτερο δείκτη δανεισμού προς ίδια κεφάλαια (Debt/Equity), το μεγαλύτερο δείκτη κυκλοφοριακής ρευστότητας και τον υψηλότερο δείκτη ταμειακής μετατροπής (cash conversion).
Στη συγκεκριμένη άσκηση, παρά το γεγονός ότι έγινε χρήση 27 διαφορετικών κριτηρίων, το «λάθος» τελικά δεν αποφεύχθηκε (παρά τη γενικότερη ορθότητα των αποτελεσμάτων). Η εταιρεία Κέκρωψ έκλεψε την παράσταση, καθώς ξεχώρισε σε επτά κατηγορίες. Ποια όμως είναι η Κέκρωψ;
Η Κέκρωψ διαθέτει μια μεγάλης αξίας ακίνητη περιουσία για το μεγαλύτερο μέρος της οποίας βρίσκεται εδώ και δεκαετίες σε ατέρμονες δικαστικές περιπέτειες, μήπως και μπορέσει να την εκμεταλλευθεί. Το 2022 σημείωσε κύκλο εργασιών μόλις 16.316 ευρώ.
Πώς όμως κατάφερε με ετήσια έσοδα μόλις 16.316 ευρώ να ξεχωρίσει μεταξύ 113 εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας και μάλιστα σε τόσα πολλά κριτήρια-δείκτες; Μέσα στην εξεταζόμενη χρήση η Κέκρωψ ενέγραψε έκτακτο κέρδος 13,762 εκατ. ευρώ ως «αποτέλεσμα από την επιμέτρηση στην εύλογη αξία επενδυτικών ακινήτων», οπότε σημείωσε καθαρά κέρδη 10,4 εκατ. ευρώ. Μετά από μια τέτοια εξέλιξη είναι προφανές ότι όλοι οι δείκτες περιθωρίων κέρδους και αποδοτικότητας «τινάχτηκαν στο Θεό» με ενδεικτική περίπτωση το δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων που διαμορφώθηκε στο 79,3%! Ωστόσο, είναι προφανές ότι οι επιδόσεις αυτές είναι μη επαναλαμβανόμενες (one off).
Σημεία προσοχής
Γενικότερα, υπάρχουν περιπτώσεις δεικτών σε επιχειρήσεις που χρήζουν μεγάλης προσοχής, καθώς αν δεν εξεταστούν σε βάθος μπορεί να οδηγήσουν σε παραπλανητικά αποτελέσματα. Μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις είναι οι παρακάτω:
· Η ύπαρξη έκτακτων -θετικών ή αρνητικών- κονδυλίων (πχ από αποτέλεσμα από πωλήσεις παγίων στοιχείων, συναλλαγματικές διαφορές, αλλαγή αποτιμήσεων στις εύλογες αξίες ακινήτων, ζημίες από πυρκαγιές και φυσικές καταστροφές, κ.λπ.) επηρεάζει το EBITDA και τα καθαρά κέρδη, άρα και όλους τους δείκτες αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας.
· Γενικότερα, θα πρέπει να υπάρχει μια προσοχή στο κατά πόσο τα οικονομικά αποτελέσματα μιας εταιρείας είναι διατηρήσιμα και στο μέλλον και όχι προϊόν ενός συγκυριακού και μη επαναλαμβανόμενου γεγονότος (πχ η συγκυριακή ανάληψη μιας μεγάλης προμήθειας, ή η εκμετάλλευση ενός τυχαίου συμβάντος).
· Εταιρείες με πολύ χαμηλά ίδια κεφάλαια λόγω μακροχρόνιων ζημιών, όταν επιστρέφουν σε περιορισμένες κερδοφορίες καταγράφουν υψηλούς δείκτες αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων.
· Προσοχή χρειάζεται στις λεγόμενες κυκλικές εταιρείες, όπου τα αποτελέσματά τους μπορεί να διαφοροποιούνται σημαντικά από έτος σε έτος, ή από διετία σε διετία. Στις περιπτώσεις αυτές, οι δείκτες μιας καλής χρονιάς, όπως και οι αντίστοιχοι μιας κακής χρονιάς δεν είναι αντιπροσωπευτικοί. Άρα, καλύτερο είναι να εξετάζουμε τους μέσους δείκτες μιας τριετίας, ή πενταετίας, προκειμένου να αποκτήσουμε καλύτερη εικόνα.
· Μικρομεσαίες επιχειρήσεις συχνά δεν έχουν πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οπότε δεν έχουν τη δυνατότητα να δανειστούν. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε «καθαρό χρέος» (σύνολο τραπεζικών υποχρεώσεων μείον ταμείο) αρνητικό, χωρίς ωστόσο η ρευστότητα των εταιρειών αυτών να είναι πάντοτε ικανοποιητική (πχ ενδεχομένως να υπάρχουν μεγάλα ανοίγματα προς τους προμηθευτές).
· Ακόμη πιο δύσκολα είναι τα πράγματα όταν επιχειρούμε να δημιουργήσουμε δείκτες σε κλαδικό επίπεδο και αυτό γιατί ακόμη και εταιρείες που εντάσσονται στον ίδιο κλάδο μπορεί να διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ τους, σε ότι αφορά τις δραστηριότητες, τις αγορές στις οποίες απευθύνονται, τα περιθώρια κέρδους, τους όρους πληρωμών, κ.λπ.