Οι λογιστικές καταστάσεις μιας εταιρείας απεικονίζουν το σύνολο των οικονομικών επιδόσεων της επιχείρησης, ή ενός Ομίλου (αν υπάρχουν θυγατρικές), στοιχεία που παρακολουθεί με ενδιαφέρον η ευρύτερη επιχειρηματική κοινότητα, όπως για παράδειγμα οι ανταγωνιστές, οι προμηθευτές, οι πιστώτριες τράπεζες, οι ομολογιούχοι, οι αναλυτές, οι χρηματιστηριακοί επενδυτές, στελέχη άλλων επιχειρήσεων, κ.α.
Οι ανταγωνιστές θέλουν να συγκρίνουν τις επιδόσεις (πχ κέρδη, κύκλο εργασιών, μέση περίοδο πίστωσης πελατών, επάρκεια και μέση περίοδο διατήρησης αποθεμάτων, κ.λπ.) της συγκεκριμένης εταιρείας με τις αντίστοιχες της δικής τους και να αποκομίσουν χρήσιμα συμπεράσματα.
Πιστωτές και τράπεζες θέλουν να γνωρίζουν την πορεία μιας εταιρείας που ήδη έχουν δανειοδοτήσει ή πουλήσει με πίστωση τα προϊόντα τους, ή ακόμη που σκέπτονται να δανειοδοτήσουν και σκέπτονται να της πουλήσουν τα προϊόντα τους με πίστωση.
Οι χρηματιστηριακοί επενδυτές (αν η εταιρεία διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο) συνεκτιμούν το περιεχόμενο των λογιστικών τους καταστάσεων με το αν θα αγοράσουν ή θα ρευστοποιήσουν μετοχές της.
Τέλος, στελέχη άλλων εταιρειών μελετούν τις λογιστικές καταστάσεις προκειμένου να ζητήσουν μια ενδεχόμενη συνεργασία με αυτές.
Το περιεχόμενο των συνοπτικών λογιστικών καταστάσεων είναι σημαντικό γιατί δείχνει αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα για την πορεία της εταιρείας μέσα σε ένα έτος, όπως το πόσο μεταβλήθηκαν οι πωλήσεις της, τα διαφόρων ειδών έξοδα και τα κέρδη της, το πώς επηρεάστηκε ο δανεισμός της και τα λοιπά στοιχεία του παθητικού της, το πώς κινήθηκαν οι ταμειακές της ροές, κ.λπ.
Ωστόσο, το περιεχόμενο των λογιστικών καταστάσεων είναι ελλιπές, σε περίπτωση που μια επιχείρηση έχει περισσότερες από μία δραστηριότητες, ή γενικότερα οι εργασίες της μπορούν να κατανεμηθούν σε περισσότερες «Επιχειρηματικές Μονάδες» (Business Units).
Υπάρχουν για παράδειγμα εταιρικά σχήματα όπου μια βιομηχανία δραστηριοποιείται παράλληλα στον ξενοδοχειακό κλάδο, ή στην ενέργεια, ή στο εμπόριο, ή στην αγροτική παραγωγή, ή ακόμη και στην αγορά του real estate.
Υπάρχουν επίσης εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε έναν κλάδο με σαφώς διαφοροποιημένα προϊόντα (πχ μια γαλακτοβιομηχανία στο γάλα, το τυρί, το γιαούρτι και το παγωτό), ή με την ίδια προϊοντική κατηγορία, η οποία όμως προωθείται σε πολύ διαφορετικές αγορές (πχ μια εταιρεία καλλυντικών διαθέτει άλλα προϊόντα στα super markets, άλλα στα φαρμακεία και άλλα στα εξειδικευμένα καταστήματα του κλάδου). Εδώ λοιπόν υπεισέρχεται η έννοια της «επιχειρηματικής μονάδας» (Business Unit).
Ας πάρουμε λοιπόν το παράδειγμα μιας εταιρείας που παράγει τρία διαφοροποιημένα προϊόντα, κάθε ένα εκ των οποίων το θεωρούμε ως ξεχωριστό Business Unit.
Οικονομικά στοιχεία Εταιρείας (χρήση 2021) | |
Κύκλος εργασιών | 50000 | | |
EBITDA | 15000 | | |
Χρεωστικοί τόκοι | 5000 | | |
Καθαρά κέρδη | 7000 | | |
Ίδια κεφάλαια | 40000 | | |
Δανειακά κεφάλαια | 70000 | | |
Τα ποσά σε χιλιάδες ευρώ | | |
Συνολικά η εταιρεία εμφανίζει κερδοφόρο αποτέλεσμα 7 εκατ. ευρώ και τους παρακάτω χρηματοοικονομικούς δείκτες:
Αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων = Κέρδη/Ίδια κεφάλαια = 7.000/40.000 = 17,5%
Καθαρό περιθώριο κέρδους = Κέρδη / Κύκλος Εργασιών = 7.000/50.000 = 14%
EBITDA/Χρεωστικοί τόκοι = 15.000/5.000 = 3
Οι παραπάνω δείκτες είναι αρκετά ικανοποιητικοί, ωστόσο περισσότερες πληροφορίες για την εταιρεία θα μπορούσαμε να πάρουμε αν μελετήσουμε τον παρατιθέμενο πίνακα που δείχνει το πώς κατανέμονται οι προαναφερθείσες επιδόσεις της εταιρείας ανά Business Unit. Μερικά πράγματα που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ότι από τα τρία προϊόντα της επιχείρησης, κερδοφόρα είναι μόνο τα δύο πρώτα και πως το τρίτο προϊόν επιβαρύνει το γενικό σύνολο των οικονομικών επιδόσεων της εταιρείας, αλλά και τους σχετικούς χρηματοοικονομικούς δείκτες.
Tα αμέσως επόμενα ερωτήματα που θα πρέπει να τεθούν είναι τα παρακάτω:
Μήπως το αποτέλεσμα του τρίτου Business Unit είναι συγκυριακό, άρα και γρήγορα αναστρέψιμο;
Μήπως το αρνητικό αποτέλεσμα του τρίτου Business Unit οφείλεται στο ότι βρίσκεται σε αρχικό στάδιο δραστηριότητας, ή σε φάση αναδιάρθρωσης;
Μήπως μπορεί το συγκεκριμένο Business Unit να χάνει μεν λεφτά, αλλά ενισχύει έμμεσα τα άλλα δύο Business Units της εταιρείας;
Μήπως, τέλος, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας ευρύτερης στρατηγικής της εταιρείας;
Οικονομικά στοιχεία εταιρείας (χρήση 2021) | | |
| Εταιρεία | BU A | BU B | BU Γ |
Κύκλος εργασιών | 50000 | 25000 | 15000 | 10000 |
EBITDA | 15000 | 9000 | 5000 | 1000 |
Χρεωστικοί τόκοι | 5000 | 1500 | 1500 | 2000 |
Καθαρά κέρδη | 7000 | 7000 | 3000 | -3000 |
Ίδια κεφάλαια | 40000 | 20000 | 12000 | 8000 |
Δανειακά κεφάλαια | 70000 | 20000 | 20000 | 30000 |
Αποδ. Ιδίων κεφαλαίων | 17,5% | 35,0% | 25,0% | -37,5% |
Καθαρό περιθ. κέρδους | 14,0% | 28,0% | 20,0% | -30,0% |
EBITDA / Χρεωστικοί τόκοι | 3 | 6 | 3,33 | 0,5 |
Τα ποσά σε χιλιάδες ευρώ | | | | |
Αν οι απαντήσεις είναι αρνητικές και στα τέσσερα προαναφερθέντα ερωτήματα, τότε η διοίκηση της επιχείρησης θα εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο πώλησης του τρίτου Business Unit. Σε περίπτωση μάλιστα που αυτό πουληθεί έναντι ποσού που αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαιά του (στο παράδειγμά μας προς 8 εκατ. ευρώ), τότε τα εταιρικά αποτελέσματα της Εταιρείας θα ενδυναμωθούν και θα μπορούσαν να διαμορφωθούν όπως πχ παρουσιάζονται στον παρατιθέμενο πίνακα.
Οικονομικά στοιχεία εταιρείας (χρήση 2021) | |
| Εταιρεία | BU A | BU B |
Κύκλος εργασιών | 40000 | 25000 | 15000 |
EBITDA | 14000 | 9000 | 5000 |
Χρεωστικοί τόκοι | 2600 | 1300 | 1300 |
Καθαρά κέρδη | 10000 | 7000 | 3000 |
Ίδια κεφάλαια | 40000 | 24000 | 16000 |
Δανειακά κεφάλαια | 62000 | 20000 | 20000 |
Αποδ. Ιδίων κεφαλαίων | 25,0% | 29,2% | 18,8% |
Καθαρό περιθ. κέρδους | 25,0% | 28,0% | 20,0% |
EBITDA / Χρεωστικοί τόκοι | 5,38 | 6,92 | 3,85 |
Τα ποσά σε χιλιάδες ευρώ | | |
Τι δεν άλλαξε; Το ύψος των ιδίων κεφαλαίων, καθώς η πώληση έγινε στο ύψος της λογιστικής αξίας. Τι άλλαξε;
Πρώτον, η εταιρεία είδε τις δανειακές (όσο και τους χρεωστικούς της τόκους) να μειώνονται δραστικά τόσο γιατί έφυγαν τα δάνεια του τρίτου Business Unit (τα ανέλαβε ο αγοραστή του), όσο και γιατί με το αντίτιμο της πώλησης μειώθηκε ο δανεισμός των δύο Business Units που απέμειναν στην εταιρεία.
Δεύτερον, η κερδοφορία αυξήθηκε από τα επτά στα δέκα εκατομμύρια ευρώ.
Τρίτον, ο δείκτης της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων εκτοξεύθηκε από το 17,5% στο 25%.
Και τέταρτον, ο δείκτης ρευστότητας EBITDA προς χρεωστικοί τόκοι αυξήθηκε (βελτιώθηκε) από το 3 στο 5,38.
Το συγκεκριμένο παράδειγμα αποτελεί μία μόνο από τις πολλές περιπτώσεις που μας ωφελεί να γνωρίζουμε πέρα από τις λογιστικές καταστάσεις μιας εταιρείας και τον επιμερισμό των επιδόσεών της ανά σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα (Business Unit).