Ο πληθωρισμός δεν αποτελεί άγνωστη υπόθεση για την μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά ούτε και για τη μεταπολεμική Ευρώπη. Τη δεκαετία του 1970 για παράδειγμα, ήταν η εκτίναξη της διεθνούς τιμής του πετρελαίου που δημιούργησε εντονότατες πληθωριστικές πιέσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, προκαλώντας πολλές αντιδράσεις, ανησυχίες και προβληματισμούς.
Οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίστηκαν στην Ελλάδα για δύο ακόμη ολόκληρες δεκαετίες (έως και το 1998), κυρίως για εσωτερικούς, δικούς της λόγους: Η πολιτική σημαντικής διολίσθησης της ισοτιμίας της δραχμής σε σχέση με τα σκληρά νομίσματα του εξωτερικού, καθιστούσε ολοένα και πιο ακριβά τόσο το πετρέλαιο, όσο επίσης τις πρώτες ύλες και τα προϊόντα που εισάγονταν από το εξωτερικό, αναγκάζοντας τους εργαζόμενους να ζητούν αυξήσεις μισθών και έτσι να δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος. Ένα από τα βασικότερα αίτια της πολιτικής της διολίσθησης της δραχμής ήταν η διατήρηση του δημόσιου χρέους σε σαφώς υψηλά επίπεδα, μέσα από την παραγωγή ελλειμμάτων και μέσα από το δανεισμό μέσω υψηλών επιτοκίων.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι προαναφερθείσες δυσλειτουργίες κράτησαν για περίπου τριάντα χρόνια, στο χώρο των επενδύσεων των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών επικρατούσε μια κατάσταση ισορροπίας:
· Τα τραπεζικά επιτόκια καταθέσεων ήταν κατά κανόνα υψηλότερα από το επίπεδο του πληθωρισμού και ο μόνος κίνδυνος ήταν το ενδεχόμενο μιας υποτίμησης της δραχμής (έγινε κατά τα έτη 1983, 1985 και 1998).
· Ακόμη πιο υψηλά σε σύγκριση με τον προσδοκώμενο πληθωρισμό (ακόμη και πέντε με έξι ποσοστιαίες μονάδες) ήταν τα επιτόκια που προσέφεραν τα ετήσια έντοκα γραμμάτια που εξέδιδε το Ελληνικό Δημόσιο. Μάλιστα, σε περιόδους έντονης συναλλαγματικής αστάθειας, το Ελληνικό Δημόσιο εξέδιδε τίτλους με ρήτρα ξένων νομισμάτων, όπως πχ δολαρίου, η ECU (καλάθι ευρωπαϊκών νομισμάτων).
· Καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια του υψηλού πληθωρισμού, η ελληνική οικονομία έτρεχε με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης (ΑΕΠ) της τάξεως του 3%, καθώς το χρέος ήταν μεν υψηλό, αλλά παράλληλα ήταν και εσωτερικό, δηλαδή οι υψηλοί τόκοι εξυπηρέτησής του έφευγαν (μέσω των φόρων) από Έλληνες πολίτες και κατευθύνονταν (μέσω των τόκων) επίσης σε Έλληνες πολίτες. Άρα δεν υπήρχαν ΟΎΤΕ εκροές κεφαλαίων στο εξωτερικό, ούτε απώλεια ζήτησης.
Με άλλα λόγια, οι αποταμιευτές ήταν ευχαριστημένοι γιατί -με τον κίνδυνο της υποτίμησης του νομίσματος- απολάμβαναν υψηλές πραγματικές (μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού) αποδόσεις, οι τιμές των ακινήτων ανέβαιναν συνεχώς (τουλάχιστον σε δραχμικούς όρους), ενώ κάποιοι λίγοι επενδυτές που ήταν διατεθειμένοι να επιλέξουν τοποθετήσεις υψηλότερου ρίσκου κατέφευγαν στο «ρηχό» Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Η τρέχουσα κατάσταση
Η τρέχουσα κατάσταση είναι σαφώς διαφοροποιημένη σε σχέση με το παρελθόν. Ο πληθωρισμός οφείλεται σε αμιγώς εξωγενείς παράγοντες (πχ εκτίναξη ενεργειακού και μεταφορικού κόστους, μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, όπως χάλυβας, αλουμίνιο, χαλκός, βαμβάκι, σιτάρι) με την όλη κατάσταση να επιβαρύνεται από γεωπολιτικές αβεβαιότητες (βλέπε πόλεμος στην Ουκρανία) αλλά και από την πολιτική της Ευρώπης για προστασία του περιβάλλοντος και πράσινη μετάβαση της οικονομίας.
Κανείς αυτή την περίοδο δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το πόσο θα διαρκέσουν οι πληθωριστικές πιέσεις, ωστόσο σχεδόν όλοι συμφωνούν στο ότι οι τιμές της ενέργειας και των μετάλλων θα διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα για τουλάχιστον δύο ή τρία χρόνια ακόμη.
Οι κεντρικές τράπεζες από την πλευρά τους ανεβάζουν το ύψος των επιτοκίων μετά από μια περίοδο ιστορικά χαμηλών τιμών και το μεγάλο ζητούμενο είναι το αν η όλη κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε στασιμότητα την παγκόσμια οικονομία, αναβαθμίζοντας (σε αντίθεση με τις δεκαετίες του 1970, του 1980 και του 1990) τον πληθωρισμό, σε στασιμοπληθωρισμό.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, υπάρχουν αυτή την περίοδο δύο ακόμη προβλήματα που δεν είχε να αντιμετωπίσει κατά τις προηγούμενες πληθωριστικές περιόδους: Πρώτον, η χώρα έχει ένα δείκτη δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ κοντά στο 200%, οπότε τα περιθώρια δημοσιονομικής στήριξης της οικονομίας είναι πολύ περιορισμένα. Και δεύτερον, επειδή πλέον το δημόσιο χρέος κατέχεται πλέον κατά κύριο λόγο από επενδυτές του εξωτερικού, οι όποιες αυξημένες καταβολές τόκων λόγω της ανόδου των επιτοκίων θα κατευθυνθούν στο εξωτερικό, στερώντας από την εγχώρια αγορά εισοδήματα και ζήτηση.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, στα όπλα της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνονται η εισροή υψηλών Κοινοτικών κονδυλίων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και η διαγραφόμενη ιδιαίτερα ισχυρή φετινή τουριστική περίοδος.
Παράλληλα, τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις σε ότι αφορά τη διαχείριση των όποιων περιουσιακών στοιχείων.
Πρώτον, οι τραπεζικές καταθέσεις όχι μόνο δεν προσφέρουν επιτόκια μεγαλύτερα του πληθωρισμού, αλλά αντίθετα παραμένουν έως και σήμερα στο επίπεδο του μηδενός, με τον πληθωρισμό να έχει ήδη υπερβεί το 10% (με ό,τι αυτό σημαίνει για την πραγματική αξία των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών). Σύμφωνα μάλιστα με τις προβλέψεις αναλυτών, τα καταθετικά επιτόκια θα αυξηθούν σε μεσοπρόθεσμη βάση με χαμηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με τα επιτόκια χορηγήσεων και σε κάθε περίπτωση θα παραμείνουν σε επίπεδα πολύ μικρότερα του πληθωρισμού.
Δεύτερον, οι τιμές τόσο των κρατικών, όσο και των εταιρικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει σημαντικά κατά το τελευταίο πεντάμηνο, καθώς οι τότε προβλέψεις των αναλυτών (πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία) για υποχώρηση του πληθωρισμού δεν επιβεβαιώθηκαν. Για παράδειγμα, οι τιμές πενταετών ή επταετών εταιρικών ομολόγων υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας που εκδόθηκαν από το φθινόπωρο του 2021 έως και το Φεβρουάριο του 2020 διαπραγματεύονται σήμερα από το «100» μεταξύ του «89» και του «93». Ορισμένοι τοποθετούνται στα συγκεκριμένα επίπεδα θεωρώντας τας ελκυστικά και άλλοι ρευστοποιούν φοβούμενοι ότι η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα θα οδηγήσει σε περαιτέρω πτώση τις τιμές των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά.
Τρίτον, οι τιμές των μετοχών τόσο στο ελληνικό όσο και στα διεθνή χρηματιστήρια καταγράφουν απώλειες, με τους απαισιόδοξους να φοβούνται μια μακρά περίοδο υψηλών επιτοκίων και στασιμοπληθωρισμού, ιδίως από το 2023 και μετά.
Τέταρτον, η μόνη μέχρι στιγμής εξαίρεση αποτελεί η εγχώρια αγορά ακινήτων, οι τιμές της οποίας συνεχίζουν να ανεβαίνουν και φέτος, με ορισμένους να φοβούνται ότι μπορεί και αυτή να επηρεαστεί αρνητικά στο μέλλον σε ένα ενδεχόμενο περιβάλλον στασιμοπληθωρισμού.
Αναμφίβολα, οι επενδυτές σήμερα καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα περιβάλλον γεμάτο από προκλήσεις, με πολλούς να ισχυρίζονται ότι αυτή την περίοδο είναι χρησιμότερη από ποτέ μια επαγγελματική διαχείριση των κεφαλαίων των νοικοκυριών, καθώς μπορεί να δούμε σημαντικές διαφορετικές αποδόσεις από επένδυση σε επένδυση και αξιοσημείωτη αποφυγή κινδύνων μέσα από το «χτίσιμο» ενός διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου.