« Όλα τα βλέπω σκοτεινά και μπερδεμένα / λες και με βρήκαν όλες οι καταστροφές / μέσα στην τρέλα μου συνάντησα και σένα / και η ζωή μου πήρε ανάποδες στροφές.
Θα πάρω φόρα, θα πάρω φόρα / να τα γκρεμίσω αυτά που μου 'χουνε μπερδέψει τη ζωή. Θα πάρω φόρα, θα πάρω φόρα / να τα γκρεμίσω να πάρω επιτέλους μια αναπνοή…».
Όλη η Ελληνική πραγματικότητα, σε στίχους Πάνου Φαλάρα, από τη φωνή της Μαίρης Μαράντη.
Όλη η κοσμοθεωρία του μέσου Έλληνα (ότι αυτό και αν σημαίνει), μέσα από τους λίγους στίχους του Φαλάρα. Κάπως έτσι, πήρε φόρα και φίλος γαμπρού και νύφης στην Κρήτη, όπου εν μέσω πανδαισίας με το γνωστό πλέον άσμα σταθμό της Ελληνική δισκογραφία, μέσα από τη βαριά ζεϊμπεκιά του φίλου του, έφερε ένα κομπρεσέρ και ξήλωσε τα πλακάκια της πίστας όπου ο γαμπρός έφερνε τις γύρες του. Τι κορωνοϊός και ελλοχεύοντες κίνδυνοι. Η ζωή μας πήρε ανάποδες στροφές και εμείς λοιπόν θα τα γκρεμίσουμε όλα.
Κωμόπολη ελληνικής επαρχίας. Ένας εργοστασιάρχης, μεγάλο «πορτοφόλι» της περιοχής, περιφέρεται πληγωμένος γιατί η σύζυγός του τον εγκατέλειψε παίρνοντας μακριά τα παιδιά τους. Καταλήγει σε ένα σκυλάδικο στην ερημιά με το όνομα «Βιετνάμ». Πίνει και καπνίζει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, αμίλητος, παρότι τον πλευρίζουν αμέσως οι άνθρωποι του μαγαζιού και τα κορίτσια του «κονσομασιόν». Επιτόπου κανονίζει να το αγοράσει. «Να το σπάσω θέλω». Βάζει το προσωπικό να ξηλώσει πλακάκια και τουαλέτες, φωνάζει συμβολαιογράφο και ένα γκρέιντερ, βγάζει έξω την ορχήστρα και την τραγουδίστρια, Μαίρη Μαράντη. Κόβει το τσεκ. «Να ‘χουμε να γκρεμίζουμε». Με ένα σήμα του αρχίζουν τα όργανα. «Όλα τα βλέπω σκοτεινά και μπερδεμένα, λες και με βρήκαν όλες οι καταστροφές». Λούζει τη γραβάτα του με ουίσκι και την ανάβει με τον αναπτήρα. «Και η ζωή μου πήρε ανάποδες στροφές». Βάζει φωτιά στο σακάκι και το πετάει σαν φυλακισμένος που σκίζει τα δεσμά του. «Θα πάρω φόρα» κι αρχίζει το ζεϊμπέκικο. «Ηλία ρίχ’το». «Θα τα γκρεμίσω». «Ηλία, ΡΙΧ’ ΤΟ».
«Ηλία ρίχ’το». Η θρυλική ατάκα που χάρισε στον Γιώργο Αρμένη το βραβείο του πρώτου ανδρικού ρόλου, στη σπονδυλωτή ταινία «όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη. Η ατάκα «Ηλία ρίχ’το» ξεσήκωσε στις αίθουσες όσους είχαν στοιχειώδεις εμπειρίες από τέτοιες «ζημιές». Το «Ηλία ρίχ’το» έμεινε από τότε στην ιστορία, όχι μόνο του Ελληνικού Κινηματογράφου αλλά πρωτοστάτησε σε περιπτώσεις καθημερινής και ακραίας Ελληνικής τρέλας.
Η συγκεκριμένη σκηνή έμελλε να αποτελέσει μια νέα «εθνική κουλτούρα», όπου αμέσως μετά, το βαρύ ζεϊμπέκικο συνδέθηκε όχι με «χλεχλε» σπάσιμο πιάτων, ή πέταμα χαρτοπετσετών (αν είναι δυνατόν), αλλά με το ξήλωμα και σπάσιμο επί της πίστας ειδών υγιεινής του μαγαζιού και ενίοτε κατευθείαν από τον παραγωγό.
Η σκηνή διαχρονικά αναβίωσε στη Λάρισα, στην κατεδάφιση ενός οίκου ανοχής. Όχι ενός τυχαίου οίκου ανοχής, αφού λειτουργούσε επί 60 σχεδόν χρόνια στο ίδιο σημείο κοντά στο κέντρο της πόλης. Γιατί ειδικά αυτός ο αποχαιρετισμός; Αν όχι αυτός, ποιος; Κι αν όχι με το «Βιετνάμ», με τι; Ήταν, άλλωστε, και ο οίκος ανοχής της Λάρισας και το φανταστικό κέντρο του Βούλγαρη δύο ναοί των λαϊκών παθών. Κι οι ναοί αυτοί πρέπει να πέφτουν τελετουργικά. Με χορό. Να επισημάνουμε ότι τα εσωτερικά γυρίσματα στη ταινία του Βούλγαρη, του μαγαζιού που έμελλε να πέσει, γίνανε σε ένα ιστορικό σκυλάδικο της Θεσσαλονίκης, στο «Ζυγό».
Κάπου εδώ λοιπόν θα ολοκληρώσουμε την αδιάκριτη ψυχανάλυση ενός μέρους της Ελληνικής κοινωνίας, όπου ο «ζυγός» πιθανώς να υπονοεί και τον ζυγό του γαμπρού, αλλά και τον νταλκά επειδή ο ζυγός είναι επιθυμητός, συνεπώς, το «μέσα στην τρέλα μου συνάντησα και σένα / και η ζωή μου πήρε ανάποδες στροφές», σημαίνει πως είμαι έτοιμος να κάνω μεγάλες (πολεοδομικές και όχι μόνο), ζημιές για το αίσθημα.
Να τελειώσουμε, επειδή από ότι φαίνεται δεν πτοούμαστε με τίποτα, με Άκη Πάνου όπου σε λίγους στίχους έκλεισε όλη την Ελληνική πραγματικότητα, «Στο θολωμένο μου μυαλό / ο κόσμος είναι μια σταλιά / κάτι σκιές απ' τα παλιά / και κάποιο πάθος μου τρελό».
Όλα τα παραπάνω, σε μια προσπάθεια να εξηγήσουμε την αντίδραση στην επίθεση της πανδημίας που όσο θεριεύει, εμείς δεν ακολουθούμε τα κοινότυπα, αλλά κάνουμε ζημιές, στους εαυτούς μας και στους άλλους. Ίσως έτσι πάθει και η πανδημία καμιά ζημιά και μας αφήσει. Φυσικά σε μια δυσλειτουργική εποχή το να απαιτεί κάποιος ορθολογικές απαντήσεις και ορθολογικά σκεπτόμενα στο σύνολό τους άτομα, όπως βέβαια ο καθένας μας οριοθετεί τον ορθολογισμό, είναι μάλλον ανορθόδοξο, αν όχι αδύνατο. Η ίδια η φύση του ανθρώπου είναι να χρησιμοποιεί ασυσχέτιστα συστήματα άμυνας, προσωπικής άμυνας, σε περιόδους και καταστάσεις όπου οτιδήποτε σχετικό με το υφιστάμενο πρόβλημα, δεν λειτουργεί. Αφού φορέσαμε μάσκες, αφού βγάλαμε τις μάσκες, αφού κάναμε εμβόλια, αφού δεν κάναμε εμβόλια αλλά ο καθείς πήρε τα προσωπικά του μέτρα άμυνας ενάντια στον ιό, τελικά ελάχιστα μάλλον καταφέραμε. Συνεπώς, η ασυσχέτιστη αντίδραση κάποιων (και όχι λίγων) σχετικά με το πρόβλημα, μάλλον μπορεί να εξηγηθεί. Κλείνουμε με μια απορία Ο φίλος του γαμπρού με το κομπρεσέρ, φορούσε μάσκα;