Η Ρωσίδα πλέκτρια ή πλέκτρα, είναι μια ακόμα πραγματικότητα που τείνει να γίνει αστικός θρύλος, εφάμιλλος της κοκκινοσκουφίτσας και της κορασίδας με τα σπίρτα. Βέβαια, οι αστικοί θρύλοι έχουν πολλές και ενίοτε αιρετικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα η κοκκινοσκουφίτσα, ναι μεν ως θρύλος θεωρείται αθώα κορασίδα που μαζεύοντας φρούτα του δάσους εξασφαλίζει πόρους για αυτήν και για την άρρωστη και φτωχή γιαγιά της, αλλά υπάρχει και η αιρετική προσέγγιση. Σύμφωνα με αυτή, η κοκκινοσκουφίτσα είχε αναπτύξει νεοφυή επιχείρηση (startup) την οποία μάλιστα εισήγαγε και σε αναπτυξιακό νόμο επιχορηγούμενη τα δέοντα, η δε όλη ιστορία είχε να κάνει με τον κακό λύκο ή άλλως χονδρέμπορο ο οποίος δεν ανεχόταν την απευθείας διάθεση των συσκευασμένων προϊόντων της μικράς, συνεπώς προέβαινε σε ενέργειες εναντίον του πάγιου εξοπλισμού της κορασίδας και καμία σχέση δεν είχε η γριά. Αν ήθελε να φάει κάτι, θα προτιμούσε παντσέτα στου Μήτσου και όχι γέρικο ανθρώπινο κρέας. Οσονούπω, σε τακτά διαστήματα, κατέστρεφε τον πάγιο εξοπλισμό της εργαζόμενης κορασίδας και δη το ποδήλατο με το οποίο εκκινείτο στο δάσος. Βεβαίως η μικρά μόνο αθώα δεν ήταν και πήγε σε γνωστό σεκιουριτά της περιοχής, ο οποίος έναντι κάποιου ανταλλάγματος, έκανε τουλούμι στο ξύλο τον κακό λύκο ώστε να μην επαναλάβει το ατόπημα. Εκείνος όμως επανήλθε, με καταστρεπτικά για την σωματική του ακεραιότητα αποτελέσματα. Την τρίτη φορά λέγεται από το θρύλο ότι ο λύκος συνελήφθη και πάλι από τον σεκιουριτά να περπατά στο δάσος και πάνω που ήταν έτοιμος να τον κοπανήσει, είδε τα κατακόκκινα μάτια του. Αυτό έσωσε τελικά τον κακό λύκο, ο οποίος ερωτώμενος περί του χρώματος των ματιών του, είπε «από την οξυγονοκόλληση ρε παιδιά, όλο το βράδυ έκανα το ποδήλατο της κοκκινοσκουφίτσας» και κάπως έτσι έληξε το παραμύθι.
Όσον αφορά το κοριτσάκι με τα σπίρτα, δεν θα μακρηγορήσουμε, επειδή παρά τα ότι λέγονται το περιστατικό συνέβη και αυτό στην Ελλάδα, όπου τα σπίρτα τότε ήταν κρατικό μονοπώλιο (μαζί με το αλάτι), η μικρή πουλούσε στη ζούλα, της κατασχέθηκαν εκατό συσκευασίες σπίρτων αγνώστου προελεύσεως και οδηγήθηκε στο αυτόφωρο, όπου κάτι έλεγε για οικογενειακές οικονομικές και λοιπές δυσκολίες, κρατώντας τσάντα Vivian Westwood (ο Θεός να την αναπαύσει) και φυσικά δεν έγινε πιστευτή. Τελικά, η «φύση» έδωσε το δικό της τέλος στα τεκταινόμενα, επειδή η Bic διέθεσε στην αγορά τους γνωστούς αναπτήρες, οπότε σπίρτα και παρόμοιες ιστορίες μπήκαν στο χρονοντούλαπο.
Κάπως έτσι, έχει τις μέρες αυτές ανδρωθεί στη χώρα μας και ο μύθος της «Ρωσίδας πλέκτρας». Η Ρωσίδα πλέκτρα είναι το δικό μας κορίτσι, το κορίτσι της διπλανής πόρτας ή αλλιώς η Μαρία Τσάλλα. Τι και αν δεν έμοιαζε με κανένα από τα κορίτσια του James Bond, τι και αν δεν δούλευε τουλάχιστον σε χρηματιστηριακή εταιρεία αλλά διατηρούσε ατομική επιχείρηση πλεκτικής χωρίς πελάτες. Την ξεσκεπάσαμε, την αποκαλύψαμε και προσπαθούμε να βρούμε τι έκανε, χωρίς να καταλάβουμε πότε, πως και για που «την έκανε». Λεπτομέρειες θα πείτε που πάνε να αμαυρώσουν άλλη μια εξαιρετική εθνική επιτυχία. Εξάλλου έχουμε και πλήρη φωτογραφικά της στοιχεία, μέτωπο, γυαλιά, κόρες ματιών και όλα τα άλλα σκεπασμένα από κασκόλ – εσάρπες πλεγμένες με τα χεράκια της Irina, μια πλήρης περιγραφή που θυμίζει τη μάνα σας, την αδελφή σας, την ξαδέλφη σας και όλες τις γνωστές σας.
Η Irina ή κατά Ελληνικό κόσμο Μαρία, ένα κοριτσάκι ήτανε, που εμφανίστηκε το άμοιρο από το πουθενά, τότε που διώξαμε όλους του Ρώσους πράκτορες που το είχαν παρακάνει (2018), έχοντας η μικρούλα τρία – τέσσερα διαβατήρια και τελικά ήρθε με διαβατήριο από το Περού, μέσω μάλλον Βόρειας Μακεδονίας, με γονείς που οι καταστάσεις στην Ελλάδα τους στείλανε πρόσφυγες στη μακρινή Μόσχα. Ο μπαμπάς κάπου σε όλο αυτό το ανακάτεμα χάθηκε και η μικρή Μαρία, σύμφωνα με τη Βρετανική ΜΙ6, πήγε στο ληξιαρχείο Αμαρουσίου για να καταγραφεί ως Δημότης. Εκεί τον Δεκέμβριο του 1991, φαίνεται να είχε δηλωθεί η γέννηση και ο θάνατος του παιδιού που πήρε το όνομά της η «Μαρία Τσάλλα», εις μνήμην. Στις 21 Δεκεμβρίου 2018, η «Μαρία Τσάλλα» εμφανίζεται μαζί με μία «γνωστή» κυρία στο Ληξιαρχείο Μεσσαπίων όπου προβαίνει σε διαδικασία μεταδημότευσης, επιχειρώντας να σβήσει τα ίχνη της και γίνεται δημότης Αλιβερίου. Δηλώνει ως έδρα της ατομικής επιχείρησης πλεκτικής την οποία ίδρυσε στην οδό Τζαφέρη στο Γκάζι, αλλά το μαγαζάκι, όλως περιέργως είναι στο Παγκράτι. Μικρές, καθημερινές ιστορίες της Ελληνικής πραγματικότητας.
Κάποιος μάλλον προσέθεσε στο προσωπικό του ενεργητικό χαρτιά του δημοτολογίου και ως δικά του πλέον στοιχεία τα διέθετε κατά βούληση, κάποιος δήλωσε ότι την φιλοξενούσε, μαζί με έναν κροκόδειλο (γιατί όχι;), σε κάθε περίπτωση ήταν δημότης Αλιβερίου διαμένουσα εις Αθήνας. Δήλωσε και μία επιχειρηματική έδρα ανύπαρκτη με κάποιο τρόπο (συμβόλαιο, αντίγραφο μίσθωσης TAXISnet), αλλά, η νεαρά, μη γνωρίζοντας την Αθήνα, κατέληξε, περιέργως πως, σε άλλο μαγαζί στο Παγκράτι. Περαιτέρω, για να μην έχει να αντιμετωπίσει το γνωστό πρόβλημα των μετακινήσεων του Λεκανοπεδίου, νοίκιασε δυάρι παρακείμενο της επιχείρησης. Τέλος, προσέλαβε και υπάλληλο, επειδή το να σκοτώνεις μύγες ή αλλιώς να περιμένεις τον ανύπαρκτο πελάτη, θέλει και βοήθεια.
Η δικιά μας Μαρία, το κορίτσι της διπλανής πόρτας, έτυχε να μιλάει και τέσσερις ξένες γλώσσες, κάτι τελείως συνηθισμένο, επειδή και η κυρία που έχει το ψιλικατζίδικο απέναντι από το σπίτι μου, μιλάει ποντιακά και κάθε φορά που πάω για τσιγάρα με ρωτάει «ντέφτας». Παρόλες αυτές τις λεπτομέρειες, παρέμενε το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Επιπλέον, χαιρετούσε ευγενικά όλους τους συγκάτοικους στην πολυκατοικία και στα παρακείμενα καταστήματα, όπου εδώ υπάρχει κάποιο μπλέξιμο. Κάποιοι λένε ότι μιλούσε σπαστά Ελληνικά, η υπάλληλός της λέει ότι συνεννοούνταν στα Αγγλικά, επειδή στα Ελληνικά δεν έβγαζαν άκρη και τέλος ένας δήλωσε πως τα Ελληνικά της ήταν τουλάχιστον φιλολόγου. Δύο τινά συνέβαιναν, ή ότι τα Ελληνικά του δηλούντος συμπατριώτη μας ήταν τρισχειρότερα από της Irina – Μαρίας ή ότι τους δούλευε ψιλό γαζί.
Η Μαρία, για να ολοκληρώσει το πορτρέτο της άδολης μικρούλας, χτύπησε και γκόμενο με τον οποίο σχεδίαζαν τον γάμο τους, που τελικά μάλλον μονομερώς από το παλληκάρι μας σχεδιαζόταν, επειδή η Irina το είχε ξαναδεί το έργο.
Η άδολη, φτωχή πλην τίμια Μαρία, έβρισκε χρήματα για ταξίδια στη Βραζιλία, ενώ άλλες άδολες γηγενείς Μαρίες δεν βρίσκουν χρήματα για το Μετρό, η άδολη Μαρία – Irina έφυγε από τη Μόσχα την εποχή όπου τα μηνιάτικα εκεί ξεπερνούσαν τα 5.000 ευρώ για να έρθει στο Παγκράτι να πλέκει τσιγκελάκι, επειδή την χτύπησε ο νόστος μιας πατρίδας που ποτέ δεν γνώρισε, η άδολη Μαρία έβγαζε πολλές φωτογραφίες και άδολα και το προσωπάκι της, όχι πολύ επιτυχημένα, επειδή είτε το κάλυπτε όλο μια φωτογραφική μηχανή, είτε επειδή διαφήμιζε τις παγκοσμίως γνωστές εσάρπες της, φορώντας τις από τα βλέφαρα και κάτω.
Η άδολη Μαρία δεν έμοιαζε με Ρωσίδα μανεκέν, αλλά προτιμούσε την κλασική ένδυση του μπατιροτουρίστα που κάνει διακοπές με τρία κατοστάρικα στην όχι και τόσο φτηνή χώρα μας. Αγόραζε λοιπόν καφτάνια από το Μοναστηράκι και αρχαιοελληνικά πέδιλα φτιαγμένα στη Κίνα, φορούσε και μια εσάρπα – κασκόλ από την ατέλειωτη συλλογή της και κυκλοφορούσε έτσι ανέμελα. Άλλωστε τι πιο φυσιολογικό δεκαπενταύγουστο στην Ελλάδα να κυκλοφορεί μια κοπελιά με κασκόλ.
Η δική μας Μαρία την «έκανε» ξαφνικά μια μέρα επειδή της είπαν να γίνει «μπουχός». Αν δεν έφυγε κολυμπώντας, ακόμα ψάχνουμε να δούμε πως έφυγε και πιο διαβατήριο χρησιμοποίησε. Η άγνωστη Irina έγινε για λίγο ακόμα Μαρία, ξόφλησε τα ενοίκια λέγοντας ότι φεύγει επειδή είχε κατάθλιψη ή κορωνοϊό, πλήρωσε τα κοινόχρηστα επειδή της είπαν ότι το πιο επικίνδυνο είδος στην Ελλάδα είναι η διαχειρίστρια πολυκατοικίας, πλήρωσε την υπάλληλο που σεφτέ πελάτη για ένα τρίμηνο δεν έκανε, της είπε μάλιστα να κρατήσει και την επιχείρηση, ή να μαζέψει τα τσιγκελάκια και τα νήματα να έχει μια ζωή να πλέκει. Προς το παρόν είναι άγνωστο αν επικοινώνησε με τον παραλίγο γαμπρό, έτσι βρε αδελφέ για ένα για. Η Irina άφησε στο δυάρι μια γάτα, κάτι χαρτιά υγείας αχρησιμοποίητα και ένα laptop. Για τους ελάχιστα γνωρίζοντες από πληροφορική, είναι γνωστό ότι το laptop μετά από ένα λεπτό σε φούρνο μικροκυμάτων, σταματάει να έχει οποιαδήποτε μνήμη και πέφτει στην αιώνια λήθη. Σε άλλη περίπτωση, πιθανώς στο laptop να υπάρχουν εξαιρετικές ταινίες με τον Μπομπ τον σφουγγαράκη και άλλους υπερήρωες.
Φυσικά, τα τεκταινόμενα εν κρυπτώ δεν είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο. Ο σύζυγος της Irina πήγε στη Βραζιλία, έτσι κάπως, βρήκε Βραζιλιάνα νύφη μεταξύ των άλλων, της είπε ότι μπούχτισε κάπως στη Βραζιλία και ήθελε ένα σύντομο town brake στη Κουάλα Λουμπούρ της Μαλαισίας. Θα μου πείτε ότι η πρωτεύουσα της Μαλαισίας είναι για δουλειές και όχι για διακοπές. Γούστα είναι αυτά. Κάποια στιγμή η Βραζιλιάνα είδε ότι ο γαμπρός δεν φαινόταν, είχε ολόσωμη φωτογραφία του ντυμένου ως Τσε Γκεβάρα, την ανέβασε σε όποιο κοινωνικό δίκτυο υπήρχε και έμαθε ότι ο γαμπρός εχάθη και δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ.
Η Irina και ο άνδρας της πιθανώς τώρα να βρίσκονται σε κάποιο νησάκι της Καραϊβικής, να διαβάζουν αυτά που γράφονται στην Ελλάδα και στη Βραζιλία και να σκάνε στα γέλια. Η Irina θα άλλαξε χρώμα μαλλιών, θα έβγαλε τα καφτάνια και θα ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναβάλει εσάρπα, θα φόρεσε δωδεκάποντη γόβα, θα βάφθηκε και σε κάθε περίπτωση θα μοιάζει κατά πολύ με όμορφη Ρωσίδα. Ο σύζυγος, μια χαρά παιδί, θα ξυρίστηκε, θα πέταξε τη στολή του Τσε, θα έβαλε βερμούδα – πουκάμισο και θα μοιάζει με ξενέρωτο Αμερικάνο σε διακοπές. Μπορεί να ανοίξανε και κανένα φροντιστήριο ξένων γλωσσών, έτσι για ξεκάρφωμα και η Irina να διδάσκει και Ελληνικά. Σε κάθε περίπτωση, η εξαφανισμένη illegal Irina ξεσκεπάστηκε και το μαγαζάκι στο Παγκράτι έκλεισε προς θλίψη των περιοίκων που χάσανε το δικό τους κορίτσι.