Η μάνα μου έκλεισε τα ενενήντα ένα. Αν εξαιρέσεις ότι βλέπει ελάχιστα και μόνο τα χρήζοντα προσοχής (Κώστα εσύ είσαι – πρόσεξε τη στάχτη από το τσιγάρο σου) και δεν ακούει παρά μόνο όταν και ότι θέλει, κατά τα άλλα, ως γενική εικόνα, μια χαρά είναι.
Η μάνα μου στους καιρούς που πέρασαν, έδειξε μερικές φορές αξιοζήλευτη ενεργητική αντιμετώπιση καταστάσεων, λόγω μάλλον της αξιοζήλευτης «αφασίας» του μακαρίτη του πατέρα μου. Φυσικά πλέον, στη δέκατη δεκαετία της ζωής της, κάνοντας dimerize με την Queen Elizabeth και τη μεγάλη της αγάπη τη Ζωζώ, οι απαιτήσεις είναι ελαχιστότατες, συνοψιζόμενες στο «να είσαι καλά».
Αρχές του χρόνου, καταχείμωνο στη Βόρεια Ελλάδα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα μιας ακόμα βροχερής με ολίγο χιονόνερο νύχτας της Θεσσαλονίκης, το τηλέφωνο της μάνας μου χτύπησε. «Κυρία, με λύπη σας ενημερώνουμε ότι ο γιός σας ενεπλάκη σε θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα στον περιφερειακό και χρειάζονται άμεσα δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ για να μην συλληφθεί». Η φωνή σύμφωνα με τη μάνα μου ήταν γυναικεία με σπαστά Ελληνικά. Η γυναικεία φωνή συνέχισε «Περιμένετε κυρία να σας δώσω και στον υπεύθυνο» (έτσι γενικά). Ο «υπεύθυνος» υπερθεμάτισε με το σύντομο ιστορικό, αν και είχε επικεντρωθεί στα «χρειαζούμενα». Στο μεταξύ, ένας τρίτος ούρλιαζε (μαμά σε παρακαλώ βοήθησέ με, μαμά κάνε κάτι…). Η μάνα μου, όπως και κάθε μάνα τρομοκρατήθηκε. Αυτός που τσίριζε είχε συγκεκριμένο ρόλο, να αποσπάσει το όνομα του «εμπλεκόμενου σε ατύχημα γιού». Η μάνα μου έκανε το μοιραίο λάθος. «Εσύ είσαι Κωστάκη παιδί μου;». Ο Κωστάκης όπως καταλάβατε ήμουν εγώ, εξηνταφεύγας, ο οποίος έχριζε την αρωγή και βοήθεια της μητρός του. Ο τύπος που τσίριζε το έπιασε και άρχισε νέο άσμα «εγώ μαμά είμαι ο Κωστάκης σου, βοήθησέ με μαμά, σε παρακαλώ…». Εκεί επενέβη ξανά ο «υπεύθυνος», ζητώντας σε αυστηρό τόνο από τη μάνα μου την ακριβή διεύθυνσή της και τα χρήματά ετοιμοπαράδοτα. Επειδή βέβαια μια γιαγιά ένα βροχερό βράδυ του χειμώνα μάλλον δεν διαθέτει άμεσα δεκαπέντε χιλιάρικα (πιθανότατα ούτε και έμμεσα), ο «υπεύθυνος» προσφέρθηκε να μεταφέρει τη μάνα μου στο πλησιέστερο ATM για να τραβήξει χρήματα, στο πλαίσιο του αφαιρετικού πλάνου ότι τα ATMs δεν είναι χρηματοκιβώτια που δίνουν σε πρώτη ζήτηση την χρηματική αξία αυτοκινήτου παρά (συνήθως) πενιχρά 600 ευρώ, αλλά το σχέδιο ήταν «γιούρια στη γριά» και ότι πάρουμε.
Δεδομένης της θερμότατης πίστης στα Θεία που αναπτύσσει ο άνθρωπος αντιστρόφως ανάλογα με την ηλικία του (η μάνα μου δεν χάνει λειτουργία στην τηλεόραση), ο καλός Θεούλης έκανε το θαύμα του και έστειλε συμπυκνωμένη φώτιση στη γηραιά κυρία. Αυτή είναι βέβαια η επιστημονική ανάλυση, επειδή η μάνα μου από τον φόβο της, απλώς έκλεισε το τηλέφωνο. Φυσικά, άμεσα του κουδούνι του τηλεφώνου ήχησε ξανά και ξανά, επειδή ο λύκος στο δάσος ορέχτηκε την γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας, δεδομένης της λαιμαργίας του και της μερικής ανταπόκρισης της γιαγιάς.
Η μάνα μου, μόλις συνήλθε κάπως, πήρε την αδελφή μου τηλέφωνο και της ανέφερε τα διαδραματισθέντα. Η αδελφή μου, όπως ήταν φυσικό, ξεράθηκε από τα γέλια και την υπενθύμισε πως είναι ενενήντα ένα και συνεπώς, κανένας σε δύσκολη θέση τροχαίου ατυχήματος δεν θα καλέσει το συγκεκριμένο άτομο για βοήθεια. Η μάνα μου έπλεε σε ένα πέλαγος αμφιβολίας, κατανόησης των ορθών λεγόμενων από την αδελφή μου, ταυτόχρονα όμως με τον φόβο της μάνας. Και αν το παιδί μου με έχει ανάγκη; Έτσι, παρά τον συνεχιζόμενο απαξιωτικό και αδιάλειπτο γέλωτα της αδελφής μου, την έβαλε να με πάρει τηλέφωνο για να δει αν είμαι καλά. Η αδελφή μου πράγματι με πήρε, εγώ την απάντησα «τι θες μωρή τρελή νυχτιάτικα;», αυτή συνέχισε να γελάει υστερικά και μου ζήτησε να επιβεβαιώσω στη μάνα μας την αρτιμέλεια και την έλλειψη κινδύνου στο πρόσωπό μου.
Πήρα τη μάνα μου στο τηλέφωνο και τσιρίζοντας άρχισα να της λέω «έλα μαμά ο Κωστάκης είμαι, είμαι στον περιφερειακό και πάτησα ένα ελεφαντάκι και η μάνα του η ελεφαντίνα μου ζητάει δεκαπέντε χιλιάρικα για να μην με κάνει μήνυση…». Μετά τον αναστεναγμό της μάνας μου, έληξε άμεσα η συνομιλία με τη φράση «άι σιχτίρ τσογλάνια και εσύ και η αδελφή σου». Η μάνα μου, στα ενενήντα ένα της, με αγαπάει και με σκέφτεται.