1. Εισαγωγικά στοιχεία
Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είναι η σύμβαση της οποίας η διάρκεια ούτε ορίσθηκε ρητώς, ούτε προκύπτει από το είδος ή το σκοπό της σύμβασης. Η σύμβαση αυτή λύεται οποτεδήποτε με καταγγελία είτε από την πλευρά του εργοδότη (απόλυση) είτε από την πλευρά του εργαζόμενου (παραίτηση/οικειοθελής αποχώρηση). Η καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη ρυθμίζεται από το Ν. 2112/1920, το Ν. 3198/1955, όπως έχουν τροποποιηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο με τους Νόμους 3863/2010, 3899/2010, 4093/2012 και 4808/2021. Σύμφωνα δε με το Νόμο 4808/2021 «Προστασία Εργασίας - Σύσταση Α.Α. - Επιθεώρηση Εργασίας - φορολογικές ρυθμίσεις, κτηματολόγιο κ.λπ.» και ειδικότερα με το άρθρο 64 εισάγονται ουσιαστικές μεταβολές στο δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, καθώς καταργείται κάθε διάκριση μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών αναφορικά με την προθεσμία προμήνυσης (προειδοποίησης) και την καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και κάθε διάταξη, που διέπει την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας των υπαλλήλων εφαρμόζεται και επί των εργατοτεχνιτών. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από την πλευρά του εργοδότη, διακρίνεται σε τακτική και σε άτακτη.
Η τακτική καταγγελία επιφέρει τη λύση της σύμβασης μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας.
Στην περίπτωση της τακτικής καταγγελίας:
• Η διάρκεια του χρονικού διαστήματος προμήνυσης κλιμακώνεται ανάλογα με την προϋπηρεσία του υπαλλήλου.
• Η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης μειώνεται στο ½ αυτής που θα οφειλόταν εάν δεν είχε προηγηθεί η προμήνυση.
Με τη διάταξη του άρθρου 65 του Ν. 4808/2021 , προβλέπεται ότι με την κοινοποίηση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας με προμήνυση, ο εργοδότης μπορεί να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την υποχρέωση παροχής της εργασίας, μερικώς ή πλήρως. Κατά το διάστημα αυτό, οι αποδοχές του εργαζομένου καταβάλλονται πλήρως από τον καταγγέλοντα εργοδότη μέχρι την εκπνοή του χρόνου προμήνυσης, ενώ ο εργαζόμενος μπορεί να αναλάβει εργασία σε έτερο εργοδότη χωρίς δυσμενείς συνέπειες για αυτόν ως προς τα αποτελέσματα της καταγγελίας, το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης κατά την εκπνοή του χρόνου της προμήνυσης και τις αποδοχές που οφείλονται από τον καταγγέλλοντα εργοδότη κατά το διάστημα της προμήνυσης.
Η άτακτη καταγγελία επιφέρει τη λύση της σύμβασης άμεσα, δηλαδή αφ΄ ης στιγμής το έγγραφο της καταγγελίας επιδοθεί στον εργαζόμενο.
Στην άτακτη καταγγελία, σε αντίθεση προς την τακτική καταγγελία, ο εργοδότης οφείλει στον απολυόμενο ολόκληρη (και όχι τη μισή) αποζημίωση.
2. Καταγγελία συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου εργατοτεχνιτών
Με τη διάταξη του άρθρου 64, όπως ισχύει μετά και τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 80 του πρόσφατου εργασιακού Νόμου 4808/2021, προκειμένου να εξομοιωθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις της καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων εργασίας των εργατοτεχνιτών με αυτές των υπαλλήλων, ορίζεται ότι από 1η Ιανουαρίου 2022 καταργούνται οι διατάξεις του Ν. 2112/1920 και του σε εκτέλεση του νόμου αυτού εκδοθέντος Βασιλικού Διατάγματος του έτους 1920, που αφορούν στη διάκριση των όρων απόλυσης μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών, ιδιαίτερα όσον αφορά στην προθεσμία προμήνυσης (προειδοποίησης) και στον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης απόλυσης των δύο αυτών κατηγοριών εργαζομένων (μισθωτών) και από τις αρχές του Ιανουαρίου 2022 για το θέμα αυτό θα ισχύουν τα εξής:
Οι διατάξεις των Νόμων 2112/1920 και 3198/1955, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που αφορά στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου των μισθωτών που έχουν υπαλληλική ιδιότητα, από 1/1/2022 εφαρμόζονται και επί των μισθωτών που έχουν, ως εκ του επαγγέλματος το οποίο ασκούν, ιδιότητα εργατοτεχνίτη.
Συγκεκριμένα, από 1/1/2022 προκειμένου να καταγγελθεί νόμιμα μια σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ενός μισθωτού που έχει την ιδιότητα εργατοτεχνίτη η οποία, όπως είναι γνωστό, αποδίδεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν.Δ. 2655/1953 και την ποιότητα των παρεχομένων στον εργοδότη του σωματικών ή πνευματικών υπηρεσιών αντίστοιχα και ανεξάρτητα του τρόπου καταβολής των αποδοχών του, με μισθό ή ημερομίσθιο ή άλλο νόμιμο τρόπο, ο εργοδότης του θα έχει τη δυνατότητα να καταγγείλει τη σύμβασή του αυτή είτε άμεσα με την αποκαλούμενη στο εργατικό δίκαιο έκτακτη καταγγελία, με άμεση καταβολή, έστω με δόσεις, της οφειλόμενης αποζημίωσης είτε με τακτική καταγγελία με προμήνυση (προειδοποίηση), σύμφωνα με τη διάταξη της Υποπαρ. ΙΑ12 του Ν. 4093/2012.
Με τη διάταξη του νόμου αυτού, που εξακολουθεί να ισχύει ως έχει, ο χρόνος της προειδοποίησης απόλυσης ορίζεται:
α) Για εργαζόμενους που έχουν εργασθεί στην επιχείρηση από δώδεκα (12) συμπληρωμένους μήνες μέχρι τη συμπλήρωση δύο (2) ετών, απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση.
β) Για εργαζόμενους που έχουν εργασθεί από δυο (2) μέχρι πέντε (5) έτη, απαιτείται προειδοποίηση δύο (2) μηνών πριν την απόλυση.
γ) Για εργαζόμενους που έχουν εργασθεί από πέντε (5) έτη συμπληρωμένα μέχρι τη συμπλήρωση δέκα (10) ετών, απαιτείται προειδοποίηση τριών (3) μηνών πριν την απόλυση.
δ) Για εργαζόμενους που έχουν εργασθεί από δέκα (10) έτη συμπληρωμένα και πάνω, απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση.
Εργοδότης που προειδοποιεί σωστά κατά τα παραπάνω διαστήματα εγγράφως τον εργαζόμενο, με την επίδοση του εγγράφου της απόλυσης λύει μεν άμεσα τη σχέση εργασίας που είχε με τον εργατοτεχνίτη, την αποζημίωση όμως οφείλει να την καταβάλει κατά την ημερομηνία λήξης του χρόνου προειδοποίησης στον απολυόμενο, η οποία ορίζεται στο ήμισυ της αποζημίωσης, για τους υπαλλήλους που απολύονται με έκτακτη καταγγελία.
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 65 του Νόμου 4808/2021 όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με την επίδοση του εντύπου της απόλυσης στον εργαζόμενο, ο εργοδότης μπορεί να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την παροχή της εργασίας του μερικώς ή πλήρως, χωρίς όμως να διακόψει την καταβολή των αποδοχών και την ασφάλιση του εργαζομένου, ενώ παράλληλα ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αναλάβει εργασία σε νέο εργοδότη, χωρίς να επηρεάζονται τα αποτελέσματα της καταγγελίας και το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης που θα λάβει από τον προηγούμενο εργοδότη.
3. Προϋποθέσεις εγκυρότητας της καταγγελίας
Για την έγκυρη άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου απαιτείται:
• Η τήρηση έγγραφου τύπου.
• Η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης.
• Η καταχώριση του εργαζομένου στο τηρούμενο μισθολόγιο του ασφαλιστικού φορέα ή η ασφάλιση του απολυόμενου.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2112/1920, οι οποίες όπως αναφέρθηκε παραπάνω, από 1/1/2022 εφαρμόζονται και για τους απολυόμενους εργατοτεχνίτες, για να είναι τυπικά έγκυρη η καταγγελία της σύμβασής τους αορίστου χρόνου και να επιφέρει τα αποτελέσματά της πρέπει:
α) Το έντυπο Ε6 της ηλεκτρονικής υποβολής να υποβάλλεται στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ εντός τεσσάρων (4) εργασίμων ημερών.
β) Το αντίγραφο του εντύπου αυτού να επιδίδεται στον εργαζόμενο άμεσα, από την πρώτη δηλαδή ημέρα της αποχής του από την εργασία του, ο οποίος θα πρέπει να υπογράφει το σχετικό αποδεικτικό επίδοσης και σε περίπτωση άρνησής του να του επιδίδεται μέσω δικαστικού επιμελητή στο τόπο της νόμιμης κατοικίας του. Η σχετική έκθεση του δικαστικού επιμελητή θα πρέπει να υποβάλλεται ως συνημμένη στο παραπάνω ηλεκτρονικό έντυπο Ε6 το οποίο πρέπει να υποβάλλεται υπογεγραμμένο από τον εργοδότη ή το νόμιμο εκπρόσωπό του.
Παράλληλα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 (όπως αντικαταστάθηκε από την παρ.4 άρθρο 2 του Ν.2556/1997 ), για την εγκυρότητα της καταγγελίας απαιτείται από το νόμο η άμεση καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης εις ολόκληρον, αν ανέρχεται μέχρι δύο (2) μηνιαίους μισθούς ή ολόκληρη ή σε δόσεις αν ανέρχεται σε περισσότερους από δύο (2) μισθούς καθώς και ο απολυόμενος εργατοτεχνίτης πρέπει να είναι ασφαλισμένος στον φορέα του κύριας ασφάλισης, σήμερα στον Ε.Φ.Κ.Α..
Ειδικότερα, η καταγγελία θεωρείται έγκυρη, εφόσον γίνεται εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το Ι.Κ.Α. μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος.
Η μη τήρηση έστω και μίας από τις άνω διατυπώσεις της απόλυσης, επιφέρει ακυρότητα της καταγγελίας και υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021 , στην περίπτωση που έχει καταβληθεί μεν η αποζημίωση αλλά η καταγγελία της σύμβασης εργασίας πάσχει για κάποιον από τους λοιπούς λόγους, τότε εφόσον ο εργοδότης διορθώσει το τυπικό σφάλμα εντός ενός (1) μηνός από την επίδοση της σχετικής αγωγής ή από την υποβολή αιτήματος επίλυσης εργατικής διαφοράς, η καταγγελία θεωρείται έγκυρη. Στην περίπτωση, που η πλήρωση των συγκεκριμένων προϋποθέσεων γίνει μετά την ως άνω προθεσμία, η πλήρωση αυτή λογίζεται ως νέα καταγγελία και η προηγούμενη ως ανυπόστατη. Πάντως, σε περίπτωση καταβολής ελλιπούς ποσού αποζημίωσης λόγω προφανούς σφάλματος ή εύλογης αμφιβολίας ως προς τη βάση υπολογισμού αυτής, δεν αναγνωρίζεται η ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά διατάσσεται η συμπλήρωση της αποζημίωσης.
Όσον αφορά στην υποχρέωση του εργοδότη να αναγγείλει, με ηλεκτρονική υποβολή του σχετικού εντύπου, στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ» την καταγγελία της σύμβασης εργασίας εντός τεσσάρων (4) ημερών από την ημέρα της καταγγελίας ((παρ.1 άρθρο 38 του Ν. 4488/2017), διευκρινίζεται ότι η παράλειψη της υποχρέωσης αυτής δεν καθιστά την καταγγελία άκυρη, αλλά επιφέρει κυρώσεις για τον εργοδότη.
Πέραν των ανωτέρω τυπικών προϋποθέσεων και παρόλο που η καταγγελία της σχέσεως εργασίας είναι αναιτιώδης, το δικαίωμα του εργοδότη δεν είναι ανεξέλεγκτο, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Α.Κ. περί κατάχρησης δικαιώματος και δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος.
Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις που απαγορεύεται ρητά από το νόμο η καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Με την παρ. 1 του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021 , ομαδοποιούνται οι περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και περιλαμβάνονται σε ενιαία διάταξη περιπτώσεις προστασίας του εργαζόμενου από την καταγγελία (Προστασία από απολύσεις). Για τις περιπτώσεις αυτές, και σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021, διευρύνεται το πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων καθώς στην περίπτωση που ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους συγκεκριμένους λόγους, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο.
Σε περίπτωση μη έγκυρης καταγγελίας, ο μισθωτός μπορεί να επιδιώξει δικαστικώς είτε την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας είτε την καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσής του. Η αγωγή για ακυρότητα της καταγγελίας είναι απαράδεκτη εάν δεν κοινοποιηθεί εντός τριών μηνών από την απόλυση ενώ η αγωγή για την καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσης είναι απαράδεκτη εάν δεν κοινοποιηθεί εντός έξι μηνών από του χρονικού σημείου κατά το οποίο η αποζημίωση κατέστη απαιτητή (άρθρο 6 του Ν. 3198/1955).
Με την παρ. 3 του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021, εισάγεται νέα ρύθμιση που προβλέπει ότι το δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε άλλης συνέπειας, μετά από αίτημα είτε του εργαζομένου είτε του εργοδότη, επιδικάζει υπέρ του εργαζομένου ποσό πρόσθετης αποζημίωσης, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τακτικών αποδοχών τριών (3) μηνών ούτε μεγαλύτερο του διπλάσιου της κατά νόμο αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας κατά τον χρόνο απόλυσης. Το αίτημα υποβάλλεται από τον εργαζόμενο ή από τον εργοδότη σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Κατά τον καθορισμό του ποσού της πρόσθετης αποζημίωσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ιδίως, την ένταση του πταίσματος του εργοδότη και την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση του εργαζομένου και του εργοδότη.
Σε αγωγή που περιέχει αίτημα για πρόσθετη αποζημίωση της παρ. 3 κατά τα ανωτέρω, δεν μπορεί να σωρεύεται αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των εννόμων συνεπειών της ακυρότητας, εφόσον τα δύο αιτήματα στηρίζονται στην ίδια ιστορική και νομική βάση. Σώρευση των δύο αιτημάτων κατά παράβαση του προηγούμενου εδαφίου, ακόμη και επικουρική, οδηγεί στην απόρριψη αμφοτέρων ως απαράδεκτων. Ίδια νομική και πραγματική βάση σημαίνει ότι, εάν ο εργαζόμενος επικαλείται ότι η απόλυσή του έγινε για κάποιον από τους λόγους της παρ. 1 του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021 οφείλει να ζητήσει είτε την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και της συναφούς υπερημερίας του εργοδότη είτε την αποζημίωση της παρ. 3 του άρθρου 66. Εάν όμως ο εργαζόμενος προβάλλει ακυρότητα για λόγο της παρ. 1 και επικουρικώς, ακυρότητα για άλλο λόγο, τότε μπορεί, για την κάθε μία νομική και πραγματική βάση που προβάλλονται επικουρικά, να προβάλλει και τα αγωγικά αιτήματα σε αντίστοιχη επικουρική βάση (Εγκ. 64597/2021, Οδηγίες για την εφαρμογή του Κεφαλαίου Α΄ «Ρυθμίσεις Ατομικού Εργατικού Δικαίου» άρθρα 55-67, του μέρους IV του Ν. 4808/2021).
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το άρθρο του κ.Βασιλείου Παπαβασιλείου με τίτλο Αμοιβές εργαζομένων με Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουνίου 2022 του περιοδικού Epsilon7. Στο πλήρες άρθρο μεταξύ ΄άλλων γίνεται αναφορά στον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης και την καταβολή της, την ακυρότητα καταγγελίας σύμβασης αορίστου χρόνου και την καταγγελία Σύμβασης από το μισθωτό - Οικειοθελής Αποχώρηση.