Η διεθνής κοινότητα ασχολείται έντονα το τελευταίο χρονικό διάστημα με τα σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας που αντιμετωπίζουν αρκετές τράπεζες σε Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και Ευρώπη, καθώς και με τους κινδύνους που θα μπορούσε να συνεπάγεται κάτι τέτοιο για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Αν και κάθε περίπτωση τράπεζας εμφάνισε διαφορετικού είδους προβλήματα, το βασικότερο συμπέρασμα ήταν ότι το ζήτημα δεν προέκυψε κυρίως από μη εξυπηρετούμενα δάνεια (δύσκολο κάτι τέτοιο, όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ καταγράφει άνοδο) αλλά από την αδυναμία των διοικήσεών τους να προνοήσουν και να αμυνθούν απέναντι σε μια ταχεία αύξηση των επιτοκίων, ή σε μια μεγάλη πτώση στις τιμές των κρυπτονομισμάτων. Με άλλα λόγια, κάποιες τράπεζες φαίνεται να… πνίγηκαν σε μια κουταλιά νερό.
Η τραπεζική λειτουργία
Με αφορμή τα όσα έχουν συμβεί το τελευταίο χρονικό διάστημα, ας δούμε το πώς δουλεύει μια τράπεζα και με ποιους τρόπους μπορεί να αποφύγει τους κινδύνους.
Η βασική δουλειά μιας τράπεζας είναι να δανείζεται χρήματα (από καταθέσεις πελατών και εκδόσεις ομολόγων) με τα οποία στη συνέχεια δανειοδοτεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις έναντι υψηλότερου επιτοκίου, έτσι ώστε να καλύπτει τις λειτουργικές της δαπάνες, αλλά και να επιτυγχάνει κάποια κέρδη.
Επιπρόσθετα, οι τράπεζες είναι σε θέση να αποκομίζουν έσοδα από προμήθειες έναντι μιας σειράς υπηρεσιών που προσφέρουν στους πελάτες τους, όπως πχ αποστολή εμβασμάτων, τήρηση θυρίδων, συνδρομές πιστωτικών καρτών, αμοιβές διαχείρισης χαρτοφυλακίου, συμβουλευτικές υπηρεσίες, κ.λπ.
Τέλος, σε πολλές περιπτώσεις, οι τράπεζες αναλαμβάνουν το ρόλο του επενδυτή και για ίδιο λογαριασμό, τοποθετούμενες σε μετοχές, ομόλογα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία. Μέσα από τέτοιου είδους τοποθετήσεις ενδέχεται να αποκομίσουν κέρδη, ή να υποχρεωθούν σε ζημίες.
Ποια είναι λοιπόν μερικά από τα βασικότερα πράγματα που θα πρέπει να προσέχει κάθε φορά η διοίκηση μιας τράπεζας;
Πρώτον, να επιλέγει με αυστηρά κριτήρια τους πελάτες στους οποίους χορηγεί δάνεια, έτσι ώστε να αποφεύγει φαινόμενα υψηλών και μαζικών επισφαλειών.
Δεύτερον, να διαθέτει τόσα ίδια κεφάλαια έτσι ώστε να πληροί σε κάθε περίπτωση τους απαιτούμενους ελάχιστους εποπτικούς δείκτες, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα προκληθεί μαζική ανάληψη των καταθέσεων και έτσι η τράπεζα θα αναγκαστεί να διακόψει τη λειτουργία της.
Τρίτον, να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στο χρονισμό (timing) μεταξύ των απαιτήσεων και των υποχρεώσεών της, προκειμένου να αποφευχθούν -έστω και προσωρινά- ζητήματα ρευστότητας.
Τέταρτον, να φροντίζει να διατηρεί ένα τέτοιο μίγμα αντλούμενων κεφαλαίων (καταθέσεις και ομόλογα) έτσι ώστε το μέσο κόστος να είναι ελεγχόμενο και παράλληλα να παρέχεται χρονική ευχέρεια χειρισμών στη διοίκηση.
Και πέμπτο -και ιδιαίτερα κρίσιμο- να προσέχει έτσι ώστε να περιορίζει τις όποιες δυνατές απώλειές της σε περίπτωση που προκύψουν αλλαγές στο εξωτερικό της περιβάλλον.
Συγκεκριμένα, οι τράπεζες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της συνολικής οικονομίας, οπότε τα αποτελέσματά τους επηρεάζονται σημαντικά από κάθε μεταβολή που θα συμβεί είτε στο σύνολο της οικονομίας, είτε σε συγκεκριμένους τομείς της. Για παράδειγμα, η υποχώρηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 20% μέσα στην εξαετία 2019-2015 είχε προκαλέσει αναμφίβολα έκρηξη των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων. Επίσης, το «κούρεμα» των ελληνικών κρατικών ομολόγων το 2012 δημιούργησε «τρύπα» πολλών δισ. ευρώ στις ελληνικές τράπεζες, λόγω της μεγάλης έκθεσης που είχαν τότε σε τίτλους αυτής της κατηγορίας. Επιπλέον, μια σημαντική άνοδος (πτώση) στην εγχώρια αγορά ακινήτων θα μπορούσε να διευκολύνει (δυσχεράνει) τις προσπάθειες των τραπεζών στο μέτωπο της αντιμετώπισης των κόκκινων (μη εξυπηρετούμενων) στεγαστικών τους δανείων.
Η άνοδος των επιτοκίων
Για να έρθουμε όμως στον παρόντα χρόνο, ας δούμε τις επιδράσεις που μπορεί να επιφέρει στους ισολογισμούς και στις καταστάσεις αποτελεσμάτων χρήσεως των τραπεζών η παρατηρούμενη αξιοσημείωτη άνοδος των επιτοκίων.
Πρώτον, η σημαντική αύξηση του επιτοκίου Euribor από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιδρά ανοδικά τόσο στα επιτόκια καταθέσεων, όσο και στα επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών (συνήθως είναι κυμαινόμενα της μορφής Euribor συν spread). To εάν «στο τέλος της ημέρας» η εξέλιξη αυτή ωφελήσει ή επιδεινώσει τα οικονομικά αποτελέσματα θα εξαρτηθεί από μια σειρά παραγόντων που έχουν να κάνουν με την κάθε τράπεζα ξεχωριστά. Συνήθως σε τράπεζες που έχουν ως πελάτες κυρίως επιχειρήσεις, ή ιδιώτες υψηλού εισοδήματος, τα επιτόκια καταθέσεων αυξάνονται σαφώς περισσότερο σε σύγκριση με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπου το μεγαλύτερο τμήμα των καταθέσεων προέρχεται από νοικοκυριά μικρομεσαίων εισοδημάτων.
Ειδικότερα σε ότι αφορά τις ελληνικές συστημικές τράπεζες, η άνοδος των επιτοκίων φαίνεται να έχει ευνοήσει μέχρι σήμερα την κερδοφορία τους, καθώς έχει διευρύνει το Καθαρό τους Επιτοκιακό Περιθώριο (Net Interest Margin) επειδή το μέσο επιτόκιο χορηγήσεων ανέβηκε περισσότερο από μέσο κόστος καταθέσεων.
Δεύτερον, η αύξηση των επιτοκίων ανεβάζει το κόστος των τοκοχρεολυσίων που καλούνται να καταβάλουν κάθε μήνα επιχειρήσεις και νοικοκυριά στις τράπεζες. Είναι λοιπόν αρκετά πιθανόν ένα ποσοστό των πελατών μιας τράπεζας να δυσκολευθεί να ανταποκριθεί στις αυξημένες τοκοχρεολυτικές δόσεις που θα κληθεί να καταβάλει και να δηλώσει σχετική αδυναμία, δημιουργώντας πρόβλημα στην εισπραξιμότητα των δανείων.
Πάντως, όπως δηλώνουν μέχρι τώρα οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών δεν έχουν διαπιστώσει κάποια έξαρση των επισφαλειών. Ωστόσο, δεν εφησυχάζουν και παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις.
Και τρίτον, η αύξηση των επιτοκίων επηρεάζει αρνητικά μια σειρά από επενδύσεις και πρώτα απ’ όλα τις τοποθετήσεις σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα. Μάλιστα, όσο περισσότερο μακροπρόθεσμα είναι τα ομόλογα, τόσο περισσότερο πτωτικά επηρεάζεται η αποτίμησή τους σε περίπτωση αύξησης των επιτοκίων. Άρα, όσο περισσότερο εκτεθειμένη σε ομολογιακούς και άλλους επενδυτικούς τίτλους είναι μια τράπεζα, τόσο περισσότερο κινδυνεύει από μια αύξηση των επιτοκίων. Έτσι, η μεγαλύτερη ίσως γκάφα της αμερικανικής Silicon Valley Bank ήταν η υπέρμετρη έκθεσή της σε μακροπρόθεσμους ομολογιακούς τίτλους, με αποτέλεσμα την καταγραφή πολύ υψηλών ζημιών από τη συγκεκριμένη τοποθέτηση. Αντίθετα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχετικά περιορισμένες επενδύσεις αυτής της κατηγορίας (συχνά ώθησαν τους πελάτες τους να αποκτήσουν ομόλογα και ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, εισπράττοντας προμήθειες και μετακυλίοντας το επενδυτικό ρίσκο).
Stress test
Με άλλα λόγια, πέρα από τα διαφόρων ειδών stress tests που επιβάλλουν οι εποπτικές αρχές στις ευρωπαϊκές τράπεζες, κάθε τράπεζα θα πρέπει να μετρά με δική της πρωτοβουλία τις πιθανές αρνητικές επιδράσεις που μπορεί να έχει στα οικονομικά της μεγέθη και τους εποπτικούς της δείκτες μια ενδεχόμενη απόφασή της και να αποφεύγει τις επιλογές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλο ρίσκο.
Προφανώς, η επιλογή μιας τράπεζας να τοποθετήσει -σε μια περίοδο ιστορικά χαμηλών επιτοκίων όπως αυτή της περιόδου 2019-2021- μεγάλο ποσοστό του ενεργητικού της σε μακροπρόθεσμα ομόλογα -ή πόσο μάλλον σε κρυπτονομίσματα- δεν αποτελεί συνετή επιλογή.