Το είχα ανάγκη. Από πολύ μικρή. Ήθελα να με προσέχουν, να ασχολούνται μαζί μου και αν ήταν δυνατόν να με θαυμάζουν για τα μικρά ή μεγάλα κατορθώματά μου. Δεν το κατάφερα ποτέ. Στην πατρική οικογένειά μου, αστική με πέντε παιδιά, μάνα που δεν δούλευε και πατέρα που έκανε πως δούλευε, μάλλον μας δούλευε, καταλαβαίνετε πως το τελευταίο που τους ενδιέφερε ήταν τα δικά μου θέλω. Το ένα φέρνει το άλλο και έτσι ούτε στο σχολείο κατάφερα να τύχω της προσοχής που ήθελα. Ούτε χάλια μαθήτρια, ούτε κάτι εξαιρετικό, το ολόγραμμα της χρυσής μετριότητας. Έτσι με αντιμετώπιζε και ο εκεί μικρόκοσμος. Οι συμμαθητές μου με βρίσκαν ελάχιστα ενδιαφέρουσα, οι καθηγητές μου χωρίς προοπτική και τελικά μάλλον είχαν δίκιο. Μετά από δύο – τρεις αποτυχημένες προσπάθειες για εισαγωγή σε ανώτατη σχολή, έφαγα τα μούτρα μου. Δεν λένε να βάζεις υψηλούς στόχους. Έβαζα… και λοιπόν; Πρώτα έδωσα ιατρική, με τα μόρια που πέτυχα ούτε για πειραματόζωο δεν περνούσα. Μετά έκανα στροφή 180 μοιρών και έδωσα νομική, εκεί τα πήγα κάπως… χειρότερα. Τελικά την τρίτη φορά πέρασα σε μια σχολή με δύο σειρές τίτλο, κάπου στην εσχατιά της Ελλάδας, χωρίς ακριβώς να ξέρω και τι ακριβώς θα σπουδάσω. Έκανα ότι και όλοι. Πήγα, γράφτηκα, πήρα το φοιτητικό πάσο και δεν ξαναπάτησα. Τώρα στα πενήντα, μου στέλνουν επιστολές ότι θα με διαγράψουν… «Σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ».
Κάπως έτσι ήταν και ο γάμος μου. Στην αρχή ο σύντροφος έδειχνε ενδιαφέρον ή έτσι νόμιζα, στις απόψεις μου. Ο χρόνος βέβαια περνάει και τα ισοπεδώνει όλα και έτσι μετά από δύο παιδιά, αρκετά χρόνια και τη γενική ταυτότητα της νοικοκυράς, θεωρώ πως είμαι αόρατη. Η παρουσία μου δεν του δημιουργεί καμία εντύπωση. Υπάρχω ή όχι μέσα στο σπίτι, είναι το ίδιο πράγμα. Συμβόλαιο συμβίωσης κατά λέξη. Δεν έχουμε τσακωμούς, φαγωμάρες, ζήλιες, ανταγωνισμό. Ίσως αυτό είναι το χειρότερο, επειδή κάποιος και να μαλώσει μαζί σου πάει να πει πως διαφωνεί σε κάτι, εμμέσως δε ότι λαμβάνει υπόψη την άποψή σου. Αν δεν υπάρχει αντίδραση, είτε δεν έχει επιχειρήματα, είτε δεν σε ακούει καν. Η όλη οικογενειακή μου ιστορία θυμίζει την παλιά Σοβιετική Ένωση. Οποιοσδήποτε μπορούσε να πει το οτιδήποτε, μόνο που κανείς δεν του έδινε σημασία. Στο μυαλό μου είχε καρφωθεί η εικόνα μιας γυναίκας σε κάποιο πάρκο της Μόσχας, πάνω σε έναν τενεκέ, τρέμοντας από το κρύο, να μιλάει στον… κανένα. Ομιλητής χωρίς ακροατήριο.
Κάποιος να με προσέξει. Το είχα και το έχω ανάγκη. Είμαι σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχω εξαιρετικό profile, μετέχω σε όλες τις συζητήσεις και πάντα… διαφωνώ. Αν συμφωνείς, κανείς δεν ασχολείται μαζί σου, γι’ αυτό λοιπόν και εγώ διαφωνώ. Για τους πάντες και τα πάντα. Για πράγματα που πρώτη φορά ακούω στη ζωή μου. Πάντα παίρνω την αντίθετη θέση… όχι δεν είναι έτσι… πως είναι; Αλλιώς… γενικά. Συμμετέχω σε καμμιά πενηνταριά συλλόγους, οργανώσεις, άτυπες οργανώσεις, είμαι εθελόντρια τουλάχιστον στα χαρτιά στα πάντα, μέχρι και σε Μ.Κ.Ο. γράφτηκα. Βέβαια, για να κάνει κάποιος το «αρχηγόπουλο» θέλει και οπαδούς. Στις Μ.Κ.Ο. τα κατάλαβα καλά, τουλάχιστον σε αυτές που πήγα εγώ και γράφτηκα. Σε κάποιες ζητούσαν να βάλεις σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή σου και τελικά στην Πρωτοχρονιάτικη πίτα, το μόνο ουσιαστικό όφελος, έβγαινε κάποια άλλη, δήθεν επώνυμη και μιλούσε κυρίως σε πρώτο ενικό πρόσωπο, ενώ οι άλλοι, όλοι εμείς ήμασταν η ομάδα που της άξιζαν συγχαρητήρια. Αγνοούσε παντελώς την παρουσία μου, οι άλλοι αγνοούσαν την ύπαρξή μου επειδή φιλόδοξη είμαι όχι αυτοκαταστρεπτική, συνεπώς μετά από μία – δύο προσπάθειες της Μ.Κ.Ο. για να συνδράμω σε κάποια φωτιά, ή σε άλλη καταστροφή, πάντα είχα κάτι άλλο επείγον, έπαψαν να ασχολούνται μαζί μου. Σε κάθε περίπτωση έκτισα ένα εξαιρετικό κοινωνικό βιογραφικό.
Κάποιος να με προσέξει. Θέλω τα πέντε λεπτά δημοσιότητα που μου αναλογούν στον κόσμο αυτό, ίσως και κάτι περισσότερο. Ποτέ δεν ψηφίζω συντηρητικά. Βρίσκω τον πιο απίθανο που κατεβαίνει στις εκλογές και αφού βρω αυτόν, βρίσκω και κάποιον υποψήφιο βουλευτή με εξαιρετικές ιδιαιτερότητες. Αυτός είναι ο άνθρωπός μου. Αν θεωρεί ότι υπάρχει εξωγήινη ζωή και ότι έχει καθημερινές επαφές, υπερθεματίζω. Αν είναι σίγουρος ότι μας ψεκάζουν, μοιράζομαι τη σιγουριά του, τουλάχιστον στο ευρύ κοινό, επειδή εμμονική μπορεί να είμαι, αλλά όχι ηλίθια. Μέχρι και στο γήπεδο πηγαίνω χωρίς να μου αρέσει το ποδόσφαιρο. Μέσα σε ένα τσούρμο ανδρών βρίζω ρεμάλι τον διαιτητή, με εκτενείς αναφορές στη μάνα του, τη γυναίκα του και γενικά σε κάθε συγγενή έως τρίτου βαθμού. Φυσικά ο διαιτητής δεν με ακούει και να με άκουγε δεν θα καταλάβαινε επειδή είναι συνήθως αλλοδαπός, αλλά με ακούν οι παρακείμενοι οπαδοί και υπερθεματίζουν της άποψής μου για τη γυναίκα του. Με προσέχουν άσχετα αν τελικά κάπου από μέσα τους λένε, ευτυχώς που δεν την έχω γυναίκα. Η προσωπική διαφήμιση είναι διαφήμιση. Δεν υπάρχει για εμένα καλή ή κακή. Υπάρχει μόνο η ζητούμενη προσοχή.
Κάποιος να με προσέξει. Ο Κορωνοϊός για τους πολλούς είναι πανδημία, για εμένα είναι ευκαιρία. Είμαι παντού και διαμαρτύρομαι για όλα. Για την Κυβέρνηση που δεν κάνει ότι θα έπρεπε να κάνει (γενικά), για την Αντιπολίτευση που τηρεί παθητική στάση (γενικά), για τις μάσκες. Ναι τις μάσκες, αυτό το ιστορικό θέμα με τις διαφορετικές επιστημονικές απόψεις. Εγώ έχω υιοθετήσει την προφανή. Εφόσον οι περισσότεροι λένε ότι είναι απαραίτητη, εγώ λέω ότι δεν είναι. Το φωνάζω παντού, στο σχολείο των παιδιών, σε διαδηλώσεις, σε συγκεντρώσεις. Δίνω show και γίνομαι το επίκεντρο της προσοχής. Είναι και μια μαθαίνω στη Θεσσαλονίκη που μπουγέλωσε τον Χαρδαλιά επειδή δεν της έδωσε σημασία στις ασυναρτησίες που του έλεγε και συνέχισε να πίνει τον καφέ του. Βέβαια εγώ δεν προχωρώ σε τέτοιου είδους αντιδράσεις, επειδή έχουν συνέπειες απρόβλεπτες. Η συγκεκριμένη θεωρούσε όπως και εγώ πως έπρεπε να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος. Έκανε βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης συνωστιζόμενη σε ώρες που απαγορευόταν, την πιάνανε, την βάζανε πρόστιμο και αυτή μπροστά στις κάμερες το έσκιζε. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Τι θα πει επτά η ώρα ανοίγει για βόλτα η παραλία, εγώ θέλω να κάνω βόλτα στις έξι. Μέχρι που βρέθηκε ο Χαρδαλιάς στην πόλη. Πήγε να διαμαρτυρηθεί έτσι χωρίς να ξέρει γιατί, δεν της έδωσε σημασία, πήγε να συστηθεί δεν την πρόσεξε καν, του έριξε λοιπόν το ποτήρι με το νερό μπας και τον συνεφέρει. Το παν στην ιστορία είναι να ξέρεις που να σταματάς. Το μπουγέλο παραήταν, τη μαζέψανε και στο τμήμα συνέχιζε να φωνάζει για τα δικαιώματά της, στο δικαστήριο την άλλη μέρα τα ίδια, μέχρι που τα έβαλε και με τον Εισαγγελέα, με έναν χειμαρρώδη ασυνάρτητο λόγο. Ο αθεόφοβος είπε πως έχρηζε ψυχιατρικής εξέτασης και την έστειλε στο τρελάδικο. Την άλλη μέρα είχε συνέλθει εντελώς και χάθηκε μάλλον οριστικά από το πάνθεον των αφανών ηρώων που θέλουν να υπογραμμίσουν την παρουσία τους.
Κάποιος να με προσέξει. Στο σχολείο των παιδιών αρνήθηκα να τα βάλω μάσκα, οι δάσκαλοι μου είπαν να τα πάρω και να φύγω, ο μεγάλος μου είπε ότι πάλι ρεζίλι τον κάνω και τελικά υποχώρησα διαμαρτυρόμενη, για τον επαπειλούμενο κίνδυνο της υγείας των πιτσιρικιών. Την άλλη μέρα επανήλθα ακάθεκτη, επειδή οι μάσκες που δώσανε στα πιτσιρίκια κάνανε και για σεντόνια, τα δε «παγουρίνο» δεν με αρέσανε έτσι, αισθητικά. Τα πιτσιρίκια μου και πάλι με διώξανε, ενώ ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων, που ποτέ δεν με ψήφισε στη διοίκηση, προσπαθούσε να μου εξηγήσει. Πήγα και στο Σύνταγμα στη μεγάλη συγκέντρωση των αρνητών της μάσκας. Πήρα ένα εσώρουχο, άσπρο με φραουλίτσες και το φόρεσα σαν μάσκα για να δημιουργήσω «ντόρο». Το καβάλο από το βρακί κάλυπτε μάτια, μύτη, στόμα, πηγούνι και λίγο μέτωπο. Από τα ανοίγματα για τα πόδια ξεπρόβαλαν τα τεράστια μάτια μου. Alien που αντί για σκάφανδρο, φορούσε στο κεφάλι βρακί, έτσι μας καταντήσανε. Η συγκέντρωση ήταν καταπληκτική, οι επιστήμονες, άγνωστοι μεν αλλά εξαιρετικοί και στο τέλος, το δρώμενο. Κάψαμε μάσκες και στήσαμε χορό. Όπως του Αι Γιάννη. Πήγα στο σωρό με τις μάσκες που καιγόταν και όλοι με κοιτούσανε. Χόρεψα πάνω στην πυρά το ζεϊμπέκικο της Ευδοξίας. Την άλλη μέρα, καλοθελητές γράψανε ότι ήταν το ζεϊμπέκικο της ανοησίας. Δεκάρα δεν δίνω, η φωτογραφία μου σε εκπληκτική πόζα πάνω από τις μάσκες που καιγόταν με απίθανους να χειροκροτούν κυκλοφόρησε στο Πανελλήνιο, πιθανώς και στο εξωτερικό. Επιτέλους με προσέξανε.