Ευρύτατη σειρά συζητήσεων γίνεται από οικονομικούς παράγοντες και αξιωματούχους σχετικά με την ανάγκη αναβάθμισης της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και τη διεύρυνση του αριθμού των επιχειρήσεων που εισάγουν τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, είτε στην Κύρια, είτε στην Εναλλακτική Αγορά αυτού.
Τα οφέλη που προκύπτουν για μια οικονομία από την είσοδο εταιρειών στο χρηματιστήριο είναι σημαντικά και δεν είναι τυχαίο ότι χρηματιστήρια υπάρχουν όχι μόνο στις αναπτυγμένες, αλλά στις πλείστες χώρες του κόσμου. Ποια όμως είναι αυτά τα οφέλη;
Πρώτον, οι επιχειρήσεις αντλούν κεφάλαια, τα οποία χρησιμοποιούν για την υλοποίηση επενδύσεων και άρα για την αύξηση του ΑΕΠ, για τη βελτίωση της παραγωγικότητάς τους και για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Δεύτερον, μέσα από την ανάπτυξη της τοπικής κεφαλαιαγοράς, δημιουργούνται πολλές -και συνήθως καλά αμειβόμενες- θέσεις εργασίας σε κλάδους όπως οι χρηματιστηριακές εργασίες, η επενδυτική τραπεζική (investment banking), οι επιχειρήσεις διαχείρισης κεφαλαίων, τα εξειδικευμένα νομικά γραφεία, κ.λπ.
Το ζητούμενο ωστόσο είναι το κατά πόσο συμφέρει μια επιχείρηση να εισαχθεί σε μια χρηματιστηριακή αγορά και το γιατί από το 2008 έως σήμερα οι εισαγωγές νέων εταιρειών ήταν πολύ περιορισμένες.
Χρηματιστήριο Vs Funds: Αναμφίβολα, το βασικότερο όφελος μιας εταιρείας από την είσοδό της στο χρηματιστήριο είναι η άντληση ιδίων κεφαλαίων, μέσα από μια παράλληλη διεύρυνση της μετοχικής της βάσης. Βέβαια, υπάρχουν και άλλοι τρόποι άντλησης ιδίων κεφαλαίων όπως πχ μέσα από funds, private equities, κ.λπ.
Κατά την τελευταία μάλιστα 12ετία, τα διαφόρων κατηγοριών funds βρέθηκαν με πολύ υψηλή ρευστότητα λόγω και της πολιτικής των Κεντρικών Τραπεζών, ενώ αντίθετα η δυνατότητα του Χρηματιστηρίου της Αθήνας να προσφέρει ρευστότητα περιορίστηκε σημαντικά εξ’ αιτίας των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετώπισε η ελληνική οικονομία. Βέβαια, τόσο η ρευστότητα των funds, όσο και η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας διαφοροποιούνται κατά περιόδους, ωστόσο το συμπέρασμα για μια εταιρεία είναι πως είτε μέσω των funds, είτε μέσω του χρηματιστηρίου, δεν έχει πάντοτε εξασφαλισμένη πηγή άντληση κεφαλαίων, τουλάχιστον με βάση τους όρους που επιθυμεί η διοίκηση της εταιρείας.
Επίσης, μπορεί η διαδικασία άντλησης κεφαλαίων μέσω του χρηματιστηρίου να είναι συχνά περισσότερο δαπανηρή και «γραφειοκρατική» σε σύγκριση με την προσέλκυση ενός fund, ωστόσο είναι συχνά περισσότερο μακροπρόθεσμη, καθώς αρκετά funds έχουν χρονικούς ορίζοντες επένδυσης που δεν υπερβαίνουν τα πέντε ή τα επτά έτη. Τέλος, όποτε τα funds δεν ζητούν την απόκτηση του 100% ή της πλειοψηφίας των μετοχών, αποκτούν ρόλο στρατηγικού επενδυτή και συχνά απαιτούν θέσεις εκπροσώπησης στο διοικητικό συμβούλιο, άρα και συμμετοχή στη λήψη σημαντικών αποφάσεων για την πορεία της εταιρείας, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν μια εταιρεία αντλεί κεφάλαια από το χρηματιστήριο (συνήθως κανείς μέτοχος μειοψηφίας δεν ελέγχει ποσοστό άνω του 10%-12%).
Άλλα πλεονεκτήματα: Πάντως, στα ισχυρά πλεονεκτήματα που απολαμβάνει μια εισηγμένη εταιρεία είναι η απόκτηση δωρεάν προβολής και διαφήμισης. Σε πρώτη φάση, το όνομα της εταιρείας ακούγεται καθημερινά σε δεκάδες χιλιάδες άτομα που παρακολουθούν τις εγχώριες χρηματιστηριακές εξελίξεις. Επιπλέον, δημοσιεύονται σε ολόκληρο τον οικονομικό τύπο το σύνολο των δελτίων τύπου της, οι επιδόσεις της, οι συνεργασίες της, οι στόχοι της και πολύ συχνά τα προϊόντα της. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική προβολή που εξασφαλίζεται δωρεάν.
Πέρα όμως από την προβολή, το να είναι κάποια εταιρεία εισηγμένη (listed) σε μια χρηματιστηριακή αγορά αποτελεί και θέμα κύρους, διευκολύνοντάς της να προσεγγίσει στρατηγικούς επενδυτές, νέους πελάτες, να προσελκύσει ικανά στελέχη, να αποκτήσει πρόσβαση σε προμηθευτές, ή ακόμη και να προσελκύσει δίκτυα διανομής και πωλήσεων.
Οι εισηγμένες εταιρείες επίσης μπορούν να χρησιμοποιήσουν το γεγονός αυτό ως πλεονέκτημα για να αμείψουν τα στελέχη τους και τα δίκτυα πωλήσεών τους, μέσα από την πολιτική stock options (μετοχές με ικανοποιητική εμπορευσιμότητα που δίδονται δωρεάν, ή με πολύ ευνοϊκούς όρους, υπό την προϋπόθεση επίτευξης κάποιων προκαθορισμένων εταιρικών στόχων).
Ας πάρουμε το παράδειγμα όπου η εισηγμένη στο χρηματιστήριο εταιρεία Α’ αποφασίζει να συγχωνευθεί με την μη εισηγμένη εταιρεία Β’. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, οι μέτοχοι της Β’ έχουν ένα επιπλέον κίνητρο να συναινέσουν στη σύμπραξη, καθώς οι μετοχές τους θα μετατραπούν σε τίτλους της εταιρείας Α’, οι οποίες θα διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο, άρα θα μπορούν να τις πουλήσουν -μερικώς ή στο σύνολό τους- και να αποκτήσουν ρευστότητα.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό της προσέλκυσης δικτύων διανομής και πωλήσεων. Αν η εταιρεία Α’ προσφέρει ως bonus μετοχές της στα δίκτυα διανομής, τότε τα «δένει» σε βάθος χρόνου με την εταιρεία και εξασφαλίζει υψηλές πωλήσεις μεσομακροπρόθεσμα.
Ένα τρίτο όφελος δεν αφορά τις εταιρείες, αλλά τους βασικότερους μετόχους τους. Πρόκειται για τη δυνατότητά τους να προχωρούν σε μερικές ρευστοποιήσεις των θέσεών τους, εισπράττοντας χρήματα και χωρίς να χάνουν το έλεγχο των εταιρειών τους. Για παράδειγμα, ο βασικός μέτοχος που κατέχει το 75% μιας εισηγμένης εταιρείας έχει τη δυνατότητα ρευστοποίησης πχ του 5%, του 10%, ή του 24,9% της επιχείρησης, διατηρώντας την πλειοψηφία. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχύει το ίδιο ακόμη και αν το ποσοστό του μειωνόταν πχ στο 34%, σε περίπτωση που το υπόλοιπο ποσοστό ήταν επαρκώς κατακερματισμένο.
Τρόπος λειτουργίας: Από την ένταξη μιας εταιρείας στο χρηματιστήριο δεν προκύπτουν μόνο οφέλη, αλλά και υποχρεώσεις. Πέραν κάποιων ετήσιων εξόδων, οι εταιρείες καλούνται να είναι διαφανείς, να δημοσιοποιούν μια σειρά στοιχείων σχετικά με την πορεία και τις προοπτικές τους (πρέπει να υπάρχει η χρυσή τομή μεταξύ της ενημέρωσης της επενδυτικής κοινότητας και της προστασίας των συμφερόντων της εταιρείας έναντι των ανταγωνιστών), αλλά και να λειτουργούν μέσα από την τήρηση των κανόνων της Εταιρικής Διακυβέρνησης, γεγονός που αφορά τις διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου, τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, τον τρόπο λήψης αποφάσεων, τις πολιτικές αποδοχών και προσλήψεων, την αποφυγή περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων, κ.λπ.
Πέραν του κριτηρίου της Εταιρικής Διακυβέρνησης (Governance), οι εταιρείες με βάση τη θέσπιση των κριτηρίων ESG (Environment, Social, Governance) θα πρέπει να ενημερώνουν αξιόπιστα και να αξιολογούνται σχετικά με τις επιδόσεις στα πεδία των σχέσεών τους με το Περιβάλλον και την Κοινωνία.
Πρόκειται για ένα νέο και διαφοροποιημένο τρόπο διοίκησης και λειτουργίας των επιχειρήσεων, ο οποίος εμπεριέχει δυσκολίες και κόστη, ωστόσο οδηγεί στο τέλος της ημέρας σε μείωση του επιχειρηματικού ρίσκου, σε ευκολία πρόσβασης σε κεφάλαια χρηματοδότησης, σε καλύτερες σχέσεις με πελάτες, εργαζόμενους, προμηθευτές και τοπικές κοινωνίες.
Με βάση όμως την πρόσφατη Κοινοτική Οδηγία (βλέπε άρθρο του αντιπροέδρου της ΕΛΤΕ Παναγιώτη Γιαννόπουλου με τίτλο «Αλλάζουν οι κανόνες για τις εταιρικές εκθέσεις βιωσιμότητας» https://www.euro2day.gr/specials/opinions/article/2141450/allazoyn-oi-kanones-gia-tis-etairikes-ektheseis-vi.html) ανάλογες υποχρεώσεις δεν θα έχουν μόνο οι εισηγμένες εταιρείες, αλλά και οι μεγάλες μη εισηγμένες επιχειρήσεις (κύκλος εργασιών άνω των 40 εκατ. ευρώ, αριθμός εργαζομένων άνω των 250).