Σε πρόσφατη συνέντευξη του ο γνωστός επιχειρηματίας Σπύρος Θεοδωρόπουλος αναρωτήθηκε για το λόγο που τρομάζουμε τόσο πολύ από την εκδήλωση του πληθωριστικού φαινομένου, εκφράζοντας μια σειρά από βάσιμα επιχειρήματα.
Με αφορμή αυτή τη συνέντευξη, επανέρχομαι σήμερα στο θέμα του πληθωρισμού (είχε προηγηθεί το άρθρο «Μπορεί ναπέσει ο πληθωρισμός και πόσο;») συγκρίνοντας την πληθωριστική εμπειρία της χώρας μας κατά τις δεκαετίες 1970,1980 και 1990 σε σχέση με τη σημερινή.
Η αλήθεια είναι πως οι παλαιότεροι εξ’ ημών έχουμε ζήσει δεκαετίες υψηλού πληθωρισμού που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούσε και το 20% (οι γονείς είχαν ζήσει και τριψήφιους πληθωρισμούς…).
Η αρχή είχε γίνει τη δεκαετία του 1970 με τις δυο πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979, λόγω των οποίων είχε εκτιναχθεί στα ύψη η διεθνής τιμή του πετρελαίου, συμπαρασύροντας το σύνολο των τιμών των αγαθών. Το φαινόμενο ήταν παγκόσμιο, με τον διεθνούς φήμης Ιταλό θεατρικό συγγραφέα Ντάριο Φο να παρουσιάζει το «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» (περιγράφει το πληθωριστικό κλίμα της εποχής) και την ελληνική κυβέρνηση να επιβάλει για πρώτη φορά τα «μονά-ζυγά» στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων τα Σαββατοκύριακα (όχι τις καθημερινές, όπως ισχύει σήμερα) με στόχο τη μείωση της κατανάλωσης βενζίνης (και όχι τον περιορισμό του νέφους και της ρύπανσης). Σε ότι αφορά την ελληνική πολιτική σκηνή, αναμφίβολα ο πληθωρισμός εκείνης της περιόδου συνέβαλε στην εκλογική ήττα του Γεωργίου Ράλλη από τον Αντρέα Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 1981.
Τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 ο πολύ υψηλός πληθωρισμός συνεχίστηκε και αυτό ήταν στην πράξη κυρίως ελληνικό φαινόμενο, για μια σειρά από λόγους:
Πρώτον, υπήρχε κάποιος αξιοσημείωτος πληθωρισμός σε διεθνές επίπεδο.
Δεύτερον, οι κυβερνήσεις της εποχής προχωρούσαν πότε σε υποτιμήσεις (το 2003 επί υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη, το 1985 επί Κώστα Σημίτη και το 1998 επί Γιάννου Παπαντωνίου) και πότε σε έντονες διολισθήσεις της ισοτιμίας της δραχμής έναντι των ξένων βασικότερων νομισμάτων, που πέρα από το δολάριο ήταν το μάρκο, το γαλλικό φράγκο και το γιαπωνέζικο γιεν. Με δεδομένο ότι οι πρώτες ύλες και τα γενικότερα τα περισσότερα προϊόντα ήταν εισαγόμενα, κάθε υποχώρηση της δραχμής οδηγούσε αυτόματα και σε έκρηξη των τιμών στα ράφια των super markets.
Τρίτον, οι τότε κυβερνήσεις είχαν θεσπίσει νομοθετικά την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ) δηλαδή την ετήσια αύξηση των μισθών κατά ποσοστό που δεν μπορεί να υπολείπεται της ανόδου του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Και τέταρτον, λόγω του πολύ υψηλού πληθωρισμού και της ανάγκης του Ελληνικού Δημοσίου να δανείζεται (κυρίως από τις τράπεζες και τα ελληνικά νοικοκυριά μέσω Εντόκων Γραμματίων), τα επιτόκια είχαν ξεπεράσει σε πολλές περιπτώσεις το 20% ή και το 25%, επηρεάζοντας το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Με άλλα λόγια, είχε δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος: Ένας μικρός εισερχόμενος πληθωρισμός, πολλαπλασιαζόταν στην Ελλάδα από τη διολίσθηση της δραχμής, από την ΑΤΑ και τα υψηλά επιτόκια.
Το… παράδοξο είναι ότι σε ολόκληρη αυτή τη χρονική περίοδο, το ΑΕΠ της Ελλάδας έτρεχε με υψηλούς ρυθμούς. Άλλωστε, όλες οι χιουμοριστικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του τύπου «αν συνέβαινε αυτό επί ΠΑΣΟΚ» ή «αν συνέβαινε αυτό επί Αντρέα» που θέλουν να περιγράψουν την ευμάρεια και τη σπατάλη του παρελθόντος, ακριβώς σε εκείνη την περίοδο του υψηλού πληθωρισμού αναφέρονται!
Πώς συνδυάστηκε η άνοδος του ΑΕΠ εν μέσω υψηλού πληθωρισμού; Μέσα από τη διόγκωση του δημοσίου χρέους…
Η κατάσταση σήμερα
Οι τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις δεν οφείλονται σε παράγοντες που σχετίζονται με ελληνικές ενέργειες. Ποια είναι τα αίτια:
Πρώτον, η επιθετική πολιτική των μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών (και κυρίως της FED) με την έκδοση νέου χρήματος κατά τα προηγούμενα χρόνια, η οποία εντάθηκε για λόγους αντιμετώπισης της πανδημίας covid-19.
Δεύτερον, η έντονη αύξηση των κρατικών δαπανών για επενδύσεις στις ΗΠΑ εδώ και πολλά χρόνια.
Τρίτον, η πολιτική της πράσινης μετάβασης που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Για παράδειγμα, η χρήση περισσότερο οικολογικών καυσίμων στα πλοία οδηγεί τους εφοπλιστές σε μεγάλες νέες επενδύσεις και έχουν ως αποτέλεσμα την μεταφορά αυτού του κόστους στις τιμές των ναύλων.
Τέταρτον, η όλη αναστάτωση που έχουν προκαλέσει στη διεθνή τροφοδοτική αλυσίδα η πανδημία και φυσικά ο πόλεμος στην Ουκρανία που εκτίναξε την τιμή του φυσικού αερίου.
Με άλλα λόγια, μια ενδεχόμενη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία δεν είναι σε θέση να επαναφέρει τον πληθωρισμό στα πολύ χαμηλά επίπεδα του παρελθόντος, τουλάχιστον για τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Βέβαια, όλα δείχνουν ότι ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί το 2023, λόγω της σαφώς υψηλότερης βάσης σύγκρισης του πρώτου εξαμήνου του 2022, αλλά και της πολιτικής των Κεντρικών Τραπεζών να αυξάνουν τα βασικά τους επιτόκια. Ειδικότερα, στόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι -όσο το δυνατόν γρηγορότερα- ο πληθωρισμός να υποχωρήσει σε επίπεδα που δεν θα υπερβαίνουν το 2%, ωστόσο είναι ιδιαίτερα αμφίβολο αν κάτι τέτοιο επιτευχθεί μέσα στο 2023.
Σε ότι αφορά την Ελλάδα, δύο πράγματα φαίνεται να έχουν τη μεγαλύτερη σημασία.
Το πρώτο αφορά το έμμεσο πολύ σημαντικό όφελος που έχει προκύψει από τη μείωση του δείκτη του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, ο οποίος από το 197% στο τέλος του 2021 αναμένεται να κλείσει φέτος κάτω από το 180%. Η αλματώδης αυτή βελτίωση του δείκτη (θα χρειαζόταν πολλά χρόνια για να επιτευχθεί κάτω από ομαλές συνθήκες) είναι αποτέλεσμα της φετινής αύξησης του ΑΕΠ κατά περίπου 6% σε σταθερές τιμές και γύρω στο 14%-15% σε τρέχουσες τιμές λόγω του υπάρχοντος πληθωρισμού.
Το δεύτερο πολύ σημαντικό θέμα που αφορά τη χώρα είναι το πώς θα καταφέρει να συνεχίσει -όπως έπραξε φέτος- να ανεβάζει το ΑΕΠ της ακόμη και στο πληθωριστικό περιβάλλον των επόμενων δύο-τριών επόμενων ετών. Πώς δηλαδή μέσα σε ένα περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων και οικονομικής επιβράδυνσης (αν όχι ύφεσης) στην Ευρώπη, η Ελλάδα θα συνεχίσει να επιτυγχάνει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αυτό προφανώς, δεν μπορεί να γίνει όπως τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 (μέσα από την αύξηση του εθνικού χρέους) καθώς επιβάλλεται να ακολουθήσει την εντελώς αντίθετη πολιτική, έτσι ώστε να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα από τους διεθνούς οίκους αξιολόγησης. Αντίθετα, μονόδρομο φαίνεται να αποτελεί η αύξηση των επενδύσεων τόσο μέσα από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, όσο και μέσα από ιδιώτες του εσωτερικού και του εξωτερικού.