Ομόλογο είναι ένας τίτλος χρέους, συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας (πχ τεσσάρων, πέντε, επτά, ή δέκα ετών), όπου συνήθως ο κάτοχός δανείζει ένα κράτος (κρατικά ομόλογα) ή μια εταιρεία (εταιρικά ομόλογα) και εισπράττει: α) Κάθε χρόνο έναν προκαθορισμένο τόκο (κουπόνι) β) στη λήξη του ομολόγου το κεφάλαιο που αρχικά δάνεισε.
Αν δηλαδή ένα ομόλογο διατίθεται στην έκδοσή του προς 1.000 ευρώ, έχει κουπόνι 5% και διάρκεια τριών ετών, τότε ο ομολογιούχος θα εισπράξει τον πρώτο χρόνο 50 ευρώ, το δεύτερο χρόνο άλλα 50 ευρώ και στο τέλος της τριετίας 1.050 ευρώ (50+1.000).
Μεγαλύτερη σημασία για το ευρύ επενδυτικό κοινό έχουν τα ομόλογα τα οποία είναι διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο, οπότε υπάρχει η δυνατότητα είτε αγοράς τους, είτε πώλησής τους κατά τη διάρκεια των ομολόγων αυτών, στην εκάστοτε τιμή που προκύπτει από την προσφορά και τη ζήτηση.
Γενικότερα, τα ομόλογα θεωρούνται ως επένδυση «μικρομεσαίου» ρίσκου, καθώς -σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο- διακρίνονται για το μεγαλύτερο κίνδυνο που παρουσιάζουν σε σύγκριση με τις καταθέσεις και το χαμηλότερο σε σχέση με τις μετοχές.
Στο σημείο αυτό, εισέρχεται η έννοια της «ετήσιας απόδοσης» (yield) ενός ομολόγου. Κατά την ημέρα της έκδοσης, η ετήσια απόδοση ενός ομολόγου ισούται με το «κουπόνι» (αρχικό επιτόκιο) του. Αν για παράδειγμα, ένα ομόλογο εκδίδεται προς 100 ευρώ και έχει κουπόνι 5 ευρώ, τότε κατά την έκδοση η ετήσια απόδοση υπολογίζεται και αυτή στο 5%. Αν στη συνέχεια, η τρέχουσα τιμή του ομολόγου στο χρηματιστήριο διαφοροποιηθεί, τότε θα αλλάξει και η απόδοση του ομολόγου. Αν δηλαδή κάποιος αγοράσει ένα χρόνο αργότερα το ίδιο ομόλογο προς 90 ευρώ, τότε: α) Θα συνεχίσει να εισπράττει ετήσιο κουπόνι 5 ευρώ β) Στη λήξη του ομολόγου θα καρπωθεί κεφαλαιακό κέρδος 10 (100-90) ευρώ και γ) Θα μπορεί να επανεπενδύει τα κουπόνια που θα εισπράττει κάθε χρόνο. Είναι προφανές, ότι ο συγκεκριμένος επενδυτής θα έχει ετήσια απόδοση (yield) σαφώς υψηλότερη από το «κουπόνι» του ομολόγου.
Εταιρικά ομόλογα εσωτερικού και εξωτερικού
Ειδικότερα, σε ότι αφορά τα εταιρικά ομόλογα, υπάρχουν αυτά -ελληνικών ή ξένων εταιρειών- που διαπραγματεύονται στο εξωτερικό και συνήθως διατίθενται προς 100.000 ευρώ το ένα και εκείνα που διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, τα οποία διατίθενται προς 1.000 ευρώ το ένα. Στο σημείο αυτό, πλεονεκτούν τα ομόλογα του Χρηματιστηρίου της Αθήνας γιατί δίνουν τη δυνατότητα σε έναν επενδυτή με ένα ποσό 30.000-60.000 ευρώ να διαμορφώσει ένα χαρτοφυλάκιο εταιρικών ομολόγων (διαφοροποίηση κινδύνου, χρονικών λήξεων και προσδοκώμενων αποδόσεων), ενώ αντίθετα για ένα αντίστοιχα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο εταιρικών ομολόγων στο εξωτερικό θα χρειαζόταν από τρία έως έξι εκατ. ευρώ.
Σύγκριση με τραπεζικές καταθέσεις
Και οι δύο επιλογές θεωρούνται επενδύσεις «σταθερού εισοδήματος» με αρκετά όμως διαφορετικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα:
Η διαφορετική χρονική διάρκεια: Οι αποταμιεύσεις ταμιευτηρίου μπορούν να αναληφθούν ανά πάσα στιγμή, ενώ οι προθεσμιακές στη λήξη της κατάθεσης, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Στα εταιρικά ομόλογα, η διάρκεια είναι πολύ μεγαλύτερη και συνήθως κυμαίνεται μεταξύ των τριών και των επτά ετών. Άρα λοιπόν, η ρευστότητα του επενδυτή είναι καλύτερη στην περίπτωση των καταθέσεων, καθώς αν ο ομολογιούχος αναγκαστεί να ρευστοποιήσει τα ομόλογά του, είναι πιθανόν να το πράξει με ζημία (αν η τρέχουσα τιμή του ομολόγου είναι χαμηλότερη από την τιμή έκδοσης, ή γενικότερα στην τιμή στην οποία τα αγόρασε).
Ο κίνδυνος του εκδότη (Issuer or Default Risk): Ο κίνδυνος του να μην μπορεί μια τράπεζα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της (κούρεμα καταθέσεων) είναι ασήμαντος και σίγουρα χαμηλότερος από το ρίσκο του να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τους ομολογιούχους ένας επιχειρηματικός Όμιλος. Πάντως, το σχετικά αυξημένο ρίσκο των εταιρικών ομολόγων μπορεί να περιοριστεί μέσα από την επιλογή εταιρειών με υψηλή πιστοληπτική ικανότητα, μέσα από την διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου μας σε ομόλογα περισσότερων εταιρειών και μέσα από τη μείωση της μέσης διάρκειας των ομολόγων που κατέχουμε. Να σημειωθεί ωστόσο, ότι υπάρχουν κάποια εταιρικά ομόλογα που συνοδεύονται και από κάποιου είδους εγγυήσεις.
Ο κίνδυνος του πληθωρισμού και των επιτοκίων: Γενικότερα, όσο μεγαλύτερη είναι η άνοδος των επιτοκίων, τόσο περισσότερο αρνητικά επηρεάζονται οι τιμές των κρατικών και εταιρικών ομολόγων. Ο αρνητικός επηρεασμός μάλιστα αυξάνεται για εκείνα τα ομόλογα που έχουν χαμηλό «κουπόνι» (αρχικά εκδιδόμενο επιτόκιο) και μεγάλη χρονική απόσταση από τη λήξη.
Η αύξηση του πληθωρισμού -η οποία συχνά οδηγεί και άνοδο το ύψος των επιτοκίων- πλήττει τόσο τους τραπεζικούς καταθέτες, όσο και τους κατόχους ομολόγους, γιατί όσο υψηλότερος είναι ο πληθωρισμός, τόσο ψαλιδίζεται (και συχνά γίνεται αρνητική) η πραγματική (αποπληθωρισμένη) αξία των αποταμιεύσεων.
Απόδοση: Συνήθως, οι αποδόσεις των κρατικών και εταιρικών ομολόγων είναι υψηλότερες -ή και πολύ υψηλότερες- από αυτές των τραπεζικών καταθέσεων, ως αντιστάθμισμα των προαναφερόμενων μορφών κινδύνου.
Φορολογία: Οι τόκοι των καταθέσεων φορολογούνται με συντελεστή 15%. Οι τόκοι των εταιρικών ομολόγων που διαπραγματεύονται στο ΧΑ φορολογούνται επί του παρόντος με 15%, αλλά έχει εξαγγελθεί από την κυβέρνηση ο μηδενισμός της συγκεκριμένης επιβάρυνσης.
Η τρέχουσα συγκυρία
Κατά την περίοδο 2019-2021 όταν τα διεθνή επιτόκια κυμαίνονταν σε πολύ χαμηλά (ή και αρνητικά) επίπεδα, πλήθος επιχειρήσεων από ολόκληρο τον κόσμο έσπευσαν να αντλήσουν κεφάλαια μέσα από τις αγορές ομολόγων, προκειμένου να «κλειδώσουν» τα χαμηλά αυτά επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά το συγκεκριμένο αυτό χρονικό διάστημα, οι αποδόσεις των ομολογιούχων ήταν αρκετά υψηλότερες από τις αντίστοιχες των καταθετών.
Το έτος 2022, η μεγάλη άνοδος του πληθωρισμού και των επιτοκίων, έπληξε και τις δύο κατηγορίες επενδυτών. Τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων στην Ελλάδα διατηρήθηκαν σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα (μόλις στο τέλος του έτους προσέγγισαν το 0,70%), οπότε με ετήσιο πληθωρισμό γύρω στο 7,5%, οι καταθέτες έχασαν περίπου το 7% της αξίας των πραγματικών τους αποταμιεύσεων. Αντίστοιχα, το 2022 οι κάτοχοι των ομολόγων συνέχισαν να εισπράττουν το κουπόνι που κυμάνθηκε -ανάλογα με την εταιρεία- από το 1,8% έως το 3%, πλην όμως είδαν τις τρέχουσες τιμές των ομολόγων τους στο Χρηματιστήριο της Αθήνας να υποχωρούν κατά περίπου 10% (από το «100» στο «90»).
Πώς όμως έχουν τα πράγματα φέτος;
Πρώτον, τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων δωδεκάμηνης διάρκειας από το 0,03%-0,05% του περασμένου φθινοπώρου έχουν σκαρφαλώσει ή και έχουν υπερβεί το επίπεδο του 1%, με την τάση για το πρώτο μισό του 2023 να δείχνει ελαφρά ανοδική.
Δεύτερον, υπάρχουν τράπεζες οι οποίες προσφέρουν ακόμη πιο υψηλά επιτόκια (για παράδειγμα 1,3%) υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος δέσμευσης θα είναι μεγαλύτερη των δώδεκα μηνών (πχ 18 ή 24 μήνες).
Τρίτον, με τα εταιρικά ομόλογα να διαπραγματεύονται κατά μέσο όρο κοντά στο «90», προσφέρουν μια μέση ετήσια απόδοση για τα επόμενα χρόνια μεταξύ του 3,5% και του 6%.
Με άλλα λόγια, στο βαθμό που δεν θα δούμε διεθνώς μια νέα μεγάλη αύξηση των επιτοκίων και ο πληθωρισμός αρχίσει σταδιακά να αποκλιμακώνεται, τα εταιρικά ομόλογα θα μπορέσουν να προσφέρουν αποδόσεις που θα καλύπτουν κατά τα επόμενα χρόνια, ή και θα υπερκαλύπτουν τον πληθωρισμό. Οι αποδόσεις τους είναι σήμερα πολύ υψηλότερες από αυτές των καταθέσεων, ωστόσο δεν θα πρέπει να αγνοούνται και τα προαναφερόμενα ρίσκα.