Σε προηγούμενο άρθρο του γράφοντος που δημοσιεύτηκε στο e-forologia.gr με τίτλο «Το μενού των επιχειρηματικών κινδύνων» είχε γίνει περιληπτική αναφορά στις βασικότερες κατηγορίες κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσει μια εταιρεία, οι οποίες ήταν: ο συναλλαγματικός κίνδυνος, ο μακροοικονομικός, ο κίνδυνος μεταβολής τιμών, ο πιστωτικός, ο κίνδυνος ρευστότητας, ο γεωπολιτικός, ο κίνδυνος απώλειας προσωπικού και στελεχών, ο κίνδυνος πυρκαγιάς και φυσικών καταστροφών, ο κίνδυνος κανονιστικής συμμόρφωσης, ο κίνδυνος αποθεμάτων-προμηθευτών, ο κίνδυνος απώλειας μεγάλων πελατών, αλλά και ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων (cyber risk) ο οποίος εμφανίζεται ιδιαίτερα αυξημένος κατά την τελευταία τριετία και ιδίως μετά την διόγκωση του φαινομένου της τηλεεργασίας (στα σπίτια των εργαζομένων, δεν υπάρχουν οι ίδιες συνθήκες ασφαλείας που υπάρχουν μέσα στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων).
Ένας πρώτος -και συχνά απαραίτητος τρόπος- για την αντιμετώπιση των κινδύνων είναι η ασφάλισή τους, ιδίως στο βαθμό που η ασφαλιστική βιομηχανία προσφέρει μέρα με την ημέρα ολοένα και πιο εξελιγμένες καλύψεις. Για παράδειγμα, μπορούν να ασφαλστούν από τα κτίρια και τον μηχανολογικό εξοπλισμό μιας επιχείρησης, έως τον κίνδυνο επισφαλειών συγκεκριμένων πελατών τους, τον κίνδυνο διακοπής των εργασιών τους, τον κίνδυνο κυβερνοεπίθεσης (cyber insurance), κ.λπ.
Ένας δεύτερος τρόπος περιορισμού του ρίσκου μπορεί να προέλθει μέσα από τη χρήση χρηματοοικονομικών προϊόντων. Για παράδειγμα, μέσω των Interest Rate Swaps μπορούμε να «κλειδώσουμε» το μελλοντικό ύψος των επιτοκίων μας (πράγμα που έπραξαν πολλές εταιρείες κατά το τελευταίο 18μηνο).
Μια επιχείρηση επίσης μπορεί να «κλειδώσει» τις τιμές των εμπορευμάτων και των προϊόντων που αγοράζει (πχ αλουμίνιο, χαλκός, κ.λπ.) μέσα από προθεσμιακά συμβόλαια στην αγορά παραγώγων (derivatives). Είναι σε θέση επίσης να καθορίσει συγκεκριμένη συναλλαγματική ισοτιμία μέσα από τη χρήση της προθεσμιακής αγοράς συναλλάγματος.
Τα οφέλη των προαναφερθεισών επιλογών είναι σημαντικά και προφανή, ωστόσο υπάρχει ένα μεγάλο αγκάθι που καθιστά απαγορευτική τη γενίκευση μιας τέτοιας πολιτικής: Το πολύ υψηλό κόστος της. Τα παραπάνω εργαλεία ούτε δωρεάν προσφέρονται, ούτε είναι βέβαιο ότι πάντα θα λειτουργήσουν προς όφελός μας.
Για παράδειγμα, οι ασφαλιστικές εταιρείες εισπράττουν ασφάλιστρα προκειμένου να καλύψουν τις μεταφορές των προϊόντων μας και τις πάγιες εγκαταστάσεις μας, οι εταιρείες πιστώσεων καρπώνονται προμήθειες για να καλύψουν πιθανές επισφάλειες πελατών μας, ενώ όταν κλειδώνουμε το επιτόκιο ή την συναλλαγματική ισοτιμία ενός νομίσματος, δεν είναι σίγουρο εκ των προτέρων ότι αυτό θα λειτουργήσει τελικά προς όφελος ή προς ζημία μας.
Για το λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις σκέφτονται και λειτουργούν περισσότερο σύνθετα, προκειμένου να περιορίσουν με μικρότερο κόστος τις κατηγορίες κινδύνων που ελλοχεύουν. Μια πρώτη τέτοια στρατηγική είναι αυτή της «φυσικής προστασίας» (natural hedging), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί σε κάποιες περιπτώσεις και μάλιστα χωρίς κόστος.
Αν για παράδειγμα μια εταιρεία εξάγει προϊόντα σε δολάρια, τότε βλέπει τις πωλήσεις και τα κέρδη της να επηρεάζονται θετικά σε περίπτωση ανόδου της συναλλαγματικής ισοτιμίας του αμερικανικού νομίσματος και πτωτικά αν η ίδια συναλλαγματική ισοτιμία υποχωρήσει. Πώς μπορεί να αντισταθμίσει το συναλλαγματικό κίνδυνο; Δανειζόμενη σε δολάρια. Έτσι, σε περίπτωση ανατίμησης του δολαρίου, η εταιρεία θα κερδίζει από τις εξαγωγές και θα χάνει από τα δάνεια, ενώ η ακριβώς αντίθετη διαδικασία θα συμβεί σε περίπτωση που το δολάριο διολισθήσει έναντι του ευρώ. Με τον ίδιο τρόπο, μια εισαγωγική εταιρεία δολαριακών προϊόντων, μπορεί να διατηρεί τις καταθέσεις της σε δολαριακό τραπεζικό λογαριασμό.
Μια δεύτερη πρακτική περιορισμού του ασφαλιστικού κόστους είναι να μην ασφαλιζόμαστε για περιττά πράγματα. Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας εταιρείας που είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να διαθέτει ανά πάσα στιγμή πρώτες ύλες και εμπορεύματα δύο μηνών, προκειμένου να μπορεί απρόσκοπτα να εξυπηρετεί τις ανάγκες των πελατών της. Για παράδειγμα μια βιομηχανία πρέπει να έχει στις αποθήκες της συγκεκριμένο αριθμό τόνων αλουμινίου ανά πάσα στιγμή. Αυτά τα «υποχρεωτικά» αποθέματα δεν χρειάζεται να τα ασφαλίσει στην αγορά παραγώγων, γιατί απλά δεν θα τα πουλήσει. ‘Άρα, θα εξοικονομήσει κόστος. Οι όποιες αυξομειώσεις στη διεθνή τιμή του αλουμινίου θα επηρεάζει κάθε φορά την κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως της εταιρείας (κέρδη ή ζημίες αποθεμάτων) ωστόσο ο επηρεασμός αυτός: α) Θα είναι μόνο λογιστικός και όχι λειτουργικός β) Σε βάθος χρόνου θα αντιλογιστεί (θα μετατραπεί από κέρδος σε ζημία, ή από ζημία σε κέρδος) μέσα από μια αντίθετη κίνηση στη διεθνή τιμή του μετάλλου.
Επιχειρηματική στρατηγική
Ωστόσο, ο βασικότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος μείωσης των αναλαμβανόμενων κινδύνων μπορεί να προέλθει μέσα από την ίδια τη γενικότερη στρατηγική λειτουργίας και ανάπτυξης που ακολουθεί το διοικητικό συμβούλιο μιας εταιρείας.
Για παράδειγμα, σε συνεργασία με τεχνικούς και ασφαλιστικούς συμβούλους θα πρέπει να γίνουν τέτοιες παρεμβάσεις στις εγκαταστάσεις της εταιρείας έτσι ώστε να μειωθεί δραστικά το ενδεχόμενο μιας πυρκαγιάς, ή του πλήγματος από μια κυβερνοεπίθεση. Οι αναβαθμισμένες αυτές εγκαταστάσεις θα οδηγήσουν και σε χαμηλότερο ασφάλιστρο.
Μια προσεκτική επιλογή πελατών θα μπορούσε να περιορίσει τη συχνότητα των επισφαλειών. Η γεωγραφική διαφοροποίηση και η εξωστρέφεια των πωλήσεων θα μπορούσε να περιορίσει τον μακροοικονομικό κίνδυνο από ενδεχόμενες εξελίξεις στη χώρα μας.
Η έλλειψη εξάρτησης από λίγους προμηθευτές ή πελάτες θα μπορούσε επίσης να ψαλιδίσει το σχετικό ρίσκο. Οι ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας, οι ίσες ευκαιρίες και η σύνδεση των αμοιβών με την παραγωγικότητα (πχ bonuses, stock options, ομαδικά ασφαλιστικά συνταξιοδοτικά προγράμματα) είναι σε θέση να περιορίσουν τη φυγή αξιόλογου προσωπικού και στελεχών προς άλλες (ανταγωνιστικές) επιχειρήσεις.
Επιπρόσθετα, η συντηρητική πολιτική ανάπτυξης και η αποφυγή μεγάλων ανοιγμάτων μειώνει τον κίνδυνο της ρευστότητας σε περίπτωση μιας οικονομικής ύφεσης. Η προληπτική δράση για μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος είναι σε θέση να ψαλιδίσει το ενδεχόμενο αρνητικών εκπλήξεων από τους ολοένα και αυστηρότερους ευρωπαϊκού κανονισμούς. Ο σεβασμός στους πελάτες και στις τοπικές κοινωνίες μέσω των προγραμμάτων Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης μπορούν να αποτρέψουν σε μεγάλο βαθμό φαινόμενα που θα δυσφημίσουν τα σήματα (brand names) την εταιρεία και το κύρος της ίδιας της επιχείρησης.
Σε κάθε περίπτωση, στις υποχρεώσεις ενός διοικητικού συμβουλίου στα σύγχρονα πλαίσια του ESG (Environment, Social, Governance, Περιβάλλον, Κοινωνία, Εταιρική Διακυβέρνηση) είναι η μέτρηση του κινδύνου και η προληπτική αντιμετώπισή του μέσα από κατάλληλες πολιτικές. Ο περιορισμός του επιχειρηματικού κινδύνου μπορεί ενδεχομένως να επηρεάζει πτωτικά το λογιστικό κέρδος σε βραχυπρόθεσμη βάση, ωστόσο ενισχύει τη βιωσιμότητα της επιχείρησης σε βάθος χρόνου και λειτουργεί αναμφίβολα υπέρ των συμφερόντων των μετόχων, αλλά και των υπόλοιπων συμμετόχων (προμηθευτές, εργαζόμενοι, πελάτες, τοπικές κοινωνίες).