Το τρέχον μίγμα του ενεργειακού προβλήματος σε συνδυασμό με την εμφάνιση έντονων πληθωριστικών πιέσεων στη διεθνή οικονομία έχει προκαλέσει πολύ σημαντικά προβλήματα στις επιχειρήσεις για μια ευρεία σειρά από λόγους.
Πρώτον, επειδή με βάση το νόμο της ζήτησης, η αύξηση της τιμής ενός προϊόντος οδηγεί σε μείωση της ζητούμενης ποσότητας. Και επίσης, όσο πιο ελαστική είναι η καμπύλη ζήτησης, τόσο περισσότερο υποχωρεί η ζητούμενη ποσότητα για μια συγκεκριμένη αύξηση της τιμής.
Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας εταιρείας παραγωγής ενδυμάτων. Η πολύ μεγάλη αύξηση που παρατηρήθηκε στις τιμές των νημάτων, των μεταφορών και της ενέργειας αναγκάζει τις εταιρείες να μετακυλήσουν το μεγαλύτερο κομμάτι του κόστους (δεν μπορούν να απορροφήσουν το υπόλοιπο) στις τιμές των παραγόμενων προϊόντων. Και αν μεν τα παραγόμενα προϊόντα αποτελούν είδη πρώτης ανάγκης (ανελαστική καμπύλη ζήτησης) η μείωση της ζητούμενης ποσότητας θα είναι οριακή ή σαφώς περιορισμένη, καθώς οι πελάτες δεν θα είχαν σημαντικές εναλλακτικές λύσεις (πχ υποκατάστατα προϊόντα). Στην περίπτωση όμως των ενδυμάτων (ελαστική καμπύλη ζήτησης) πολλοί καταναλωτές θα αποφύγουν να προχωρήσουν σε αγορές, φορώντας τα ρούχα που ήδη υπάρχουν στα ντουλάπια των σπιτιών τους. Ένα άλλο παράδειγμα ελαστικής ζήτησης είναι αυτό των επίπλων, όπου πολλά νοικοκυριά δεν θα προχωρήσουν σε νέες αγορές, διατηρώντας τα έπιπλα που είχαν αποκτήσει πριν από είκοσι, ή ακόμη και πριν σαράντα χρόνια.
Δεύτερον, οι έντονες διακυμάνσεις στις τιμές της ενέργειας και των άλλων πρώτων υλών δημιουργούν πολύ μεγάλο ρίσκο στις επιχειρήσεις που καλούνται να τιμολογήσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους.
Μια κατασκευαστική εταιρεία για παράδειγμα καλείται να υπογράψει σήμερα τη σύμβαση εκτέλεσης ενός έργου έναντι συγκεκριμένου τιμήματος, όταν γνωρίζει ότι τα έξοδά της μπορεί να διαφοροποιηθούν κατά πχ 50% μέχρις ότου να κατασκευάσει το έργο. Άρα λοιπόν, η συγκεκριμένη εταιρεία δεν ξέρει αν θα εκτελέσει το έργο με κέρδος, ή με μεγάλη ζημία. Μπορούν βέβαια να υπάρξουν κάποιοι όροι που να προβλέπουν ρήτρες αναπροσαρμογές τιμήματος κάτω από προϋποθέσεις, ωστόσο οι όροι αυτοί δεν έχουν εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις. Επιπλέον, ακόμη και σε εκείνες τις περιπτώσεις που έχουν εφαρμογή, συχνά λειτουργούν αποτρεπτικά, ωθώντας τμήμα των πελατών να μην προχωρήσει στην παραγγελία του έργου (γιατί τελικά το ρίσκο που δεν επωμίζονται οι εταιρείες από τις διακυμάνσεις της ενέργειας και των πρώτων υλών, μεταφέρεται στους πελάτες τους, πράγμα που οι τελευταίοι δεν επιθυμούν).
Επίσης, οι έντονες αυξομειώσεις βασικών commodities (πχ χάλυβας, αλουμίνιο, κ.λπ.) προκαλούν κινδύνους στις εταιρείες, καθώς σε περίπτωση μιας απότομης και μεγάλης υποχώρησης των τιμών τους, θα βρεθούν επιχειρήσεις με πανάκριβο στοκ που θα υποχρεωθούν να το ρευστοποιήσουν στις τρέχουσες χαμηλές τιμές (καταγραφή ζημίας). Η αντίθετη κατάσταση (μεγάλα κέρδη) θα συμβεί σε περίπτωση μιας μεγάλης και απότομης ανόδου των τιμών των προαναφερθέντων commodities, όπου οι εταιρείες θα διαθέσουν σε υψηλές τιμές αποθέματα σαφώς χαμηλότερου κόστους.
Τρίτον, σε πολλές περιπτώσεις τέτοιες καταστάσεις οδηγούν σε αλλοίωση του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα υπάρχουν κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προχωρούν σε σημαντικά μέτρα στήριξης των επιχειρήσεών τους αυτή την περίοδο και κάποια άλλα που δεν πράττουν αναλόγως. Είναι προφανές πως μέσα από τη διαδικασία αυτή αλλοιώνεται σε σημαντικό βαθμό ο ανταγωνισμός, ιδίως για τους Ομίλους που είναι εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό (εξαγωγικές επιχειρήσεις, ή εταιρείες που αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό ξένων εταιρειών στην εσωτερική αγορά).
Παράλληλα, σε κάθε κράτος οι τιμές του ρεύματος μπορεί να διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με το ενεργειακό μίγμα που διαθέτει, τη γεωγραφική του θέση, τις κλιματολογικές του συνθήκες, κ.λπ. Προφανώς, όσο χαμηλότερη είναι η τιμή του ρεύματος σε ένα κράτος, τόσο περισσότερο κερδίζουν σε ανταγωνιστικότητα οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτό.
Συντελεστής κινδύνου
Στην τρέχουσα περίοδο οι βασικοί λόγοι ανόδου των δαπανών μιας επιχείρησης είναι το ενεργειακό κόστος, η αύξηση στις τιμές της βασικής πρώτης ύλης και το ύψος των επιτοκίων. Άρα λοιπόν, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός κινδύνου μιας επιχείρησης, όσο υψηλότερες είναι οι τιμές των παρακάτω δεικτών:
(Ενεργειακό κόστος / συνολικό κόστος) x 100
(Κόστος βασικής πρώτης ύλης / συνολικό κόστος) x 100
(Κόστος χρηματοδότησης / συνολικό κόστος) x 100
Πέραν αυτών, σημαντικό ρόλο για τη συνολική αξιολόγηση του ρίσκου παίζουν και άλλοι παράγοντες, όπως για παράδειγμα ο βαθμός ελαστικότητας της ζήτησης για το συγκεκριμένο προϊόν (πόσο μπορούν να αντιδράσουν οι πελάτες στην αύξηση της τιμής, αν πχ μπορούν να μειώσουν τις αγορές τους, ή να επιλέξουν υποκατάστατα προϊόντα), ή ακόμη το ποιο ποσοστό του συνολικού κόστους των πελατών τους αφορά το δικό τους προϊόν.
Για παράδειγμα, ένα νοικοκυριό αντιδρά πολύ πιο χαλαρά σε μια αύξηση της τιμής του αλατιού (μικρό ποσοστό στον οικογενειακό προϋπολογισμό) από μια αύξηση της τιμής του κρέατος και του γάλακτος. Επίσης, μια επιχείρηση θα αντιδράσει λιγότερο στην αύξηση της τιμής μιας πρώτης ύλης που αφορά μικρό ποσοστό του συνολικού κόστους παραγωγής της.
ΥΓ: Είναι προφανές ότι παράγοντες που αμβλύνουν το ρίσκο μιας επιχείρησης είναι τα διαφοροποιημένα προϊόντα της, οι καινοτόμες λύσεις που προσφέρει και γενικότερα τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, η ισχυρή κεφαλαιακή της επάρκεια και τα υψηλά περιθώρια κέρδους που επιτυγχάνει στις αγορές που δραστηριοποιείται.