07/08/20 | Αρχική > Αρθρογραφία > Επώνυμες Σκέψεις

Το τραπεζικό πρόβλημα με απλά λόγια

Ο τραπεζικός κλάδος έχει απασχολήσει όσο κανείς άλλος την εγχώρια οικονομική επικαιρότητα κατά την τελευταία δεκαετία.

Ο πρώτος λόγος ήταν ότι από το 2011 έως και πρόπερσι η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα μειωνόταν συνεχώς, δηλαδή όχι μόνο οι τράπεζες δεν έδιναν πρόσθετα δάνεια σε επιχειρήσεις και ιδιώτες, αλλά αντίθετα ρουφούσαν ρευστότητα από την πραγματική οικονομία, οδηγώντας την σε ύφεση. Σήμερα, η πιστωτική επέκταση έχει περάσει σε θετικό έδαφος, ωστόσο πανευρωπαϊκή είναι η διαπίστωση ότι οι επιχειρήσεις (και ιδίως οι μικρομεσαίες) θα πρέπει να αναζητήσουν και εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης, όπως για παράδειγμα μέσα από την κεφαλαιαγορά.

Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίον οι τράπεζες απασχόλησαν την κοινή γνώμη, ήταν το γεγονός ότι τα επιτόκια χορηγήσεων στην Ελλάδα ήταν διπλάσια ή και υπερδιπλάσια από τα αντίστοιχα της Ευρώπης, με αποτέλεσμα αυτό να αποτελεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις εγχώριες επιχειρήσεις και ιδιαίτερα για εκείνες που είχαν ή ήθελαν να αποκτήσουν εξωστρεφή χαρακτήρα. Στην πράξη οι τράπεζες επιβάρυναν με αλμυρά επιτόκια χορηγήσεων τις υγιείς εγχώριες επιχειρήσεις, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν μερικώς τις τεράστιες απώλειες που είχαν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους. Με άλλα λόγια, οι συνεπείς πελάτες πλήρωσαν και πληρώνουν ένα τμήμα της ζημιάς που προκάλεσαν οι ασυνεπείς.

Κατά την τελευταία διετία-τριετία τα επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών έχουν μειωθεί σημαντικά (όχι μόνο επειδή το Euribor έχει καταστεί αρνητικό), ωστόσο εξακολουθούν να διατηρούνται σε αρκετά υψηλότερα από τα αντίστοιχα του εξωτερικού.

Άλλος λόγος για τον οποίον οι τράπεζες απασχόλησαν την κοινή γνώμη ήταν τα εντονότατα οικονομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι αν κάποιος είχε επενδύσει σε μετοχές τραπεζών το ποσό των δέκα εκατ. ευρώ το 2007, σήμερα η περιουσία του θα κυμαινόταν μόλις γύρω στα 100-200 ευρώ! Για παράδειγμα ο δείκτης των τραπεζών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας από 9.232,60 μονάδες της 3ης Αυγούστου 2015, υποχώρησε στις 1.178,40 μονάδες στις 31/12/2015, στις 886,88 μονάδες στις 2/1/2020 και στις 331.88 μονάδες στις 24/7/2020…

Η αλήθεια είναι ότι οι τράπεζες προχώρησαν από το 2007 σε τρείς ή και περισσότερες αυξήσεις του μετοχικού τους κεφαλαίου, τη μία εκ των οποίων κάλυψε το Ελληνικό Δημόσιο με δανειακά χρήματα προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα δείχνουν, πως οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν μία ακόμη αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου, πιθανόν μέσα στο έτος 2021. Οι βαρύτατες μετοχικές απώλειες των τραπεζών έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και το Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, αλλά και τις περιουσίες δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων μικροεπενδυτών.

Στο ερώτημα του γιατί οι τράπεζες αντιμετώπισαν τόσο έντονα οικονομικά προβλήματα, η απάντηση είναι ότι:

Πρώτον, οι τράπεζες είναι από τη φύση τους επιχειρήσεις υψηλού κινδύνου, καθώς λειτουργούν με πολύ υψηλή μόχλευση. Τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών είναι ζήτημα αν αποτελούν το 10-20% των χρημάτων που έχουν δανείσει στους πελάτες τους, ή έχουν τοποθετήσει σε άλλες επενδύσεις. Αυτό οδηγεί είτε σε μεγάλες αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων όταν το περιβάλλον είναι θετικό, είτε σε μεγάλες ζημίες όταν συμβαίνει το αντίθετο.

Και δεύτερον, οι τράπεζες ήταν πολύ έντονα συνδεδεμένες τόσο με τα οικονομικά του Ελληνικού Δημοσίου (πχ το κούρεμα των κρατικών ομολόγων του 2012 κόστισε σε αυτές πολλά δισ. ευρώ), όσο και της ελληνικής οικονομίας. Είναι εύλογο λοιπόν σε μια χώρα όπου το ΑΕΠ υποχωρεί κατά 25%, ένα μεγάλο τμήμα των δανείων να μην εξυπηρετείται και να δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα στις τράπεζες. Το όλο πρόβλημα επιδεινώθηκε και από τις κρατικές παρεμβάσεις στο θεσμικό πλαίσιο, αλλά και ένα κλίμα σκανδαλολογίας που είχε αναπτυχθεί, πράγματα που εμπόδιζαν ενεργά την επανείσπραξη τμήματος των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεών τους.

Αν όμως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, το ζητούμενο σήμερα είναι το πώς τα πράγματα θα εξελιχθούν στο μέλλον. Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως κατά τα τελευταία χρόνια το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είχε αρχίσει να αποκλιμακώνεται, (είτε μέσα από κάποιες πωλήσεις κόκκινων δανείων προς τρίτους, είτε μέσα από τη διαχείριση των ίδιων των τραπεζών), ενώ παράλληλα οι τράπεζες αύξαναν το ποσοστό των προβλέψεών τους, εκμεταλλευόμενες τα λειτουργικά τους κέρδη.

Με άλλα λόγια, οι τράπεζες αντλούν κεφάλαια με ασήμαντο επιτόκιο και αυξάνουν τα έσοδά τους από προμήθειες (πχ μέσα από τη χρήση καρτών και ηλεκτρονικών πληρωμών), ενώ παράλληλα εντείνουν τις προσπάθειές τους για μείωση των εξόδων τους. Από την άλλη πλευρά, δανείζουν με επιτόκια που ξεκινούν από το 2,5% και φτάνουν έως και διψήφιο ποσοστό σε ότι αγορά το retail banking. Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω επιτρέπει στις τράπεζες να σημειώνουν λειτουργικά κέρδη και να σχηματίζουν αυξημένες προβλέψεις για τα παλαιότερα προβληματικά τους δάνεια.

Η ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση των προβλέψεων σε συνδυασμό με τις θετικές προοπτικές που είχαν δημιουργηθεί για την πορεία της ελληνικής οικονομίας έδιναν περιθώρια αισιοδοξίας στις ελληνικές τράπεζες, στο να πουλήσουν τμήμα των κόκκινων δανείων τους σε funds, χωρίς να εγγράψουν τέτοιες ζημίες που θα τις καθιστούσαν μη επαρκείς κεφαλαιακά. Ή έστω, το κεφαλαιακό έλλειμμα των τραπεζών που θα προέκυπτε να ήταν σχετικά περιορισμένο, έτσι ώστε να μπορούσε να καλυφθεί από μια «λογικού ύψους» αύξηση μετοχικού κεφαλαίου μέσα στο 2021. Όλα αυτά, θα σήμαιναν κατακόρυφη μείωση του ποσοστού των κόκκινων δανείων μέσα στην επόμενη τριετία.

Στην όλη αυτή διαδικασία έχουν ακουστεί τα περί «σχεδίου Ηρακλής», ή τα περί ανάγκης δημιουργίας «κακής τράπεζας» (bad bank), πλην όμως σε όλες αυτές τις υποθέσεις το σημείο κλειδί είναι το πόσο θα στηρίξει στο τέλος της ημέρας τα τραπεζικά οικονομικά (άμεσα ή έμμεσα) το Ελληνικό Δημόσιο, ή επίσης το πόση τέτοιου είδους στήριξη θα ανεχτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, έκανε την εμφάνισή του ο κορωνοϊός, ο οποίος επηρέασε δραστικά το ΑΕΠ της χώρας και σίγουρα θα δημιουργήσει μια νέα γενιά κόκκινων δανείων. Οι προβλέψεις για το μέλλον είναι επισφαλείς και ένα έναντι αυτού του πρόσθετου κινδύνου, οι τιμές των τραπεζών στο ΧΑ έχουν υποχωρήσει κατά 62,5% από την αρχή του έτους έως και την 24η Ιουλίου.



comments powered by Disqus
* Παρακαλούμε τα σχόλια να μην είναι σε greeklish. Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.
Τράπεζες