Σε προηγούμενο άρθρο είχαμε τονίσει ότι τα τρέχοντα προβλήματα βιωσιμότητας που αντιμετώπισε μια σειρά τραπεζών σε ΗΠΑ και Ευρώπη δεν οφείλονταν σε μια βαθιά ύφεση που έπληξε την οικονομία και οδήγησε τους πελάτες των τραπεζών σε αδυναμία να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, αλλά στην αποτυχία των διοικήσεων των τραπεζών αυτών να προβλέψουν το πώς θα αμυνθούν σε περίπτωση μιας απότομης ανόδου των επιτοκίων, ή μιας μεγάλης πτώσης στα κρυπτονομίσματα.
Ήταν όμως τόσο απίθανο το σενάριο μιας απότομης αύξησης των επιτοκίων; Η απάντηση είναι πως «κάθε άλλο». Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι οικονομολόγοι όλου του κόσμου διατυμπάνιζαν ότι λόγω των γενναίων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης που υιοθέτησαν οι κυβερνήσεις, θα ακολουθούσε είτε μια μακρά περίοδος ύφεσης, είτε μια περίοδος υψηλού πληθωρισμού, που με τη σειρά του θα επιδρούσε ανοδικά στα επιτόκια. Και χωρίς ωστόσο να αναφερθούμε στις δημοσιονομικές στηρίξεις για την πανδημία, όλοι αντιλαμβάνονταν πως οι πολυετείς εκδόσεις χρήματος από τις Κεντρικές Τράπεζες (και κυρίως της FED στις ΗΠΑ), καθώς και τα μεγάλα επενδυτικά πακέτα που «χορηγούσε» η κυβέρνηση της Αμερικής δεν θα μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε υψηλό πληθωρισμό. Ήρθε στη συνέχεια και ο πόλεμος στην Ουκρανία, οπότε…
Ήταν επίσης τόσο απίθανο το σενάριο μιας απότομης πτώσης στις τιμές των κρυπτονομισμάτων; Και σ’ αυτή την περίπτωση, η απάντηση είναι «κάθε άλλο». Ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα θέματα ανά τον κόσμο, ήταν το αν τα κρυπτονομίσματα αποτελούσαν «φούσκα» και εάν ναι, το πότε αυτή θα έσκαγε.
Μετά από όλα αυτά, το βασικό ερώτημα είναι το γιατί τα διοικητικά συμβούλια αρκετών τραπεζών -που θεωρητικά τουλάχιστον έχουν πολύ μεγάλες γνώσεις, τεχνοκρατική επάρκεια και εμπειρία- δεν εξέτασαν μια σειρά από κινδύνους όπως οι προαναφερόμενοι και δεν πήραν έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να περιορίσουν τις απώλειες από μια πιθανή εξέλιξη που θα μπορούσε να συμβεί στο εξωτερικό τους περιβάλλον; Ιδίως σε ένα περιβάλλον που έχει αποδειχτεί -ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια- τόσο ευμετάβλητο και επικίνδυνο;
Η απάντηση είναι η εσφαλμένη αντίληψη ότι «η ασφάλεια -ή έστω η διαχείριση του κινδύνου- κοστίζει». Για παράδειγμα, αν η Silicon Valley Bank αντί για τις τόσο υψηλές θέσεις που είχε σε μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, διατηρούσε τη ρευστότητά της σε μετρητά, τότε θα καρπωνόταν πολύ μικρότερα ετήσια έσοδα από τόκους (μικρότερο επιτόκιο), άρα κάτι τέτοιο θα είχε μια αρνητική επίπτωση στην κερδοφορία της. Και για μια σειρά τριμήνων -πριν τα διεθνή επιτόκια ξεκινήσουν να ανεβαίνουν- οι μέτοχοι ενδεχομένως να δυσανασχετούσαν για την εξέλιξη αυτή. Παράλληλα, υπάρχουν περιπτώσεις διοικήσεων που προκρίνουν το βραχυπρόθεσμο όφελος αγνοώντας τον μακροπρόθεσμο ρίσκο, προκειμένου είτε να απολαύσουν πρόσθετα bonuses, είτε να αποκτήσουν φήμη και να ανεβάσουν το… κασέ τους στο μεταγραφικό παζάρι των τραπεζικών στελεχών.
Ανάλογα περιστατικά και συμπεριφορές βλέπουμε κάθε τόσο και σε μεγάλες επιχειρήσεις όπου πωλούνται προϊόντα σε πελάτες χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας, ή ότι αποφεύγονται κινήσεις hedging σε πρώτες ύλες υψηλής μεταβλητότητας, είτε τέλος αποφασίζονται επενδύσεις με υψηλό ρίσκο, χωρίς να έχει προετοιμαστεί ένα κατάλληλο «Σχέδιο Β’» (Plan B).
Δυστυχώς, με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται πολλές φορές και τα νοικοκυριά στην καθημερινή τους δραστηριότητα: Θεωρούν δηλαδή την ασφάλιση ως κόστος και όχι ως μια πολύ χρήσιμη υπηρεσίας προστασίας. Για παράδειγμα, οι ασφαλισμένες κατοικίες στην Ελλάδα αποτελούν μόλις το 15% του συνόλου, για να μην αναφερθούμε σε κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες οδηγούς που -παρανομώντας- έχουν τα οχήματά τους ανασφάλιστα και ασυντήρητα (αποφυγή ΚΤΕΟ). Όπως οι διοικήσεις των τραπεζών που έκλεισαν, έτσι και οι περισσότεροι από εμάς στην καθημερινή μας ζωή θεωρούμε πως η ασφάλιση είναι κόστος, πως το κακό θα συμβαίνει πάντοτε σε κάποιους άλλους και πως στο κάτω-κάτω της γραφής, θα έχει πάντοτε ο Θεός για εμάς.
Ο παράγοντας των ESG κριτηρίων
Στο ζήτημα πάντως της διαχείρισης του ρίσκου, οι ευθύνες της διοίκησης μιας εταιρείας ή μιας τράπεζας είναι πολύ υψηλότερες από αυτές ενός νοικοκυριού, για τον απλούστατο λόγο ότι επηρεάζουν πολύ περισσότερους ανθρώπους. Η παραμέληση του ρίσκου από έναν οικογενειάρχη θα πλήξει μόνο τα μέλη της οικογένειάς του, ενώ αντίθετα ένα λουκέτο σε μια μεγάλη επιχείρηση ή μια τράπεζα θα επηρεάσει ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας και της κοινωνίας και για το λόγο αυτό έρχονται συχνά τα κράτη να παρέμβουν προκειμένου να «σβήσουν τη φωτιά» και να περιορίσουν τις επιπτώσεις.
Στη σύγχρονη επιχειρηματικότητα πάντως, έννοιες όπως η «βιωσιμότητα» και τα «ESG κριτήρια» (ESG, Environment, Social, Governance, Περιβάλλον, Κοινωνία, Εταιρική Διακυβέρνηση) είναι καθημερινές και μάλιστα λαμβάνουν ολοένα και περισσότερο υποχρεωτικό χαρακτήρα. Στα ESG κριτήρια ο περιορισμός του μακροπρόθεσμου επιχειρηματικού ρίσκου αποκτά πρωτεύοντα ρόλο, καθώς αυτός ο κίνδυνος μπορεί να προέλθει από μια ευρύτατη σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται για παράδειγμα, επικίνδυνες επενδύσεις, απουσία διαδικασιών ασφάλειας εργαζομένων και εγκαταστάσεων, απουσία επαρκούς εσωτερικού ελέγχου, έλλειψη πολιτικών καταλληλότητας μελών διοικητικού συμβουλίου, απουσία εκπαίδευσης-επιμόρφωσης των εργαζομένων, κλίμα εντάσεων στις σχέσεις με προμηθευτές, συνεργάτες, πελάτες και τοπική κοινωνία, αλλά επίσης και απουσία δραστικών πολιτικών που να περιορίζουν το οικολογικό αποτύπωμα της επιχείρησης.
Με άλλα λόγια, στη σύγχρονη επιχειρηματικότητα πέρα από το λογιστικό κέρδος σε μια ή δύο οικονομικές χρήσεις, μεγαλύτερη σημασία αποκτά η δυνατότητα επίτευξης επιχειρηματικού κέρδους σε μια μακρά σειρά ετών και αυτό έρχεται να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα όχι μόνο των ίδιων των μετόχων, αλλά της κοινωνίας γενικότερα. Επιπρόσθετα, με βάση τα ESG κριτήρια και τη βιωσιμότητα, οι τράπεζες έρχονται να δανειοδοτήσουν μια επιχείρηση και οι θεσμικοί επενδυτές να αγοράσουν τις μετοχές τους. Το τοπίο αλλάζει γρήγορα.
Το παράδοξο είναι πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ πιο μπροστά από άλλες γεωγραφικές περιοχές, όπως οι ΗΠΑ και αυτό φάνηκε και στην πρόσφατη τραπεζική κρίση.
ΥΓ: Οι ελληνικές τράπεζες για παράδειγμα που και αυτές είχαν υπερβάλλουσα ρευστότητα κατά τα προηγούμενα χρόνια, έπεισαν πολλούς από τους πελάτες τους να μετατρέψουν τμήμα των καταθέσεών τους σε αμοιβαία κεφάλαια και λοιπά επενδυτικά προϊόντα, προκειμένου να αποφύγουν οι ίδιες το ρίσκο μιας τέτοιας επένδυσης.