01/11/22 | Αρχική > Αρθρογραφία > Επώνυμες Σκέψεις

Ο ρόλος των χρηματιστηριακών δεικτών σε περιβάλλον αβεβαιότητας

Ένας κλασικός τρόπος αξιολόγησης μιας μετοχικής τοποθέτησης για την αγορά ή την πώληση μιας μετοχής σε μια χρηματιστηριακή αγορά είναι η χρησιμοποίηση των λεγόμενων επενδυτικών δεικτών.

Για παράδειγμα, ο δείκτης P/E (τιμή μετοχής προς ετήσια κέρδη ανά μετοχή) όσο πιο χαμηλότερος είναι, τόσο περισσότερο συμφέρουσα θεωρείται η αγορά μετοχών στη συγκεκριμένη εταιρεία.

Επίσης, όσο πιο χαμηλός είναι ο δείκτης P/BV (τρέχουσα χρηματιστηριακή τιμή προς λογιστική αξία μετοχής) τόσο πιο ελκυστική θεωρείται η επενδυτική τοποθέτηση στη συγκεκριμένη εταιρεία.

Πολλοί επενδυτές εστιάζουν στο δείκτη της μερισματικής απόδοσης (μέρισμα ανά μετοχή προς τρέχουσα τιμή μετοχής) όπου όσο πιο υψηλός είναι, τόσο ελκυστικότερη θεωρείται η τιμή μιας μετοχής για αγορά.

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα ωστόσο αυτών των δεικτών είναι ο στατικός τους χαρακτήρας, καθώς προσπαθούν με οικονομικά στοιχεία του παρελθόντος να δώσουν επενδυτικές συμβουλές για το μέλλον. Για παράδειγμα, ο δείκτης P/E έχει νόημα από τη στιγμή που η κερδοφορία της εταιρείας διατηρηθεί σταθερή στο μέλλον, πράγμα που προφανώς κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει ως δεδομένο.

Τι γίνεται λοιπόν στην πράξη; Είτε εμείς για λογαριασμό μας προχωρούσε -με όσες γνώσεις και στοιχεία ενδεχομένως διαθέτουμε- σε προβλέψεις μελλοντικής κερδοφορίας της εξεταζόμενης εταιρείας (οπότε χρησιμοποιούμε το δείκτη P/E, ή τους δείκτες P/BV και μερισματικής απόδοσης, όχι με βάση τα ιστορικά, αλλά με βάση τα προβλεπόμενα οικονομικά αποτελέσματα), είτε κάνουμε χρήση των αντίστοιχων προβλέψεων που εκπονούνται από τους αναλυτές των χρηματιστηριακών οίκων, προκειμένου να καταλήξουμε στον ίδιο στόχο.

Με άλλα λόγια, οι επενδυτικές μας αποφάσεις δεν είναι μόνο συνάρτηση των ιστορικών επιδόσεων μιας εταιρείας, αλλά και των προσδοκιών μας για το μέλλον της ίδιας επιχειρήσεις, το οποίο με τη σειρά του επηρεάζεται από τις επιλογές της διοίκησής της, αλλά και από τις εξελίξεις στον κλάδο, στην Ελλάδα, αλλά και στην παγκόσμια οικονομία.

Γενικότερα, όταν οι οικονομικές προσδοκίες είναι ανοδικές, τότε στη χρηματιστηριακή αγορά «δικαιολογούνται» υψηλότεροι δείκτες P/E με βάση τις ιστορικές επιδόσεις, καθώς προβλέπεται ότι η κερδοφορία των επιχειρήσεων θα αυξηθεί μέσα στα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, όταν οι προσδοκίες είναι αρνητικές, τότε η χρηματιστηριακή αγορά «τιμωρεί» τις μετοχές με χαμηλότερους δείκτες P/E με βάση τα ιστορικά κέρδη, επειδή προβλέπεται υποχώρηση των εταιρικών κερδών στο μέλλον.

Χαρακτηριστική είναι η τρέχουσα περίοδος στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, όπου σε σχέση με πχ με το τέλος του έτους 2019: α) Η τιμή του Γενικού Δείκτη έχει καταγράψει απώλειες β) Οι κερδοφορίες των εισηγμένων εταιρειών έχουν -αθροιστικά- σημειώσει πολύ μεγάλη αύξηση. Ως αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμού, οι δείκτες P/E έχουν μειωθεί δραστικά και κυμαίνονται σε πολύ ελκυστικά επίπεδα σε σχέση με τους ιστορικούς μέσους όρους. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο φόβο μιας μεγάλης μερίδας των επενδυτών για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η ενεργειακή κρίση στη διεθνή οικονομία, άρα και στις κερδοφορίες των επιχειρήσεων.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι λογικό οι τιμές των μετοχών να μην επηρεάζονται τόσο πολύ από τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων εννεαμήνου των εταιρειών, όσο κυρίως από άλλους παράγοντες που άλλοτε σχετίζονται με το πολεμικό σκηνικό στην Ουκρανία, άλλοτε με τα σχέδια αντιμετώπισης του ενεργειακού προβλήματος από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλοτε από τις… μετεωρολογικές προβλέψεις! (οι αναλυτές παρακολουθούν την πρόγνωση του καιρού για τις επόμενες 15 ημέρες στην Ευρώπη, προκειμένου να δουν αν θα προκύψουν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, οι οποίες με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε αυξημένη κατανάλωση ενέργειας, άρα και σε μείωση των σχετικών υπαρχόντων αποθεμάτων).

Ιδιαίτερα σε εποχές ελλιπούς ορατότητας και έντονης αβεβαιότητας, η σημασία των χρηματιστηριακών δεικτών με βάση τα ιστορικά στοιχεία μειώνεται περαιτέρω. Ας πάρουμε το πρόσφατο παράδειγμα από την εξέλιξη των τιμών του φυσικού αερίου, οι οποίες ξεκινώντας περίπου από τα 20 ευρώ στα μέσα του 2021, έφτασαν κοντά στα 160 ευρώ το καλοκαίρι του 2022, για να εκτιναχθούν στα 350 ευρώ στις 24 Αυγούστου και μέσα σε περίπου δύο μήνες να έχουν υποχωρήσει αυτό το χρονικό διάστημα γύρω από το επίπεδο των 110 ευρώ! Με δεδομένο ότι η τιμή του φυσικού αερίου επηρεάζει δραστικά το κόστος της ενέργειας, άρα παράλληλα το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τα δημοσιονομικά μεγέθη των χωρών και το κόστος των επιχειρήσεων, πώς κάποιος μπορεί να προχωρήσει σε ασφαλείς προβλέψεις για το επόμενο έτος μέσα σε ένα κλίμα απίστευτων διακυμάνσεων;

Ανάλογη -αν και με σχετικά μικρότερες διακυμάνσεις- είναι η πορεία στο μέτωπο του πετρελαίου. Πριν από λίγους μήνες, υπήρχαν διεθνείς Οίκοι που άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο εκτίναξης της τιμής του έως και τα διακόσια δολάρια. Στη συνέχεια υπήρξαν άλλοι που φοβήθηκαν καταβαράθρωσή του έως και τα εξήντα δολάρια. Ακολούθησε η απόφαση του ΟΠΕΚ+ για μείωση της ημερήσιας παραγωγής που επέδρασε ανοδικά στην τιμή, ενώ από την άλλη πλευρά: α) Είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο οι Αμερικανοί να απελευθερώσουν στην αγορά τμήμα των στρατηγικών τους αποθεμάτων β) Ενδέχεται στον ΟΠΕΚ+ να μεταβάλλουν την πολιτική τους, αμέσως μετά τις επικείμενες εκλογές για το Κογκρέσο στις ΗΠΑ. Πώς λοιπόν μέσα σε ένα τέτοιο ασταθές περιβάλλον, να προχωρήσει σε προβλέψεις και πόσο μπορεί να στηρίξει τις χρηματιστηριακές του επιλογές στα κέρδη που σημείωσε μια ελληνική επιχείρηση το 2021 ή έστω κατά το πρώτο φετινό εξάμηνο;

Ένα άλλο οικονομικό στοιχείο που επηρεάζει σημαντικά και πολύπλευρα τις τιμές των μετοχών είναι και το ύψος των επιτοκίων. Θεωρητικά, η αύξηση των επιτοκίων επιδρά αρνητικά στις αποτιμήσεις των μετοχών (αύξηση κόστους χρηματοδότησης, καθιστά ανταγωνιστικότερα το αποταμιευτικά προϊόντα σταθερού εισοδήματος, κ.λπ.), στο βαθμό που η πορεία της οικονομίας δεν ακολουθεί ανοδική πορεία. Σύμφωνα με τις προβλέψεις τόσο η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσουν να ανεβάσουν τα βασικά επιτόκια, με την ΕΚΤ να τα διαμορφώνει γύρω στο 3% μέσα στο 2023 από το +1,25% που βρίσκονται σήμερα. Ωστόσο, η στάση των Κεντρικών Τραπεζών θα επηρεαστεί και αυτή από την τιμή της ενέργειας, άρα και από τις επιδράσεις που θα έχει στην πορεία του πληθωρισμού.



comments powered by Disqus
* Παρακαλούμε τα σχόλια να μην είναι σε greeklish. Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.
Κατάρρευση οικονομίας, Αύξηση επιτοκίων, Αβεβαιότητα, Χρηματιστηριακοί δείκτες, Ενεργειακή κρίση